Σελίδες

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Ρέα Γαλανάκη, Δυο γυναίκες, δυο θεές, νουνέλλες, Καστανιώτης 2017


«Ο Χαλεπάς είναι ε αφορμή το γλυπτό του Χαλεπά "Αθηνά βοσκοπούλα", η πρώτη νουβέλα εστιάζεται στα είκοσι οκτώ χρόνια που έζησε ο Χαλεπάς στην Τήνο, μετά το φρενοκομείο της Κέρκυρας και μέχρι να επιστρέψει στην Αθήνα, αναγνωρισμένος για δεύτερη φορά. Στο διάστημα αυτό, που ο θάνατος της μάνας μοίρασε στα δυο, ο Χαλεπάς δούλευε και ως βοσκός. Ποια ήταν η θυελλώδης σχέση με τη μάνα, πώς διασταυρώνονταν πρόσωπα και χρόνοι εντός του, γιατί "νεκραναστήθηκε" σ’ αυτό το διάστημα ο "παρίας γλύπτης", είναι κάποια από τα αινίγματα που θίγονται. 


Το ερωτικό πάθος της Αριάδνης για τον ξένο κι εχθρό στη μινωική Κνωσό Θησέα εξιστορείται στη δεύτερη νουβέλα από την ίδια. Η αφήγησή της διαφέρει από τον μύθο που μας παρέδωσε η ελληνική αρχαιότητα. Όχι μόνον επειδή παίρνει τον λόγο μια γυναίκα, αλλά κι επειδή δίπλα στην ερωτευμένη κόρη αναδύεται το κύρος μιας πριγκίπισσας, ιέρειας και θεάς. Ωσάν να έπρεπε να κάνουν τα πράγματα τον μοιραίο, τον τελετουργικό τους κύκλο, ακόμη και σε έναν κόσμο που έφθινε καθώς αναδυόταν ο καινούργιος.

Στο Επίμετρο του βιβλίου η συγγραφέας παραθέτει τη βιωματική της σχέση με τις παραπάνω νουβέλες, που, ως όφειλαν, διαφέρουν αναμεταξύ τους σε πολλά.

ένας άγιος, που τον προσκυνώ»

rea_galanaki.jpg

Ρέα ΓαλανάκηΗ κορυφαία συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη επιστρέφει με δύο νουβέλες
Κάθε βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη είναι γεγονός. Αλλά ειδικά το καινούργιο της, «Δυο γυναίκες, δυο θεές» (εκδόσεις Καστανιώτη) είναι ένα πανηγύρι για τον αναγνώστη, ακόμα και σαν αντικείμενο -ένας μικρός, κομψός, σκληρόδετος τόμος με εξώφυλλο έργο της Ισμήνης Καρυωτάκη.
Συνδέει τη συγγραφέα με τις υψηλότερες στιγμές της καριέρας της (και δεν είναι καθόλου λίγες) και βυθίζει εμάς σε δυο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, αφού αποτελείται από δύο νουβέλες.
Η πρώτη, η «Αθηνά - βοσκοπούλα», αναφέρεται στον Γιαννούλη Χαλεπά και είναι αλήθεια ότι όταν την τελειώνεις... δεν θέλεις άλλο. Είναι τόσο συγκινητική και αποκαλυπτική για τα είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια (1902-1930) που ο κορυφαίος γλύπτης, ελεύθερος πια από το τρελοκομείο, κάνει τον βοσκό στην Τήνο, που αναρωτιέσαι πώς θα την εγκαταλείψεις, πώς θα γυρίσεις σελίδα για να διαβάσεις τη δεύτερη νουβέλα.
Και να που το «Εγώ, η Αριάδνη», μια προσωπική και τολμηρή ανάγνωση από τη Γαλανάκη του μύθου της Μινωίτισσας πριγκίπισσας, σου επιβάλλεται ισότιμα.
Είναι φυσικό πάντως ο Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938), που όλοι νομίζουμε ότι τον ξέρουμε, που όλοι κάπου, κάποτε μάθαμε την τραγική του ιστορία, την άνοδο, την τρέλα και την πτώση του, να μονοπωλεί την κουβέντα μας με τη συγγραφέα.
• Δεν φοβηθήκατε ότι κάποιοι ίσως πουν: τι νόημα έχει να διαβάσω πάλι για τον Χαλεπά;
Πρέπει να δει κανείς τι επέλεξα από αυτόν. Γιατί είναι αλήθεια ότι ήθελα να κάνω ένα βιβλίο για τον Χαλεπά, είχα γράψει και δυο-τρία κεφάλαια, αλλά τα παράτησα. Και καλώς. Και μετά συγκεντρώθηκα σε κάτι από τα πολλά που με είχαν συγκινήσει, προσπάθησα να δω γιατί με είχαν συγκινήσει.
Γιαννούλης ΧαλεπάςΓιαννούλης Χαλεπάς | 
Το σημαντικότερο ήταν ένα όχι πολύ γνωστό πήλινο γλυπτό, εξήντα πόντους μόνο, στο οποίο παρουσιάζει τη θεά Αθηνά σαν μια βοσκοπούλα. Ανήκει στις τολμηρές συνθέσεις του και έχει γίνει στην Τήνο, το 1929, προς το τέλος της δυστυχίας του -είχε αρχίσει να ξαναγίνεται γνωστός, τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στην Αθήνα.
• Γιατί σας συγκλόνισε ειδικά αυτό το γλυπτό;
Σ’ αυτή την ιδιόρρυθμη σύνθεση βρήκα αναφορές στη δική του ζωή. Υπήρξε και ο ίδιος βοσκός επί πολλά χρόνια, έτσι έβγαζε κάποια λεφτά όταν βγήκε από το φρενοκομείο της Κέρκυρας και τον πήρε στην Τήνο η μάνα του.
Δούλεψα στην ουσία πάνω στη σχέση του δημιουργού με το έργο του. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι έχει σκιτσάρει και τον εαυτό του να παίζει με τρία μεγάλα πρόβατα, που αγαπούσε. Κι έχει πει κι αυτό το περίφημο, που το έχω βάλει και μότο στο βιβλίο, και νομίζω ότι σπάει κόκαλα: «Είναι ηλίθιοι οι άνθρωποι που θέλουν τη θεά της Σοφίας με περικεφαλαία και δόρυ. Πιο πολύ ταιριάζει σε μια βοσκοπούλα».
• Είναι μια φράση που δείχνει τη μεγαλοφυΐα του...
...και το πόσο βαθιά την κουβαλούσε μέσα του, ταπεινός και μαζεμένος, ενώ τον είχαν για να μαζεύει γόπες και να βόσκει πρόβατα. Αυτό το μεγαλείο του καλλιτέχνη μπόρεσε να αναδυθεί και πάλι μετά τον θάνατο της μάνας του, που τον ελευθέρωσε από πολλά.
Και είναι ενδιαφέρον και τραγικό συνάμα, που βλέπουμε τον Χαλεπά τα χρόνια της Τήνου να δουλεύει μόνο με πηλό και όχι με μάρμαρο. Πού; Στο χωριό των μαρμαράδων. Ποιος; Ο καλύτερος γλύπτης μαρμάρινων αγαλμάτων στην Ελλάδα στα νιάτα του. Επιστρέφει στην αρχή της γλυπτικής, στο νερό και στο χώμα, στην ουσία της τέχνης του.
Αθηνά - βοσκοπούλα, πριν το 1924  Αθηνά - βοσκοπούλα, πριν το 1924 Από τον κατάλογο της έκθεσης στην Εθνική Γλυπτοθήκη το 2007 | 
Να κι άλλο ένα θέμα μου: το να δουλεύεις μόνο για τον εαυτό σου, χωρίς να θες να πουλήσεις. Γιατί τα πήλινα δεν τα πουλούσε, ποιος θα τα ‘παιρνε σε ένα χωριό που στα σπίτια και στα νεκροταφεία όλοι βάζουν μαρμάρινα στολίδια; Μου αρέσει πολύ αυτή η σχέση του με το καταφρονεμένο, το θνητό.
• Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον και το πρόσωπο που χρησιμοποιείτε. Του απευθύνεστε στο δεύτερο πληθυντικό.
Δεν μου βγήκε κανένα άλλο. Μόνο αυτός ο πληθυντικός μεγάλου σεβασμού, που εκφράζει κυρίως ένα «προσκυνώ»... Αν υπήρχε ακόμα πιο ευγενικός τρόπος, θα τον χρησιμοποιούσα.
• Τι νιώθετε γι’ αυτόν;
Σαν να είναι ένας άγιος, σαν να έχω μια εικόνα που θα ‘πρεπε να την προσκυνήσω, εγώ που δεν πιστεύω. Οχι μόνο για το πάθος του, που τρελάθηκε κι όλα αυτά, αλλά για το πώς βγήκε από αυτό.
• Σκεφτόσασταν ότι είναι κάπου εκεί και σας ελέγχει;
Σε πολλά σημεία γράφω, «τολμώ να πω, αν μου επιτρέπετε να πω»... Θεωρώ, δηλαδή, ότι αυτός ξέρει, εγώ δεν ξέρω, ψάχνω και ζητάω τη έγκρισή του για την άποψη που θα εκφέρω. Αλλά δεν ένιωθα ότι με έλεγχε. Εχουν γραφτεί και τόσο πολλά γι’ αυτόν, που έχουν ξεφύγει του ελέγχου. Ηταν κι ένας από τους λόγους που κόντεψα να μη γράψω τη νουβέλα.
• Ισως τα πιο σημαντικά βιβλία σας βασίζονται σε πραγματικά, ιστορικά πρόσωπα. Τι σας τραβάει σε ένα τέτοιο πρόσωπο και θέλετε οπωσδήποτε να το περάσετε στον δικό σας κόσμο, της λογοτεχνίας;
Δεν συμφωνώ ότι είναι τα πιο σημαντικά. Με ενοχλεί να με ταυτίζουν με ένα είδος, κι ας έχει πει ο Μαρωνίτης ότι ανανέωσα το ιστορικό μυθιστόρημα με τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά. Καταρχήν αν δεν με συγκινήσει ένα πρόσωπο ιστορικό, αν δεν μου βγάλει κάτι δικό μου, δεν πα να ‘ναι άνδρας, γυναίκα, πασάς ή ζωγράφος, δεν μπορώ να γράψω.
Στην ουσία με τον εαυτό μου ασχολούμαι, κι όταν λέω «εαυτό μου» εννοώ την εποχή μου και τους ανθρώπους που είναι σαν κι εμάς. Δεν κάνω επιστήμη, λογοτεχνία κάνω, που είναι ένας συνδυασμός με περίεργες ισορροπίες συναισθήματος και λογικής. Εμένα μου αρέσει η λογοτεχνία που θα με προβληματίσει -θα με κάνει να σκεφτώ- αλλά θα με συγκινήσει κιόλας. Δεν μου αρέσει η ψυχρή.
• Είστε τελείως ελεύθερη όταν γράφετε πάνω σε ένα ιστορικό πρόσωπο; Ή αναγκάζεστε να συγκρατηθείτε;
Οταν το πρόσωπο έχει μια συγκεκριμένη βιβλιογραφία πίσω του, δεσμεύεσαι. Σέβομαι πάρα πολύ τα ντοκουμέντα και τις πληροφορίες.
• Συγχρόνως όμως κάνετε πάντα μια υπέρβαση. Πώς θα την ορίζατε;
Φυσικά κάνω υπέρβαση, αλλιώς θα έγραφα ένα επιστημονικό άρθρο. Εχω τη δικιά μου οπτική. Σημασία έχει τι θα αντλήσεις, τι θα δείξεις και τι θα προκαλέσεις με το βιβλίο σου. Μέσα από ποια προβλήματα, που απασχολούν εσένα και την εποχή σου, θα διαλέξεις το θέμα σου.
Γιατί και την ιστορία επιλεκτικά τη διαβάζουμε, όχι σαν λεξικό λημμάτων. Αλλα παράλληλα μου αρέσει -και το θεωρώ σημαντικό- όταν κάνω ανθρώπους, που είναι φανταστικοί, όπως έγινε στο περασμένο μου μυθιστόρημα, «Η άκρα ταπείνωση», να προβάλλω επάνω τους Ιστορία και μύθους.
• Μια αντίστροφη κίνηση.
Ακριβώς. Γιατί όταν προβάλλεις σε σημερινούς, φανταστικούς ανθρώπους, μύθους και Ιστορία, τους αποδίδεις ένα παρελθόν. Είναι αυτό το μεγάλο παιχνίδι που έχει το παρόν με το παρελθόν. Δεν γλιτώνουμε από αυτό με τίποτα, σε κανένα επίπεδο, είτε το λέμε πολιτική είτε ανθρώπινη ζωή και επιστήμη.
• Πιστεύετε ότι στη μυθοπλασία υπάρχει πιο έντονο το προσωπικό σας στίγμα από τα «ιστορικά» μυθιστορήματα;
Δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω. Σε κάθε βιβλίο μου αφοσιώνομαι. Θέλω να εξαφανιστώ και να γίνω το πρόσωπο που περιγράφω. Το λέω σαν σχήμα λόγου, γιατί δεν εξαφανίζομαι, περνάω τα δικά μου πράγματα, που θέλω να μελετήσω και να σκεφτώ, τα δικά μας πράγματα.
• Γιατί σας ενοχλεί να πείτε «δικά μου»;
Γιατί δεν ζω σε έναν γυάλινο κώδωνα. Βεβαίως είμαι εγώ, με τον χαρακτήρα μου, με την προσωπικότητά μου, αλλά αναφέρομαι και στα προβλήματα που απασχολούν την εποχή μου, δηλαδή κι εμένα. Η λογοτεχνία είναι ένας άρτος που μοιράζεται, πρέπει να αφορά και να συγκινήσει ένα σύνολο ευρύτερο από σένα.
• Σας πολιορκούν κι άλλα πρόσωπα, ζητώντας να γράψετε γι’ αυτά;
Τελειώνοντας ένα βιβλίο είμαι γυμνή. Θα περάσει κάποιος καιρός για να συγκεντρωθώ σε ένα θέμα.
• Υπάρχει άγχος;
Κάθε φορά αισθάνομαι ότι αυτό μπορεί να είναι το τελευταίο μου βιβλίο. Κάθε τοκετός σού αφήνει κι ένα αίσθημα κενού. Και δεν ξέρω κατά πόσο η διαδικασία προώθησης του βιβλίου, οι συνεντεύξεις κ.λπ., δεν σου εντείνουν αυτό το συναίσθημα, αφού σε κρατάνε δέσμιο του φαντάσματος.
Ετσι, αυτή τη στιγμή δεν έχω τίποτα στο μυαλό μου, και δυστυχώς δεν είμαι από τους ανθρώπους που κρατάνε σημειώσεις. Γράφω και τρομαχτικά δύσκολα. Μπορεί να περάσει ένας χρόνος και ενάμιση και να μην έχω γράψει τίποτα...
• Πώς ζει ένας συγγραφέας στα ενδιάμεσα δύο βιβλίων;
Εγώ κάνω νοικοκυριό, πρακτικές δουλειές, μαγειρεύω. Και διαβάζω. Είναι το πρώτο και σπουδαιότερο στη δουλειά του συγγραφέα.
• Λογοτεχνία, κυρίως;
Θα είσαι κακός συγγραφέας αν διαβάζεις μόνο λογοτεχνία. Δεν θα μπορούσα όχι να γράψω, αλλά ούτε καν να διαβάσω ορισμένα καλά βιβλία αν δεν είχα μελετήσει ψυχαναλυτικά κείμενα, αν η ανθρωπολογία δεν μου είχε ανοίξει ορίζοντες και, βεβαίως, αν δεν είχα διαβάσει μαρξιστικά θεωρητικά κείμενα. Αλλά τώρα πια διαβάζω περισσότερο λογοτεχνία.
Αν περάσει μια μέρα που να μην έχω διαβάσει, είναι σαν να μην έχω πιει νερό. Και επίσης με ενδιαφέρει ο λόγος περί τη λογοτεχνία, κριτικά και θεωρητικά κείμενα. Γιατί βλέπει κανείς πόσο πολυπρισματικό πράγμα είναι όχι μόνο η λογοτεχνία, αλλά και ο τρόπος που προσλαμβάνεται.
• Εσείς που ανατραφήκατε μέσα στον μαρξισμό, θα βλέπετε πόσο πολύ έχει αλλάξει η θεωρία της λογοτεχνίας...
Πολύ. Αλλά εγώ ευτυχώς, σε σχέση τουλάχιστον με την τέχνη, μπήκα πολύ νωρίς στα ευρωπαϊκά κείμενα. Κι ενώ είμαι από το 1963-65 στην Αριστερά, δεν έχω γράψει ποτέ σοσιαλιστικό ρεαλισμό.
Ημουνα αστή, βαθύτατα αστή, και είχα δυο-τρεις καλούς καθηγητές με πολύ ανοιχτό πνεύμα και με ισχυρές απόψεις για την ελευθερία και τη δημοκρατία στα γράμματα.
Αλλωστε κι εμείς εδώ δεν ήμασταν ποτέ μια κλειστή, αριστερή κοινωνία. Η Αριστερά μας ήταν μαχόμενη, ακόμα και στο πνεύμα. Τον σταλινισμό και τις παρωπίδες του άνθρωποι της Αριστεράς τον πολέμησαν με κίνδυνο και κόπο, ψυχικό και πνευματικό.

«Η Αριστερά μου είναι Ευρωπαία και κοινοβουλευτική»

• Οι αγανακτισμένοι, οι διαδηλώσεις εναντίον των μνημονίων, αυτό το κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας μας, που κι εσείς χρησιμοποιήσατε σαν πλαίσιο στο προηγούμενο μυθιστόρημά σας «Η άκρα ταπείνωση», με έμφαση στη νύχτα που κάηκε η Μαρφίν, μήπως πάει πια, απομυθοποιήθηκε, έτσι όπως εξελίχθηκε η κατάσταση με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως να το ξεχάσουμε;
Μα δεν ξεχνάς ό,τι θέλεις να ξεχάσεις, η μνήμη έχει τα δικά της μονοπάτια. Αλλωστε η κρίση δεν πέρασε, ίσως μόνο η άγρια πρώτη φάση της, τότε που κάθε ένα μέτρο βλέπαμε στο κέντρο κι έναν άστεγο και οι άνθρωποι έψαχναν στα σκουπίδια, εικόνες που δεν συναντάμε πια τόσο συχνά.
Αλλά η κρίση πέρασε στη μεσαία τάξη, αυτή δεν θα συνέλθει ποτέ. Οι δύο ηρωίδες του μυθιστορήματός μου πιστεύω ότι θα αντέξουν στον χρόνο ακριβώς γιατί είναι εκπρόσωποι της έντιμης και μορφωμένης μεσαίας τάξης, που την πάτησε τελείως.
Πήραν βέβαια κι ένα βαθύ συμβολικό χαρακτήρα, μέσα από τα ονόματά τους, μέσα από την ελαφρά παράκρουση καθεμιάς τους, μπόρεσαν να δουν άλλα πράγματα, τα οποία αίρουν τον σκληρό ρεαλισμό από την πραγματικότητα.
Γιατί στη λογοτεχνία δουλεύεις με ένα συγκεκριμένο σκηνικό τόπου-χρόνου-ανθρώπινου δράματος και γλώσσας, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να το ξεπεράσεις. Εκεί είναι το στοίχημα. Αν και τα έζησα δραματικά όλα αυτά, ειδικά τη Μαρφίν που την πέρασα στο βιβλίο ως έγκλημα. Αναρωτήθηκα τι σημαίνει «επανάσταση», «εξέγερση» σε κάθε εποχή.
• Πιστεύετε ακόμα στην εξέγερση;
Οχι. Πιστεύω στην εξέγερση των ανθρώπων για κάτι το καλό. Οταν η γενιά μου έκανε την εξέγερση στο Πολυτεχνείο με κίνδυνο πολύ μεγαλύτερο από τώρα -σκοτώθηκαν τριάντα άνθρωποι- δεν κάηκε η μισή Αθήνα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην επανάσταση ζωής και στην επανάσταση θανάτου.
• Πιστεύετε και στην Αριστερά;
Ναι, πιστεύω στην Αριστερά και θέλω να πεθάνω αριστερή.
• Και πώς την εννοείτε την Αριστερά; Ας πούμε εγώ, που θεωρώ τον εαυτό μου αριστερό, πολύ θα ήθελα να τα βρει ο Σουλτς με τη Μέρκελ και να κάνουν κυβέρνηση.
Μα κι εγώ το είπα αυτό, σκέφτηκα ότι αν ταραχτεί η οικονομία της Γερμανίας, μας πήρε ο διάολος. Η Αριστερά δεν είναι κάτι αφηρημένο, είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων καταστάσεων, τοπικών και διεθνών.
Βγαίνει από την κοινωνία της, όχι από την κοινωνία του 19ου αιώνα ή των αρχών του 20ού. Τελειώσανε αυτά. Το θέμα είναι πώς θα φανούν και θα ευνοήσουν τον σημερινό μας κόσμο οι αρχές της Αριστεράς.
• Μόνο η Αριστερά μπορεί να ευνοήσει τον κόσμο; Είδαμε τους Γάλλους να προτιμούν τον Μακρόν. Δεν θα βοηθήσει, λέτε, αυτός τη χώρα του;
Σαφώς και μπορεί κι αυτός με έναν τρόπο να βοηθήσει. Δεν είναι ανάγκη να ταυτίζουμε τα πάντα με τις σφραγίδες. Υπάρχουν πολλές αριστερές. Εγώ, για λόγους ιστορικούς και από σεβασμό στην προσωπική μου ιστορία, ανήκω κάπου -όχι πάντως κομματικά.
Με την Αριστερά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Να δεχόμαστε ότι έχει ιστορία μεγαλείου, αλλά και εγκλημάτων. Και δεν δέχομαι για την Αριστερά άλλο πλαίσιο από την Ευρώπη και μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου. Εκεί θα δώσει τις μάχες της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου