Σελίδες

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

Μαρία Λιάκου,οι αφετηρίες, Vakxikon 2015

Μαρία Λιάκου: «Οι αφετηρίες»


Υπάρχουν συγγραφείς οι οποίοι αρχίζουν τη συγγραφική τους καριέρα πολύ νωρίς, λίγο πάνω λίγο κάτω απ’ τα είκοσι πέντε τους χρόνια, και άλλοι, οι οποίοι ξεκινούν αργά, ευρισκόμενοι στη μέση ηλικία, μέσα δηλαδή στην ωριμότητά τους. Οι πρώτοι, με την πάροδο κάποιων δεκαετιών, απορρίπτουν ως νεανικά αμαρτήματα τα πρώτα τους έργα –περισσότερο οι ποιητές και λιγότερο οι πεζογράφοι– ενώ οι δεύτεροι γράφουν μεν καλύτερα στη συνέχεια, ακουμπούν όμως με σεβασμό στην αρχή της πεζογραφικής τους προσπάθειας, συμπληρώνοντας παρά αποκτώντας μιαν απόσταση απ’ αυτή την απόπειρα. Η σεμνή, χαμηλόφωνη και ελκυστική δημιουργός Μαρία Λιάκου ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, καθώς στα πενήντα πέντε της χρόνια μετρά μία συλλογή διηγημάτων και έναν τόμο με δύο νουβέλες, στον οποίο θα αναφερθούμε. Δυο νουβέλες για τις οποίες εξαρχής λέμε πως, τόσο θεματικά όσο και τεχνικά, είναι εντελώς πρωτοπόρες, πρωτοφανείς και εκφραστικά πλήρως ισορροπημένες, σε σημείο μάλιστα που η δεύτερη ανάγνωση να σημαίνει όχι απλώς περισσότερο συναισθηματικό κέρδος, αλλά και περισσότερη δεκτική προσαρμογή.
Το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Λιάκου, το οποίο αποτελείται από οκτώ ευσύνοπτα διηγήματα και τιτλοφορείται Μικρές απώλειες, είναι ακριβώς ό,τι επισημαίνει εύστοχα ο τίτλος. Έχουμε δηλαδή την απώλεια μιας αγαπημένης γάτας, ενός βιβλίου, μιας γειτονικής παρουσίας, της εργασίας, των παιδικών χρόνων, τέλος της προσωπικής αθωότητας. Σ’ αυτόν τον τόμο, που σίγουρα αποτελεί αγαπητό σύνολο αισθητικών λειτουργιών, μένουμε θεληματικά στα ουσιώδη, επικροτούμε τα θετικά, συνοδεύουμε τη δημιουργό στη μικρή αυτή διάρκεια έκφρασης, χωρίς σε καμιά περίπτωση να απορρίπτουμε κάτι, που ως νεανική συμπεριφορά προκαλεί, ίσως, μιαν απερίσκεπτη αναγνωστική γνώμη ή παράλληλη ενσωματωμένη συγκομιδή. Σε αυτό το βιβλίο η Λιάκου κάνει πράξη την ατομική της σχέση με τους ανθρώπους, τα ζώα ή τα αντικείμενα, τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία ή την ψυχολογία, εν κατακλείδι την αγάπη της για τον κόσμο, τη σύμπλευσή της με την ηθική, τη συμπόρευσή της με τη σημαντική, αληθινή και νοηματική προοπτική της, με το απρόβλεπτο αποτέλεσμα που εξάγεται, όταν αυτό που αποτελεί το εσωτερικό της σύμπαν τείνει προς την αβεβαιότητα.
Δυο νουβέλες για τις οποίες εξαρχής λέμε πως, τόσο θεματικά όσο και τεχνικά, είναι εντελώς πρωτοπόρες, πρωτοφανείς και εκφραστικά πλήρως ισορροπημένες, σε σημείο μάλιστα που η δεύτερη ανάγνωση να σημαίνει όχι απλώς περισσότερο συναισθηματικό κέρδος, αλλά και περισσότερη δεκτική προσαρμογή.
Ας δούμε τώρα τις Αφετηρίες. Μιλάμε για δύο νουβέλες – η πρώτη μπορεί να εκληφθεί και ως μεγάλο διήγημα. Δεν θέλω να πω πολλά για το στόρι τους, για να μη χαλάσω την μαγεία τους, θα πω μόνον πως μια απογοητευμένη γυναίκα της πόλης καταλήγει για λίγες μέρες στην Πάτμο, όπου έπειτα από διάφορα επεισόδια δίνει μια παράσταση με μία και μόνο θεατή και ένας έφορος αρχαιοτήτων, ο οποίος καλείται σε κάποια ανασκαφή, εν μέσω πολλών γεγονότων, γίνεται η αιτία να τα ξαναβρούν πατέρας και γιος, που βρίσκονται σε μακροχρόνια αντιπαλότητα. Μιλώ μόνο ευσύνοπτα για την υπόθεση, διότι τα δύο αυτά θέματα είναι πρωτόγνωρα για την ελληνική λογοτεχνία, εγώ προσωπικά δεν έχω στην πολύχρονη διάρκειά μου ως αναγνώστης ξανασυναντήσει παρόμοια. Είναι δε τόσο προφανή, που με την καταπληκτική μαστοριά της πεζογράφου Μαρίας Λιάκου παίρνουν χαρακτήρα ποιοτικού έργου τέχνης, γίνονται αιτία έκλυσης μεγάλων συναισθηματικών ροών, παίζουν ρόλο καταλύτη τόσο για την κατασκευή όσο και για την απόλαυση, τέλος προβαίνουν σε μια ενδιαφέρουσα και άκρως ικανοποιητική τομή στον χώρο των Γραμμάτων. Έτσι, με τον δικό της προσωπικό τρόπο, με τα δικά της ιδανικά μέσα, με την ατομική της προσφορά στη λογοτεχνία και με την ιδιάζουσα γλωσσική εκφορά, η Μαρία Λιάκου πετυχαίνει να μας ξεσηκώσει, να μας κάνει να δούμε την καθημερινότητα καθαρά, να προβούμε σε ρεαλιστικές και πραγματολογικές εκτιμήσεις, να συμβάλουμε κατά κάποιον τρόπο στην καλύτερη επικοινωνία του. Και επίσης, χωρίς να λέμε πράγματα που δεν τα πιστεύουμε –κάτι που ίσως κάποιος κακεντρεχής θα μπορούσε να μας κατηγορήσει, σίγουρα χωρίς να έχει διαβάσει τα βιβλία, και επειδή η Μαρία Λιάκου είναι κάτι παραπάνω από καλή φίλη– απογυμνωνόμαστε εντελώς από την όποια σκοπιμότητα, απ’ την όποια δεύτερη σκέψη και μέσω αυτού του κειμένου, με όλα τα αρνητικά και τις ελλείψεις, καλούμε τους αναγνώστες να προμηθευτούν τα βιβλία, με δυο λόγια για την εκλεκτή τους εντιμότητα, για την πλήρη ποιότητα, για το συγγραφικό ήθος, για τη γλωσσική επάρκεια, για τη μεθυστική ισορροπία.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να προσθέσω και κάτι ακόμη: η αφηγηματικότητα που χαρακτηρίζει τις δύο νουβέλες είναι κυριολεκτικώς εκπληκτική. Και οι δύο υποθέσεις βρίσκουν έναν σωστό στόχο. Για παράδειγμα, όλα όσα συμβαίνουν μετά τη ματαίωση της πραγματικής παράστασης, μέχρι τότε που η ηρωίδα αποφασίζει να δώσει τη δική της ή όσα προηγούνται, ώστε η σκέψη του άντρα να φθάσει στο σημείο να αποφασίσει, να ξανασμίξει πατέρα και γιο, είναι υψηλότατου νοηματικού επιπέδου. Σ’ αυτό συμβάλλει αποφασιστικά τόσο η οικονομία των κειμένων όσο και η κατοχή εκ μέρους της συγγραφέως μιας γλωσσικής μεθόδου, που γνωρίζει άριστα πόσο και πώς θα αναπτυχθεί. Σε καμιά περίπτωση, εφόσον οι ιστορίες είναι, όπως είπαμε, πρωτογενείς, δεν μυρίζουμε τη συνέχεια ή και το τέλος, γιατί όχι, το σίγουρο όμως είναι πως από κάποιο μέρος του σώματος και μετά, υποψιαζόμαστε για το πού θα καταλήξει. Ενώ, παίρνοντας υπ’ όψιν μας το γεγονός ότι και οι δύο υποθέσεις διαδραματίζονται μακριά από αστικό τοπίο –η μία σε νησί, η άλλη σε ορεινό όγκο– εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα –το οποίο συνάδει άμεσα με το διήγημα «Άρκαλος» από τις Μικρές απώλειες– πως στη σκέψη της δημιουργού υπερτερεί η ύπαιθρος έναντι της πόλης, όλο της το είναι βρίσκεται εκεί που μπορεί να βλέπει ουρανό, θάλασσα και κήπους γεμάτους με τριαντάφυλλα.
Και κλείνω: το συγκεκριμένο κείμενο κινήθηκε χωρίς υπερβολές, χωρίς ιδιοτέλειες, χωρίς φανφάρες, με γνώμονα την όσο καλύτερη αξιολόγηση ενός έργου, το οποίο βρίσκεται ακόμη υπό διαμόρφωση. Πιστεύω πως μπορεί να σταθεί ως βάση για τη γνωριμία με μια λογοτεχνική προσπάθεια, που επιμένω, αναζητά βηματισμό ψάχνοντας για διεξόδους και επιθυμώντας την επικοινωνία, η οποία είναι ό,τι καλύτερο μπορεί κανείς να ευχηθεί. Και παράλληλα, στέκεται η αφορμή για να αναθεωρήσουμε ό,τι αρνητικό, τόσο ως στόχευση όσο και ως αποτέλεσμα, προβάλλει στα πεζογραφικά μας πράγματα από νέους αλλά και παλιότερους συγγραφείς –αν και οι νέοι έχουν το τεκμήριο της αθωότητας– και να μπορέσουμε να διακρίνουμε το αυθεντικό απ’ το κατεστημένο, το γνήσιο απ’ το νόθο, το ταπεινό από το υπερφίαλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου