Σελίδες

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Οι τελευταίες πεντάρες στην Κομοτηνή, 15 Μαρτίου

το πάνελ της εκδήλωσης, από αριστερά η κ. Παπαγεωργίου, εκπρόσωπος των Ηπειρωτών Κομοτηνής, η καθηγήτρια Ζωή Γαβριηλίδου, πρόεδρος του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας, ο καθηγητής Μανόλης Βαρβούνης, καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας, ο Αν. καθηγητής Βασίλης Δαλκαβούκης, ο φιλόλογος Σπύρος Κιοσσές και η φιλόλογος Φωτεινή Λεοντάρη που διαβάζει
Με τον εξαιρετικό πεζογράφο Κώστα Καβανόζη



Βαγγέλης Αυδίκος «Δεν πρέπει να χτίσουμε το μέλλον πάνω στη λήθη, πάνω στις λευκές σελίδες της ιστορίας», παρατηρητής της Θράκης, 15 Μαρτίου 2017


15.03.2017 11:16
Συνέντευξη: Τζένη Κατσαρή-Βαφειάδη
«"Οι τελευταίες πεντάρες", αφαιρώντας τα ονόματα, είναι ένα βιβλίο που μπορεί να μιλήσει σε όλους»
Δείτε περισσότερα στο: http://www.paratiritis-news.gr/
 Σε έναν τόπο που αγαπά ιδιαίτερα και θεωρεί ως δεύτερη πατρίδα του, όπως εκμυστηρεύθηκε ο ίδιος κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, επιστρέφει σήμερα ο κ. Βαγγέλης Αυδίκος, υπό διπλή ιδιότητα μάλιστα. Η πρώτη από τις δύο ιδιότητες με τις οποίες επιστρέφει στη Θράκη είναι αυτή του επιστήμονα προκειμένου να λάβει μέρος στο επικείμενο διεθνές συνέδριο του Τμήματος Ιστορίας και  Εθνολογίας του ΔΠΘ για τους Πομάκους της Θράκης.

Η δεύτερη είναι αυτή του συγγραφέα, προκειμένου να παρουσιάσει το πιο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Οι τελευταίες πεντάρες». Σε αυτή την βιβλιοπαρουσίαση που θα γίνει σήμερα στη Λέσχη Κομοτηναίων στις 20.00 δεν θα είναι μόνος του αλλά θα έχει μαζί του τους  Ζωή Γαβριηλίδου, καθηγήτρια Γλωσσολογίας του Τμ. Ελληνικής Φιλολογίας του ΔΠΘ, Βασίλη Δαλκαβούκη, επίκουρο καθηγητή του Τμ. Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ, Σπύρο Κιοσσέ, φιλόλογο, Μανόλη Βαρβούνη, καθηγητή Τμ. Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ, Γιάννη Τσαμπάζη, πρόεδρο του Συλλόγου Ηπειρωτών Ροδόπης, συνοδεία μάλιστα τραγουδιού από τους Μαρία Αλεβίζου και Νίκο Αντωνακάκη.

Αυτή η βιβλιοπαρουσίαση ήταν και η αφορμή της συνομιλίας μας . Βέβαια η συζήτηση δεν περιορίστηκε μοναχά στο περιεχόμενο του βιβλίου που πραγματεύεται μία από τις πολλές μικρές ιστορίες που κρύβει ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα –θέμα που ακόμη και σήμερα θεωρείται ταμπού– αλλά  γρήγορα επεκτάθηκε στα μηνύματα που περνάει και τη «φιλοσοφία» που διαπνέει το βιβλίο, στο δωμάτιο του δημιουργού ενός τέτοιου βιβλίου αλλά και τις σκέψεις του συγγραφέα, για τη λογοτεχνία, την ιστορία, τη λαϊκή σοφία…

Βαγγέλης Αυδίκος όμως αναλυτικά…

ΠτΘ: Τρία χρόνια μετά ξαναγυρίζετε στη λογοτεχνική γραφή. Στο μυθιστόρημα. Ποιο είναι το βασικό θέμα του μυθιστορήματος;
Β.Α.: 
Ως αφετηρία έχει ένα ιστορικό γεγονός. Δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Δεν είναι αυτός ο στόχος του μυθιστορήματος. Το ιστορικό γεγονός είναι ότι το '44 στην Πρέβεζα, λίγες ημέρες μετά την απελευθέρωση της πόλης, υπάρχει μια σύγκρουση ανάμεσα στις τότε μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις, τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ, γεγονός που οδήγησε σε μια ακατανόητη για όλους εκτέλεση νεαρών ατόμων της υποδειγματικής ΕΠΟΝ και άλλων συμπολιτών, συνολικά 48 ατόμων, που δεν ήταν όλοι με τον ΕΛΑΣ, ήταν και φιλελεύθεροι άνθρωποι, βενιζελικοί, μέσα σε αυτούς.

Για μένα δεν ήταν στόχος να κάνω ένα ιστορικό μυθιστόρημα και να αναπλάσω την εποχή, αλλά να μιλήσω για ένα τραγικό συμβάν, να ασχοληθώ με ένα θέμα που έχουν ασχοληθεί πάρα πολλοί από παλιά στη λογοτεχνία, με διάφορες μορφές, το θέμα της εμφύλιας βίας που οδηγεί σε μια εξαγρίωση του ανθρώπου. Παράλληλα, με ενδιέφερε, παρόλο που ως αφετηρία είναι η Πρέβεζα,  να μιλήσω για τη σοβαρή επίπτωση, για την εξουθένωση της ελληνικής περιφέρειας, της Ελλάδας και τις επιπτώσεις που είχε η εμφύλια βία  σε όλη τη χώρα, σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Λέω πολλές φορές ότι αν αφαιρέσεις τα ονόματα, τέτοια περιστατικά, τέτοιες μικρές ιστορίες είναι αυτές που συνθέτουν τη μεγάλη τραγωδία του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα. 

«Πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο εμφύλιος ήταν μια τραγωδία για την Ελλάδα κι ότι τελικά δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι» 

ΠτΘ: Στο μυθιστόρημά σας δείχνετε το αδιέξοδο της εμφύλιας διαμάχης και γράφετε πως στην εμφύλια διαμάχη, και δεξιοί και αριστεροί, εθνικόφρονες, όπως ήταν το επίθετο που συνόδευε τους ανθρώπους που κυβέρνησαν μετά τη χώρα, ότι αυτή η απλή δολοφονία, δεν χαρακτήριζε την μία ή την άλλη παράταξη…
Β.Α.:
 Είναι μια πολύ αγαπημένη συνήθεια στην Ελλάδα τα προβλήματά μας να τα βάζουμε κάτω από το χαλί. Είδαμε πού οδηγεί αυτό και τα σοβαρά ζητήματα που έχουν δημιουργηθεί τελευταία. Το θέμα για μένα είναι ότι οφείλουμε να θυμόμαστε, οφείλουμε να συζητάμε, κρατώντας τις διαφορές και τις διαφορετικές απόψεις. Οφείλουμε όμως παράλληλα να αποδεχτούμε ότι τότε έγινε μια τραγωδία, μια δολοφονία, που η ιστορία θα κρίνει τι φταίει και πώς έγινε. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο εμφύλιος ήταν μια τραγωδία για την Ελλάδα κι ότι τελικά από τον εμφύλιο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Όλοι είναι ηττημένοι και κυρίως η Ελλάδα, γιατί στερήθηκε τη μισή χώρα η οποία μπήκε στο περιθώριο και θεωρήθηκε ότι είναι ύποπτη για «κομμουνιστικάς ιδέας», ότι δεν ήταν έμπιστη. Προϋπόθεση λοιπόν είναι να δεχτούμε αυτή τη διαπίστωση και να μεταδώσουμε στα παιδιά μας αυτή την ιστορία, γιατί η δική μου αγωνία είναι ότι πρέπει η νέα γενιά να μάθει. Δεν πρέπει να χτίσουμε το μέλλον πάνω στη λήθη, πάνω στις λευκές σελίδες της ιστορίας. Η νέα γενιά πρέπει να μάθει, να κατανοήσει, να πάει μπροστά.

Η λογοτεχνία λοιπόν, επειδή δεν υπόκειται σε αυστηρά επιστημονικά μοντέλα όπως η ιστορία, έχει τη δυνατότητα να είναι ένα βήμα πιο μπροστά και να θέτει και τα οντολογικά ζητήματα, τα ζητήματα της ύπαρξης, τα ζητήματα της τραγωδίας.  Ένα ερώτημα που προκύπτει από αυτή τη διαπίστωση είναι αν έχει η λογοτεχνία το δικαίωμα ή τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τέτοια ζητήματα, να θέτει τέτοια ζητήματα. Η δική μου άποψη είναι ότι η λογοτεχνία έχει χρέος να το κάνει και αυτό χαρακτηρίζει μια δημοκρατική κοινωνία και τη φροντίδα για το μέλλον. Η δική μου έγνοια δεν ήταν να μιλήσω από αγάπη προς την πόλη μου. Πιστεύω ότι «Οι τελευταίες πεντάρες» είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται σε όλη την Ελλάδα, παντού. Αφαιρώντας τα ονόματα, είναι ένα βιβλίο που μπορεί να μιλήσει σε όλους. 

«Η λογοτεχνία δεν είναι δικαστής» 

ΠτΘ: Δυσκολευτήκατε στη συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος σε σχέση με το θέμα που διαπραγματεύεστε σε αυτό;
Β.Α.:
 Πάρα πολύ. Είναι ένα θέμα από μόνο του πολύπλοκο με πολλές παραμέτρους, και συμπονάω όλους τους ήρωες. Μακάρι να ήταν τα πράγματα διπολικά, άσπρο - μαύρο, και να τελειώναμε. Ξέρω τι συνέβη εκείνη την περίοδο, αλλά στη λογοτεχνία είναι διαφορετικά τα πράγματα. Όπως και στη ζωή, οι άνθρωποι πολλές φορές μπορεί να οδηγηθούν είτε από δω είτε από κει. Θεωρώ ότι η ζωή είναι σαν ένα κουβάρι που είναι τόσο πλεγμένο, με τόσους πολλούς κόμπους, που όσο το ξετυλίγεις, δεν είναι τόσο εύκολο να το ξεχωρίσεις και να το βάλεις σε καθαρές μεριές. Είναι μπλεγμένες οι ζωές των ανθρώπων σε μια πόλη, σε μια κοινωνία. Σε τέτοιες υποθέσεις πιστεύω ότι χρειάζεται να κατανοήσεις τους ανθρώπους, να τους συμπονέσεις, να δεις την προσωπική τους πορεία. Αυτό πιστεύω ότι πρέπει να κάνει ένας συγγραφέας, να αγαπάει τους ήρωές του, να τους συμπονάει, ακόμα και τους «κακούς», για να καταλάβει ότι αυτοί συχνά είναι γεννήματα κάποιας εποχής ή μπορεί να έχουν και τις καλές στιγμές τους. Η λογοτεχνία δεν είναι δικαστής. Θα πρέπει να προσπαθεί να μπαίνει μέσα από τις χαραμάδες, να βλέπει και να αναδεικνύει τις πτυχές, την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

ΠτΘ: Η μεγάλη επιτυχία του μυθιστορήματος είναι ότι απευθύνεται σε όλους, αναδεικνύει τον ανθρώπινο πόνο, αναδεικνύει ότι η αλήθεια δεν είναι στις άκρες και κυρίως αναδεικνύει ότι αυτοί οι ήρωες οι αδικαίωτοι, δικαιούνται ένα μνημόσυνο, δικαιούνται να είναι στη ζωή μας.
Β.Α.:
 Το μνημόσυνο σημαίνει μνήμη, θύμηση.  Σημαίνει ότι ουσιαστικά επαναφέρουμε στη ζωή μας τους νεκρούς, όποιοι κι αν είναι, απ' όποια παράταξη. Όταν όλοι αποφασίζουν να εντάξουν τους νεκρούς στη ζωή τους, μέσω ενός μνημόσυνου, αυτό σημαίνει μια αρχή για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε αυτή την πληγή που ακόμα ματώνει. 

«Η λαϊκή σοφία είναι αξεπέραστη και η ζωή έχει πράγματα που επιβεβαιώνουν πόσο πολύπλοκη είναι η ίδια» 

ΠτΘ: Στη σελίδα της ταυτότητα του βιβλίου διαβάζουμε ότι είχατε 14 πληροφορητές, μιλήσατε δηλαδή με ανθρώπους της καθημερινότητας. Όντως η δουλειά σας ως ερευνητή και μελετητή ήταν και ένα μικρό εχέγγυο για αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα, που νομίζω ότι θα πρέπει να το διαβάσουν και οι νεότεροι  για να κατανοήσουν την ατμόσφαιρα μιας δύσκολης, τραγικής  εποχής…
Β.Α.:
 Κανείς δεν μπορεί να απεκδυθεί τον εαυτό του, την επαγγελματική του ταυτότητα. Βεβαίως,  έχω μιλήσει στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής της Φλώρινας, στο μεταπτυχιακό, για τη σχέση της εθνογραφίας και της μυθοπλασίας και διευκολύνει το γεγονός ότι ξέρω τον τρόπο να κουβεντιάζω με τους ανθρώπους. Πολλοί συγγραφείς και σήμερα και παλαιότερα αντλούν στοιχεία μέσω προσωπικής έρευνας. Απλά εμένα με διευκολύνει το γεγονός ότι έχω αυτή την ιδιότητα.

ΠτΘ: Μένετε έκπληκτος με αυτά που ακούτε από τις συζητήσεις σας με αυτούς τους ανθρώπους;
Β.Α.:
 Βεβαίως. Η λαϊκή σοφία είναι αξεπέραστη, και η ζωή έχει πράγματα που επιβεβαιώνουν πόσο πολύπλοκη είναι η ίδια, πόσο τα πράγματα δεν είναι «άσπρο-μαύρο».  Αν οι κάθε μορφής ηγήτορες  είχαν  επαφή με αυτή τη λαϊκή σοφία, θα ήταν πάρα πολύ ωφελημένοι και θα μπορούσαν να παίρνουν καλύτερες αποφάσεις στη ζωή τους. Γι' αυτό πολλές φορές οι λαϊκές αφηγήσεις μπορεί να είναι από μόνες τους μια λογοτεχνική αναπαράσταση.

«Να κουβεντιάσουμε για μεγάλα ζητήματα της κοινωνίας με ωριμότητα και σοβαρότητα» 

ΠτΘ: Η παρουσία σας στη Θράκη δεν θα περιοριστεί μόνο στη παρουσίαση του βιβλίου σας αλλά θα συμμετέχετε και στο συνέδριο για τους Πομάκους της Θράκης που διοργανώνει το Τμήμα Ιστορίας  και Εθνολογίας του ΔΠΘ. Πώς βλέπετε το συνέδριο που θα γίνει το επόμενο τριήμερο;
Β.Α.:
 Είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι γίνεται αυτό το συνέδριο, θεωρώ ότι δεν υπάρχουν θέματα ταμπού, θα πρέπει να κουβεντιάσουμε για μεγάλα ζητήματα της κοινωνίας με ωριμότητα και σοβαρότητα. Χρειάζεται όλοι να δείξουν αυτοσυγκράτηση και κυρίως να μην οδηγηθούμε σε πάσης φύσεως  ανιστόρητους «εθνικισμούς».

«Την επίσκεψή μου στη Θράκη  την αφιερώνω σε έναν μεγάλο φίλο μας και ποιητή που έχει φύγει από τη ζωή, τον Θανάση Τζούλη»

Εγώ έχω δυο πατρίδες. Η μία είναι η Ήπειρος που με γέννησε και η άλλη είναι η Θράκη που με αγάπησε και την αγαπώ. Έτσι νοιώθω. Η Θράκη είναι που με «έφτιαξε» επιστημονικά. Θέλω την επίσκεψή μου στη Θράκη να την αφιερώσω σε έναν μεγάλο φίλο μας και ποιητή που έχει φύγει από τη ζωή, τον Θανάση Τζούλη. Άλλωστε θεωρώ ότι οι Ηπειρώτες είναι δεμένοι με τον τόπο τους και είναι μαθημένοι να λένε ιστορίες. Τα παραμύθια, οι άνθρωποι, οι λαϊκές αφηγήσεις, όλα αυτά τα κουβαλάμε ως Ηπειρώτες. 



Η Πρέβεζα στον εμφύλιο μέσα από την «παράλληλη φωνή» της λογοτεχνίας του Βαγγέλη Αυδίκου

παρατηρητής της Θράκης, 17 Μαρτίου 2017
17.03.2017 11:37
Νατάσσα Βαφειάδου
Παρουσιάστηκε στην Κομοτηνή το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Οι τελευταίες πεντάρες» - Από το Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ, τον Σύλλογο Ηπειρωτών ν.Ροδόπης, το βιβλιοπωλείο «Δημοκρίτειο» και τις εκδόσεις «Ταξιδευτής»
Δείτε περισσότερα στο: http://www.paratiritis-news.gr/
Το νέο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής», με τίτλο «Οι τελευταίες πεντάρες», αποτέλεσε και την πρώτη για την τρέχουσα χρονιά βιβλιοπαρουσίαση του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Η παρουσίαση έλαβε χώρα την Λέσχη Κομοτηναίων το απόγευμα της Τετάρτης, 15 Μαρτίου, και συνδιοργανώθηκε με τον Σύλλογο Ηπειρωτών ν.Ροδόπης καθώς και την πολύτιμη βοήθεια του βιβλιοπωλείου «Δημοκρίτειο».

Το «παρών» άλλωστε έδωσαν αρκετοί εκπρόσωποι της εκπαιδευτικής κοινότητας του ΔΠΘ – πέραν των φοιτητών – όπως η πρόεδρος του Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών κ. Μαρία Δημάση, ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος κ. Μανόλης Σέργης, οι επίκουροι καθηγητές του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας κ.κ. Ειρήνη Κορρέ και Χάρης Μιχαλόπουλος, ο υπεύθυνος καθηγητής της ομάδας Γαλλοφωνίας της Νομικής Σχολής κ. Στέφανος Γραβάνης, καθώς και οι φιλόλογοι κ.κ Σοφία Σουβατζόγλου και Μαρία Αλεξίου, ο διευθυντής του Μουσικού Σχολείου Κομοτηνής κ. Ηλίας Ιωαννάκης, ο συντονιστής της Ν.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ Ροδόπης κ. Σταμάτης Σακελλίων, ο κ. Δημήτρης Χαρίτου, η κ. Ελένη Λαφτσή, επικεφαλής της δημοτικής παράταξης «ΠΟΛΗ- τική Ανατροπή», ο πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών κ. Γιάννης Τζαμπάζης,  ο πρόεδρος του Συλλόγου Σαρακατσαναίων κ. Γιώργος Νάκος, ο συγγραφέας κ. Κώστας Καβανόζης και η αρχαιολόγος – μουσειολόγος κ. Νάγια Δαλακούρα.



Άλλωστε και το πάνελ της εκδήλωσης απαρτιζόταν από μέλη του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, αρχής γενομένης από τον πρόεδρο του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας κ. Μανόλη Βαρβούνη, που συντόνισε την εκδήλωση, την πρόεδρο του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας κ. Ζωή Γαβριηλίδου, τον επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας κ. Βασίλη Δαλκαβούκη, καθώς και τον φιλόλογο και μεταδιδακτορικό ερευνητή του ΔΠΘ κ. Σπύρο Κιοσσέ. Στην επιτυχία της εκδήλωσης συνέβαλαν τα μέγιστα και οι ηθοποιός   κ. Χρύσα Ιωαννίδου και η φιλόλογος κ. Φωτεινή Λεοντάρη που ανέγνωσαν αποσπάσματα του βιβλίου καθώς και ο κ. Νίκος Αντωνακάκης, μαθητής του Μουσικού Λυκείου Κομοτηνής και η κ. Μαρία Αλεβίζου, που ανέλαβαν τα μουσικά διαλείμματα αυτής. 

Ζωή Γαβριηλίδου «Το βιβλίο δεν είναι άλλο ένα βιβλίο με θέμα τον εμφύλιο» 

«Το μυθιστόρημα του Ευ. Αυδίκου “Οι τελευταίες πεντάρες” αφηγείται ένα αξιοσημείωτο, με την έννοια του απροσδόκητου, ιστορικό συμβάν του πρόσφατου παρελθόντος που φτάνει μέχρι το παρόν και παρουσιάζεται με αναχρονισμένη σειρά που κόβει την ανάσα, μεγαλώνει την αγωνία και κινεί το ενδιαφέρον» είπε ξεκινώντας την εισήγησή της η κ. Ζωή Γαβριηλίδου, παρουσιάζοντας στη συνέχεια την αφηγηματική τριπλέτα, σκηνικού, χαρακτήρων και υπόθεσης που χειρίζεται ο συγγραφέας όπως τόνισε η ίδια με «εξαιρετική μαεστρία».

Ξεκινώντας από την Πρέβεζα, που αποτελεί και το σκηνικό της ιστορίας του συγγραφέα, και τα χαρακτηριστικά αυτής όπως παρουσιάζονται στο βιβλίο, η κ. Γαβριηλίδου, έκανε λόγο για ένα «γνήσιο ηθογράφημα» στο οποίο τα χρόνια του εμφυλίου διαπλέκονται με το παρόν. «Για την ακρίβεια το παρελθόν προβάλλεται στο παρόν και εξαγνίζεται. Γιατί είναι στο παρόν που επέρχεται η λύση ενός δράματος του παρελθόντος! Η κάθαρση, και όπου ο καθένας πρωταγωνιστής πληρώνει το δικό του τίμημα» σημείωσε.



Ως προς την υπόθεση, συνέχισε «το μυθιστόρημα ξεκινά με μια ελκυστική αρχή που αφήνει τόσα ερεθιστικά κενά που μας παρασύρουν να διαβάσουμε παρακάτω και μας παρωθούν να δούμε τη συνέχεια.  Το επεισόδιο στην Παργινόσκαλα εξιστορείται εξαρχής από την οπτική του ενός πρωταγωνιστή που συμμετείχε σε αυτό, του Περικλή, ενώ στη συνέχεια του βιβλίου περιγράφεται και από την οπτική, συχνά αντίθετη, και άλλων συμμετεχόντων. Ο Βαγγέλης Αυδίκος με αυτή την επιλογή παίρνει σαφή θέση απέναντι στο ιστορικό γεγονός, και το καταδικάζει με την πένα του. Στηλιτεύει, με την επιλογή του να γράψει ένα βιβλίο για τα γεγονότα του δεύτερου δεκαπενθήμερου του 44,  το διχασμό, την εμφύλια σύρραξη, τη σκληρότητα της εποχής, τα αθώα θύματα. Το βιβλίο δεν είναι άλλο ένα βιβλίο με θέμα τον εμφύλιο. Το αφηγηματικό υλικό δεν αποτελεί απλή ιστορική αναπαράσταση της εποχής. Το περιστατικό είναι η αφορμή για να καταδικάσει ο συγγραφέας τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, τον φανατισμό που τυφλώνει που είναι πανούκλα όπως γράφει ο συγγραφέας, τη μισαλλοδοξία που απελευθερώνει τα πιο άγρια ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου. Έτσι βάζει τους πρωταγωνιστές να βάλουν τα δάκτυλα υπό τον τύπον των ήλων διότι οι πληγές αν δεν κλείσουν μολύνονται,  να μιλήσουν για το παρελθόν, να αναγνωρίσουν τα λάθη τους, να συμφιλιωθούν με τη μνήμη. Γιατί μόνο έτσι θα επέλθει η κάθαρση. Και γιατί τελικά όπως γράφει ο συγγραφέας στη σ. 117 του βιβλίου “Οι μνήμες είναι σαν το παζλ. Η τελική εικόνα που προκύπτει από την ολοκλήρωση του παζλ εξαρτιέται από τα κομμάτια που επιλέγονται”». 

Βασίλης Δαλκαβούκης «Ο Βαγγέλης Αυδίκος μας δείχνει με υποδειγματικό τρόπο πώς μπορεί ένα δράμα να συζητηθεί και να ταξινομηθεί εκεί που αρμόζει» 

«”Οι τελευταίες πεντάρες” αποτελούν ένα βιβλίο εμφανών ιστορικών συμφραζομένων, ένα βιβλίο στο οποίο ενσωματώνεται η πραγματική ιστορία» τόνισε παίρνοντας τον λόγο ο κ. Βασίλης Δαλκαβούκης. «Ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουν οι άνθρωποι που κατά κανόνα δεν έχουν λόγο. Οι άνθρωποι από τα στρώματα εκείνα που δεν έχουν πρόσβαση στον επίσημο ιστορικό λόγο, αλλά διατυπώνουν την άποψη, περί ιστορίας από τα κάτω, μέσα από παράλληλες φωνές, όπως η λογοτεχνία, η ποίηση, η πεζογραφία, η οποία συνήθως είναι αντιθετική ως προς την επίσημη ιστορία» τόνισε.

Σύμφωνα με τον ίδιο πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ντοκουμέντο, με πολλές αφηγήσεις και γεγονότα, «αφηγήσεις που προέρχονται από πολλές μεριές, από τους νικητές,  τους ηττημένους, από τους ηττημένους νικητές, γιατί η νίκη ή η ήττα έχει πολλές διαστρωματώσεις».



Ένα μυθιστόρημα που «προδίδει» τον συγγραφέα, ως ερευνητή και ως άνθρωπο που έχει ασχοληθεί με τον εμφύλιο, «ένα μυθιστόρημα μέσα από το οποίο ο Βαγγέλης Αυδίκος μας δείχνει με υποδειγματικό τρόπο πώς μπορεί ένα δράμα να συζητηθεί και να ταξινομηθεί εκεί που αρμόζει».

«Ο Βαγγέλης Αυδίκος, από το πρώτο του βιβλίο που διάβασα καταγράφει την τοπική ιστορία. Την τοπική όμως ιστορία που αξιοποιεί και συνθέτει μια σειρά από εργαλεία. Δεν είναι η τοπική ιστορία που επιδιώκει να συνδέσει το τοπικό με το εθνικό. Είναι μία αυτούσια τοπικότητα, που έχει αυθύπαρκτη αξία και αυτή την αξία ο Βαγγέλης την τεκμηριώνει» συνέχισε. « Απευθύνεται στους συντοπίτες του , τους Πρεβεζάνους για να τους πει ότι ο εμφύλιος υπήρξε, υπήρξαν ευθύνες, υπήρξε αίμα, πολύ βία, αποψίλωση της πόλης, και πως όλα αυτά είναι καιρός να συζητηθούν. Το να συζητάει κανείς για τον εμφύλιο στον τόπο του δεν είναι εύκολο πράγμα, αλλά νομίζω ότι ο Βαγγέλης ακριβώς επειδή είναι λαογράφος με ανθρωπολογικές λογικές και οπτικές και ταυτόχρονα έχει μία ιστορική παιδεία  μπορεί να συνδυάσει, να διαχειριστεί και να μιλήσει στους συντοπίτες του για τον εμφύλιο» επεσήμανε κλείνοντας. 

Σπύρος Κιοσσές «Αυτό που προβάλλεται, κυρίως μέσα από την αφήγηση είναι η παράλογη βία, που αποκτηνώνει τον άνθρωπο, επιφέροντας πόνο και θάνατο» 

«Με το καινούργιο του λογοτεχνικό έργο ο Αυδίκος έρχεται, αν όχι να κλείσει, σίγουρα να αναμετρηθεί με “παλιούς λογαριασμούς”, με ζητήματα που είχε ανοίξει σε προηγούμενα έργα του. Να ακολουθήσει νήματα που είναι διακριτά στη μέχρι τώρα συγγραφική του πορεία και αφορούν, μεταξύ άλλων, τη συμπλοκή της Ιστορίας με τη μικρο-ιστορία ή μάλλον με τις πολλαπλές μικρο-ιστορίες που τη συνιστούν και ταυτόχρονα την κουβαλούν ως συλλογική κι ατομική μνήμη» σημείωσε με τη σειρά του ο κ. Σπύρος Κιοσσές, ο οποίος στην συνέχεια αναφέρθηκε αναλυτικά στους ήρωες και την υπόθεση του μυθιστορήματος.



Μέσα από τα γραφόμενα του, όπως σημείωσε ο ίδιος, διαφαίνεται η τάση του συγγραφέα να προβάλλει  τις διαφορετικές αναγνώσεις των πραγμάτων, την ιδεολογική τους διάσταση και τις αντιθετικές ερμηνείες τους. «Δεν είναι τυχαίο» είπε « ότι ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Σπυρίδων White, είναι φιγούρα κατεξοχήν μεταιχμιακή: ανάμεσα στην αγγλική του καταγωγή και την εξ αγχιστείας σχέση του με τη χώρα μας. Κι επιπλέον, συνδυάζει τόσο την προοπτική της επιστημονικής του κατάρτισης, όσο και την ανθρώπινη, συναισθηματική προσέγγιση των πραγμάτων. Αυτό που προβάλλεται, έτσι, κυρίως μέσα από την αφήγηση είναι η παράλογη βία, που αποκτηνώνει τον άνθρωπο, επιφέροντας πόνο και θάνατο. Αλλά και τύψεις. Γιατί οι ήρωες του Αυδίκου, όπως και όλοι οι άνθρωποι, δεν είναι ήρωες άσπροι και μαύροι. Το βιβλίο του αφήνει αυτήν ακριβώς την επίγευση: δίνει χρώμα σε ασπρόμαυρες προσεγγίσεις του παρελθόντος».

«Μέσα από την ανάγνωση του μυθιστορήματος του Αυδίκου αναδεικνύεται μια μεγάλη αλήθεια: ότι εξίσου σημαντικός με τα γεγονότα, κι όσο περνάει ο χρόνος ακόμη πιο σημαντικός, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος τα βιώνει και τα διαχειρίζεται. Τα εγκολπώνεται μέσω της μνήμης στη ζωή του, τα «ενσωματώνει» στη σχέση του με τους άλλους και με τον εαυτό, συντελώντας μιαν ιδιότυπη όσο και αισθητή ενεστωτική βίωση του παρελθόντος» παρατήρησε κλείνοντας ο κ. Κιοσσές επισημαίνοντας πως « γίνεται αντιληπτό ότι όσο πιο πολύ προσπαθούν οι άνθρωποι να κρυφτούν από την ιστορία τους, τόσο πιο βαθιά κρύβονται στην άμμο της αυταπάτης. Γιατί, ακόμη κι αν η αλήθεια πληγώνει, “είναι ο μόνος δρόμος”, όπως κατανοούν τελικά οι ήρωες κι ο αναγνώστης του έργου, ενός έργου που προβληματίζει, θίγει με ψυχραιμία ζητήματα ευαίσθητα, ενώ διατηρεί παράλληλα αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία λέξη του».


Η Πρέβεζα στον εμφύλιο μέσα από την «παράλληλη φωνή» της λογοτεχνίας του Βαγγέλη Αυδίκου

17.03.2017 11:37
Νατάσσα Βαφειάδου
Παρουσιάστηκε στην Κομοτηνή το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Οι τελευταίες πεντάρες» - Από το Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ, τον Σύλλογο Ηπειρωτών ν.Ροδόπης, το βιβλιοπωλείο «Δημοκρίτειο» και τις εκδόσεις «Ταξιδευτής»
Δείτε περισσότερα στο: http://www.paratiritis-news.gr/
Το νέο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής», με τίτλο «Οι τελευταίες πεντάρες», αποτέλεσε και την πρώτη για την τρέχουσα χρονιά βιβλιοπαρουσίαση του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Η παρουσίαση έλαβε χώρα την Λέσχη Κομοτηναίων το απόγευμα της Τετάρτης, 15 Μαρτίου, και συνδιοργανώθηκε με τον Σύλλογο Ηπειρωτών ν.Ροδόπης καθώς και την πολύτιμη βοήθεια του βιβλιοπωλείου «Δημοκρίτειο».

Το «παρών» άλλωστε έδωσαν αρκετοί εκπρόσωποι της εκπαιδευτικής κοινότητας του ΔΠΘ – πέραν των φοιτητών – όπως η πρόεδρος του Τμήματος Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών κ. Μαρία Δημάση, ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος κ. Μανόλης Σέργης, οι επίκουροι καθηγητές του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας κ.κ. Ειρήνη Κορρέ και Χάρης Μιχαλόπουλος, ο υπεύθυνος καθηγητής της ομάδας Γαλλοφωνίας της Νομικής Σχολής κ. Στέφανος Γραβάνης, καθώς και οι φιλόλογοι κ.κ Σοφία Σουβατζόγλου και Μαρία Αλεξίου, ο διευθυντής του Μουσικού Σχολείου Κομοτηνής κ. Ηλίας Ιωαννάκης, ο συντονιστής της Ν.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ Ροδόπης κ. Σταμάτης Σακελλίων, ο κ. Δημήτρης Χαρίτου, η κ. Ελένη Λαφτσή, επικεφαλής της δημοτικής παράταξης «ΠΟΛΗ- τική Ανατροπή», ο πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών κ. Γιάννης Τζαμπάζης,  ο πρόεδρος του Συλλόγου Σαρακατσαναίων κ. Γιώργος Νάκος, ο συγγραφέας κ. Κώστας Καβανόζης και η αρχαιολόγος – μουσειολόγος κ. Νάγια Δαλακούρα.



Άλλωστε και το πάνελ της εκδήλωσης απαρτιζόταν από μέλη του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, αρχής γενομένης από τον πρόεδρο του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας κ. Μανόλη Βαρβούνη, που συντόνισε την εκδήλωση, την πρόεδρο του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας κ. Ζωή Γαβριηλίδου, τον επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας κ. Βασίλη Δαλκαβούκη, καθώς και τον φιλόλογο και μεταδιδακτορικό ερευνητή του ΔΠΘ κ. Σπύρο Κιοσσέ. Στην επιτυχία της εκδήλωσης συνέβαλαν τα μέγιστα και οι ηθοποιός   κ. Χρύσα Ιωαννίδου και η φιλόλογος κ. Φωτεινή Λεοντάρη που ανέγνωσαν αποσπάσματα του βιβλίου καθώς και ο κ. Νίκος Αντωνακάκης, μαθητής του Μουσικού Λυκείου Κομοτηνής και η κ. Μαρία Αλεβίζου, που ανέλαβαν τα μουσικά διαλείμματα αυτής. 

Ζωή Γαβριηλίδου «Το βιβλίο δεν είναι άλλο ένα βιβλίο με θέμα τον εμφύλιο» 

«Το μυθιστόρημα του Ευ. Αυδίκου “Οι τελευταίες πεντάρες” αφηγείται ένα αξιοσημείωτο, με την έννοια του απροσδόκητου, ιστορικό συμβάν του πρόσφατου παρελθόντος που φτάνει μέχρι το παρόν και παρουσιάζεται με αναχρονισμένη σειρά που κόβει την ανάσα, μεγαλώνει την αγωνία και κινεί το ενδιαφέρον» είπε ξεκινώντας την εισήγησή της η κ. Ζωή Γαβριηλίδου, παρουσιάζοντας στη συνέχεια την αφηγηματική τριπλέτα, σκηνικού, χαρακτήρων και υπόθεσης που χειρίζεται ο συγγραφέας όπως τόνισε η ίδια με «εξαιρετική μαεστρία».

Ξεκινώντας από την Πρέβεζα, που αποτελεί και το σκηνικό της ιστορίας του συγγραφέα, και τα χαρακτηριστικά αυτής όπως παρουσιάζονται στο βιβλίο, η κ. Γαβριηλίδου, έκανε λόγο για ένα «γνήσιο ηθογράφημα» στο οποίο τα χρόνια του εμφυλίου διαπλέκονται με το παρόν. «Για την ακρίβεια το παρελθόν προβάλλεται στο παρόν και εξαγνίζεται. Γιατί είναι στο παρόν που επέρχεται η λύση ενός δράματος του παρελθόντος! Η κάθαρση, και όπου ο καθένας πρωταγωνιστής πληρώνει το δικό του τίμημα» σημείωσε.



Ως προς την υπόθεση, συνέχισε «το μυθιστόρημα ξεκινά με μια ελκυστική αρχή που αφήνει τόσα ερεθιστικά κενά που μας παρασύρουν να διαβάσουμε παρακάτω και μας παρωθούν να δούμε τη συνέχεια.  Το επεισόδιο στην Παργινόσκαλα εξιστορείται εξαρχής από την οπτική του ενός πρωταγωνιστή που συμμετείχε σε αυτό, του Περικλή, ενώ στη συνέχεια του βιβλίου περιγράφεται και από την οπτική, συχνά αντίθετη, και άλλων συμμετεχόντων. Ο Βαγγέλης Αυδίκος με αυτή την επιλογή παίρνει σαφή θέση απέναντι στο ιστορικό γεγονός, και το καταδικάζει με την πένα του. Στηλιτεύει, με την επιλογή του να γράψει ένα βιβλίο για τα γεγονότα του δεύτερου δεκαπενθήμερου του 44,  το διχασμό, την εμφύλια σύρραξη, τη σκληρότητα της εποχής, τα αθώα θύματα. Το βιβλίο δεν είναι άλλο ένα βιβλίο με θέμα τον εμφύλιο. Το αφηγηματικό υλικό δεν αποτελεί απλή ιστορική αναπαράσταση της εποχής. Το περιστατικό είναι η αφορμή για να καταδικάσει ο συγγραφέας τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, τον φανατισμό που τυφλώνει που είναι πανούκλα όπως γράφει ο συγγραφέας, τη μισαλλοδοξία που απελευθερώνει τα πιο άγρια ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου. Έτσι βάζει τους πρωταγωνιστές να βάλουν τα δάκτυλα υπό τον τύπον των ήλων διότι οι πληγές αν δεν κλείσουν μολύνονται,  να μιλήσουν για το παρελθόν, να αναγνωρίσουν τα λάθη τους, να συμφιλιωθούν με τη μνήμη. Γιατί μόνο έτσι θα επέλθει η κάθαρση. Και γιατί τελικά όπως γράφει ο συγγραφέας στη σ. 117 του βιβλίου “Οι μνήμες είναι σαν το παζλ. Η τελική εικόνα που προκύπτει από την ολοκλήρωση του παζλ εξαρτιέται από τα κομμάτια που επιλέγονται”». 

Βασίλης Δαλκαβούκης «Ο Βαγγέλης Αυδίκος μας δείχνει με υποδειγματικό τρόπο πώς μπορεί ένα δράμα να συζητηθεί και να ταξινομηθεί εκεί που αρμόζει» 

«”Οι τελευταίες πεντάρες” αποτελούν ένα βιβλίο εμφανών ιστορικών συμφραζομένων, ένα βιβλίο στο οποίο ενσωματώνεται η πραγματική ιστορία» τόνισε παίρνοντας τον λόγο ο κ. Βασίλης Δαλκαβούκης. «Ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουν οι άνθρωποι που κατά κανόνα δεν έχουν λόγο. Οι άνθρωποι από τα στρώματα εκείνα που δεν έχουν πρόσβαση στον επίσημο ιστορικό λόγο, αλλά διατυπώνουν την άποψη, περί ιστορίας από τα κάτω, μέσα από παράλληλες φωνές, όπως η λογοτεχνία, η ποίηση, η πεζογραφία, η οποία συνήθως είναι αντιθετική ως προς την επίσημη ιστορία» τόνισε.

Σύμφωνα με τον ίδιο πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ντοκουμέντο, με πολλές αφηγήσεις και γεγονότα, «αφηγήσεις που προέρχονται από πολλές μεριές, από τους νικητές,  τους ηττημένους, από τους ηττημένους νικητές, γιατί η νίκη ή η ήττα έχει πολλές διαστρωματώσεις».



Ένα μυθιστόρημα που «προδίδει» τον συγγραφέα, ως ερευνητή και ως άνθρωπο που έχει ασχοληθεί με τον εμφύλιο, «ένα μυθιστόρημα μέσα από το οποίο ο Βαγγέλης Αυδίκος μας δείχνει με υποδειγματικό τρόπο πώς μπορεί ένα δράμα να συζητηθεί και να ταξινομηθεί εκεί που αρμόζει».

«Ο Βαγγέλης Αυδίκος, από το πρώτο του βιβλίο που διάβασα καταγράφει την τοπική ιστορία. Την τοπική όμως ιστορία που αξιοποιεί και συνθέτει μια σειρά από εργαλεία. Δεν είναι η τοπική ιστορία που επιδιώκει να συνδέσει το τοπικό με το εθνικό. Είναι μία αυτούσια τοπικότητα, που έχει αυθύπαρκτη αξία και αυτή την αξία ο Βαγγέλης την τεκμηριώνει» συνέχισε. « Απευθύνεται στους συντοπίτες του , τους Πρεβεζάνους για να τους πει ότι ο εμφύλιος υπήρξε, υπήρξαν ευθύνες, υπήρξε αίμα, πολύ βία, αποψίλωση της πόλης, και πως όλα αυτά είναι καιρός να συζητηθούν. Το να συζητάει κανείς για τον εμφύλιο στον τόπο του δεν είναι εύκολο πράγμα, αλλά νομίζω ότι ο Βαγγέλης ακριβώς επειδή είναι λαογράφος με ανθρωπολογικές λογικές και οπτικές και ταυτόχρονα έχει μία ιστορική παιδεία  μπορεί να συνδυάσει, να διαχειριστεί και να μιλήσει στους συντοπίτες του για τον εμφύλιο» επεσήμανε κλείνοντας. 

Σπύρος Κιοσσές «Αυτό που προβάλλεται, κυρίως μέσα από την αφήγηση είναι η παράλογη βία, που αποκτηνώνει τον άνθρωπο, επιφέροντας πόνο και θάνατο» 

«Με το καινούργιο του λογοτεχνικό έργο ο Αυδίκος έρχεται, αν όχι να κλείσει, σίγουρα να αναμετρηθεί με “παλιούς λογαριασμούς”, με ζητήματα που είχε ανοίξει σε προηγούμενα έργα του. Να ακολουθήσει νήματα που είναι διακριτά στη μέχρι τώρα συγγραφική του πορεία και αφορούν, μεταξύ άλλων, τη συμπλοκή της Ιστορίας με τη μικρο-ιστορία ή μάλλον με τις πολλαπλές μικρο-ιστορίες που τη συνιστούν και ταυτόχρονα την κουβαλούν ως συλλογική κι ατομική μνήμη» σημείωσε με τη σειρά του ο κ. Σπύρος Κιοσσές, ο οποίος στην συνέχεια αναφέρθηκε αναλυτικά στους ήρωες και την υπόθεση του μυθιστορήματος.



Μέσα από τα γραφόμενα του, όπως σημείωσε ο ίδιος, διαφαίνεται η τάση του συγγραφέα να προβάλλει  τις διαφορετικές αναγνώσεις των πραγμάτων, την ιδεολογική τους διάσταση και τις αντιθετικές ερμηνείες τους. «Δεν είναι τυχαίο» είπε « ότι ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Σπυρίδων White, είναι φιγούρα κατεξοχήν μεταιχμιακή: ανάμεσα στην αγγλική του καταγωγή και την εξ αγχιστείας σχέση του με τη χώρα μας. Κι επιπλέον, συνδυάζει τόσο την προοπτική της επιστημονικής του κατάρτισης, όσο και την ανθρώπινη, συναισθηματική προσέγγιση των πραγμάτων. Αυτό που προβάλλεται, έτσι, κυρίως μέσα από την αφήγηση είναι η παράλογη βία, που αποκτηνώνει τον άνθρωπο, επιφέροντας πόνο και θάνατο. Αλλά και τύψεις. Γιατί οι ήρωες του Αυδίκου, όπως και όλοι οι άνθρωποι, δεν είναι ήρωες άσπροι και μαύροι. Το βιβλίο του αφήνει αυτήν ακριβώς την επίγευση: δίνει χρώμα σε ασπρόμαυρες προσεγγίσεις του παρελθόντος».

«Μέσα από την ανάγνωση του μυθιστορήματος του Αυδίκου αναδεικνύεται μια μεγάλη αλήθεια: ότι εξίσου σημαντικός με τα γεγονότα, κι όσο περνάει ο χρόνος ακόμη πιο σημαντικός, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος τα βιώνει και τα διαχειρίζεται. Τα εγκολπώνεται μέσω της μνήμης στη ζωή του, τα «ενσωματώνει» στη σχέση του με τους άλλους και με τον εαυτό, συντελώντας μιαν ιδιότυπη όσο και αισθητή ενεστωτική βίωση του παρελθόντος» παρατήρησε κλείνοντας ο κ. Κιοσσές επισημαίνοντας πως « γίνεται αντιληπτό ότι όσο πιο πολύ προσπαθούν οι άνθρωποι να κρυφτούν από την ιστορία τους, τόσο πιο βαθιά κρύβονται στην άμμο της αυταπάτης. Γιατί, ακόμη κι αν η αλήθεια πληγώνει, “είναι ο μόνος δρόμος”, όπως κατανοούν τελικά οι ήρωες κι ο αναγνώστης του έργου, ενός έργου που προβληματίζει, θίγει με ψυχραιμία ζητήματα ευαίσθητα, ενώ διατηρεί παράλληλα αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία λέξη του».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου