Σελίδες

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Μ.Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΥΔΙΚΟΣ, Λαϊκή πίστη και κοινωνική οργάνωση. Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2016, diastixo, 26 Νοεμβρίου 2016

Ένας από τους σημαντικούς νεότερους λαογράφους, ο καθηγητής Ευάγγελος Αυδίκος, εξέδωσε δυο συγκεντρωτικά βιβλία με τους τίτλους: Λαϊκή πίστη και κοινωνική οργάνωση (2013) (μου έκανε την τιμή να μου το αφιερώσει) και Η πόλη. Λαογραφικές και εθνολογικές οπτικές (2016).
Και νομίζω πως το ζεύγος αυτό συνοψίζει, με τα επιμέρους άρθρα που αναδημοσιεύονται, δύο από τα πιο σημαντικά κεντρικά θέματα ή ζητήματα της σύγχρονης Λαογραφίας: Πόλη και θρησκευτική λαϊκή πίστη. Και θέλω να εξάρω, με δύο μικρά σημειώματα έστω, τη σημασία αυτού του γεγονότος, άσχετα προς επιμέρους διαφορές τοποθετήσεων που μπορούν να υπάρχουν απέναντι στα κεντρικά (τα χαρακτηρίζω και έτσι) αυτά ζητήματα. Άλλωστε, οι όποιες διαφορές (αναπόφευκτες σ’ αυτές τις περιπτώσεις) δημιουργούν και έναν εξίσου σημαντικό διάλογο, όσο δύσκολος κι αν είναι αυτός, μάλιστα με το πολύ πιθανό ενδεχόμενο να μην καταλήξει ποτέ σε καθολική συμφωνία.
Και στα δύο βιβλία έχει ο Αυδίκος προτάξει εκτενείς εισαγωγές. Σ’ αυτές κυρίως στέκομαι.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η λακωνική εις εαυτόν αναφορά του: «Ο Ευάγγελος Αυδίκος είναι καθηγητής της Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Τα κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντά του είναι οι τελετουργίες, το υπερφυσικό, ο αστικός χώρος και οι πολιτισμικές ταυτότητες».
Αναφερόμενος, στην αρχή της «Εισαγωγής» του, στην πίστη σε φαντάσματα «τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα», θέτει το ερώτημα: «Πώς μπορούν να ταιριάξουν και να εξηγηθούν αυτά τα φαινόμενα με τα εργαλεία της ορθολογικής εποχής μας που θριαμβολογεί ότι έκλεισε τους λογαριασμούς της με τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες» όταν ζούμε στην «τεχνολογική εποχή που αποθεώνει τη λογική και τη σχέση αιτίου και αιτιατού»;
Επικαλούμενος τις απόψεις των «θεωρητικών της νεωτερικότητας», αρχίζει μ’ έναν από τους σημαντικότερους του καιρού μας (A. Giddens), που υποστηρίζει ότι «αναμφίβολα υπάρχουν συνέχειες μεταξύ του παραδοσιακού και του μοντέρνου, και κανένα δεν είναι αποκομμένο από το άλλο», κι ότι «η αντιδιαστολή των δύο πόλων με χονδροειδή τρόπο είναι παραπλανητική κι αυτά όλα υπονομεύουν την απόλυτη πίστη στην ομογενοποιητική αντίληψη για τον πολιτισμό και την αναπαράσταση του κόσμου».
Έχει σημασία ότι την τοποθέτηση αυτή εκφράζουν και θεωρητικοί της νεωτερικότητας. Την κατάφαση της συνέχειας (ή συνοχής) παραδοσιακού και νεωτερικού εκδήλωναν και στο παρελθόν, όπως ο Αιμίλιος Durkheim (Ντυρκέμ ή Ντυρκάιμ), ένας από τους θεμελιωτές της ευρωπαϊκής Κοινωνιολογίας, ο οποίος αποφάνθηκε θετικά για το «υπερφυσικό», θα έλεγα χωρίς επιφυλάξεις. Από τον Αυδίκο παίρνω και το εξής παράθεμα: «Το υπερφυσικό είναι ο κόσμος του μυστηρίου, του αγνώστου και του μη κατανοητού. Ως εκ τούτου, η θρησκεία θα μπορούσε να είναι ένα είδος στοχασμού επί όσων διαλανθάνουν της επιστήμης». Ο Ντυρκέμ έχει πει ευθύτερα: «Η θρησκεία είναι ένα ενοποιημένο σύστημα πίστεων και πρακτικών που σχετίζονται με ιερά πράγματα, τα οποία ενώνονται σε μια ηθική κοινότητα ονομαζόμενη Εκκλησία».
Από την άλλη μεριά, ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Charles Stewart (που μελέτησε στη Νάξο το φαινόμενο της πίστης σε δαίμονες και στον διάβολο), με τον ενίοτε δύσληπτο λόγο των νεωτεριστών, δεν αποδέχεται τη διπολική οργάνωση του κόσμου, τα όρια του οποίου είναι σαφώς καθορισμένα (...), απορρίπτει το δυϊσμό, την τοποθέτηση δηλαδή του πόλου του Σατανά/κακού σε θέση ισοτιμίας με τον πόλο του Θεού/καλού, δεδομένου ότι ο Σατανάς δεν έχει ισοτιμία, αλλά οφείλει τη μεν ύπαρξή του στη θεϊκή απόφαση να εκπέσει από τον πόλο του καλού, τη δε δύναμή του στα ανθρώπινα λάθη.
Πέραν τούτου, ο Αυδίκος δεν παρέλειψε να αναφέρει ονόματα από τις κοινωνικές επιστήμες (όπως ο κοινωνιολόγος Marcel Mauss ή ο εθνολόγος-ανθρωπολόγος Claude Levi-Strauss) που αξιολόγησαν τη μαγεία ως «προεπιστήμη» ή «πρωτόγονη μορφή επιστημονικής σκέψης», προσπερνώντας, θα έλεγα, το μονισμό του ορθολογισμού (ο οποίος, στο κάτω κάτω, μπορεί να μην είναι ένας, μπορεί να είναι περισσότεροι...).
Όσον αφορά την Εκκλησία, καταρχήν ναι μεν αυτή απορρίπτει τη μαγεία, αλλά πρακτικά συχνά (συνήθως με συμβολικού χαρακτήρα μετασημάνσεις, όπως νομίζω) συναντάται με αυτήν.
Ο Αυδίκος λέει κάτι αυτονόητο, που όμως πολλοί αποφεύγουν να το πουν: «Όχι μόνο η θρησκεία, αλλά και άλλα φιλοσοφικά συστήματα αναζητούν και διακηρύσσουν την αναζήτηση του νοήματος της ζωής». Διαφορετικά θα ρίχναμε ήδη τον Πλάτωνα και τον ιδεαλισμό του στον Καιάδα (πολλοί υπερφίαλοι το κάνουν).
Μαζί με τη Linda Degh (λαογράφο, και μετέπειτα ανθρωπολόγο στις ΗΠΑ) φρονεί ο Αυδίκος ότι «η λαϊκή θρησκεία αναγορεύεται σε κανονικό σύστημα πίστης, που εγχέεται σε διάφορες μορφές προφορικού πολιτισμού (επισημαίνω πάντως, με αφορμή το χαρακτηρισμό του λαϊκού πολιτισμού ως προφορικού, ότι γίνεται κατάχρηση του όρου αυτού, από πολλούς μάλιστα ο λαϊκός πολιτισμός της παράδοσης χαρακτηρίζεται αποκλειστικά προφορικός· οι λαϊκοί άνθρωποι όμως ανέκαθεν θεωρούσαν σταθερό και αγαπούσαν το γραπτό λόγο και προσπαθούσαν, όσο μπορούσαν, να τον χρησιμοποιήσουν με τα κολλυβογράμματά τους, όπως το μαρτυρούν στα περιθώρια των ελάχιστων βιβλίων, κατά κανόνα θρησκευτικών, οι «ενθυμήσεις» τους για γεννήσεις, θανάτους, σεισμούς, σιτοδείες κι άλλα γι’ αυτούς σπουδαία συμβάντα).
Τέλος, ο Αυδίκος στρέφεται στη σχέση του υπερφυσικού και της υπερβατικής πίστης με το είδος της θρησκευτικής παράδοσης (Legend). Βέβαια, υπάρχουν κι άλλες, εκτός από τις αφηγηματικές, περιπτώσεις παρουσίας του μεταφυσικού: ενδοστρεφέστερα κινήματα της ψυχής, δέηση, προσευχές κι άλλες δίοδοι επικοινωνίας με το θείο, τελετουργίες κι άλλες συλλογικές εκδηλώσεις. Ο Alan Dundes τα ονόμασε αυτά «μεταλαογραφία» (metafolklore), όμως νομίζω πως όλα αυτά εντάσσονται στην πλατιά περιοχή της Λαογραφίας. Αρκεί να εννοήσουμε τον βαθύτερο προορισμό της, ως επιστήμης του πολιτισμού.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου