Σελίδες

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Μ. Γ. Μερακλής, «Οι τελευταίες πεντάρες» , http://diastixo.gr/epikaira/psigmata/8914-meraklis-21012018

«Οι τελευταίες πεντάρες» του Μ. Γ. Μερακλή


Ο καθηγητής λαογραφίας Βαγγέλης Αυδίκος συνδυάζει με επιτυχία την άσκηση της επιστήμης του με την παράλληλη επίδοσή του στη λογοτεχνική γραφή.
Το πρόσφατο μυθιστόρημά του Οι τελευταίες πεντάρες αναφέρεται στην περίοδο 1944-2014, όπως την έζησε ο ίδιος στη γενέτειρά του Πρέβεζα. Εξάλλου το πρώτο αποφασιστικό βήμα του στον χώρο της λαογραφίας είχε κάνει επίσης στην Πρέβεζα, με μια πρωτοποριακή διδακτορική διατριβή του με θέμα Πρέβεζα (1945-1990). Όψεις της μεταβολής μιας επαρχιακής πόλης. Λαογραφική εξέταση.
Μέσα στην ίδια χρονική περίοδο τοποθετείται και το νέο μυθιστόρημά του, με βάση τα πολιτικά αλλά και καθημερινά συμβάντα στην ίδια πόλη. Η τελευταία φράση του κειμένου της οπισθοσελίδας τα λέει συλλήβδην όλα, μιλώντας για «τις ανθρώπινες σχέσεις που δοκιμάζονται σε καιρούς εμφύλιας σύγκρουσης, τυφλής βίας».
Τα τραγικά χρόνια της πρώτης δεκαετίας (στο βιβλίο περιλαμβάνονται και τα πριν από την αποχώρηση των Ιταλών και Γερμανών γεγονότα) προκάλεσαν, κυρίως μετά το 1974, μιαν εκρηκτική έκδοση απομνημονευμάτων των αγωνιστών, σχεδόν αποκλειστικά του αριστερού κινήματος, δηλαδή των νικημένων.
Το φαινόμενο αυτό με είχε πολύ εντυπωσιάσει ως απαρχή εκ νέου της δημιουργίας ενός λαϊκού λογοτεχνικού είδους (κάτι ανάλογο είχε συμβεί και με τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821). Όταν προήδρευσα (μάλλον τυχαία) κάποια χρόνια στην Επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού για την απονομή των λογοτεχνικών βραβείων, καθιερώθηκε, και υπάρχει έκτοτε, και βραβείο χρονικού.
Είχα επισημάνει (στο περιοδικό Η Λέξη και αλλού) τη σημασία του μεγάλου αριθμού απομνημονευμάτων αυτού του είδους και για τον λόγο ότι, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν δυνάμει και μια συμβολή στην πληρέστερη, με περισσότερες εκδοχές και προσωπικές εμπειρίες απόδοση, γραφή της Ιστορίας.
Εκδήλωνα πάντως και κάτι άλλο. Μια προσδοκία. Μολονότι οι απλοί αυτοί, και όχι σπάνια σχεδόν αγράμματοι καταγραφείς όσων έπραξαν και υπέστησαν, μόνο γι’ αυτά ήθελαν να μιλήσουν, εντούτοις, δεν είταν αδύνατο να φανερωθούν και κάποια αφηγηματικά ταλέντα (ο Μακρυγιάννης είναι ένα καλό τέτοιο παράδειγμα). Πέρα όμως από αυτό προσδοκούσα και κάτι ακόμα, αισιοδοξότερα. Ότι δοκιμασμένοι και δόκιμοι λογοτέχνες θα παρουσιάζονταν που θα ανέβαζαν τις τόσο έντονες έως συγκλονιστικές εμπειρίες και σε ένα επίπεδο, όπου η χρονικογραφική μαρτυρία θα συγκεραζόταν με την καθαυτό λογοτεχνική δημιουργία.
Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί το μυθιστόρημα του Αυδίκου (έχω δει και άλλα, μολονότι ολιγάριθμα, παραδείγματα, όπως είναι η τελευταία πεζογραφία του Σωκράτη Καψάσκη). Το κεντρικό ζήτημα, που τίθεται στις Τελευταίες πεντάρες, είναι ότι όσοι αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν, θυσιάστηκαν ξεχνιούνται από τις νεότερες γενιές ή και από τους συνομήλικους εκείνων όσοι επιβίωσαν. Ένας από αυτούς τους τελευταίους είναι ο μόνος που θυμάται ακόμα, «από την παρέα». Και επιμένει «να κρατήσει το καντηλάκι αναμμένο». Υπάρχει ωστόσο και η εκδοχή: «Ας αφήσουμε την πληγή να κλείσει. Όσο την πειράζουμε, τόσο ματώνει». Και κάποτε ενδεχομένως γενικεύεται το πρόβλημα της λήθης: «Μπορεί να φτιαχτεί μια δίκαιη κοινωνία πάνω στη λησμονιά;». Ίσως εδώ τίθεται το ζήτημα της πλήρους αγνόησης του παρελθόντος ενός λαού, της παράδοσής του (υπάρχουν νεωτερίζοντες διανοούμενοι, διαπρύσιοι κήρυκες της απάρνησής της).
Η ιστορία αρχίζει με τον ερχομό στην πόλη ενός Άγγλου αρχαιολόγου, ο οποίος θέλει να μάθει περισσότερα για τον νεκρό πλέον συνονόματό του παππού, που διασώθηκε μετά την πτώση αγγλικού αεροπλάνου από ιταλικά αντιαεροπορικά το 1944. Κατέφυγε στην Πρέβεζα, όπου και έζησε για ένα διάστημα.
Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος της επίσκεψης αυτής στην πόλη. Η Ελληνίδα γυναίκα του Άγγλου ήθελε να πάνε στην Πρέβεζα από χρέος προς έναν αδελφό της γιαγιάς της, τον οποίον εκτέλεσαν οι άνδρες του ΕΔΕΣ με πολλούς άλλους αριστερούς, που τους πέταξαν όλους μαζί άταφους σ’ έναν μεγάλο λάκκο σαν «παστωμένες σαρδέλες». Έκτοτε το σημείο εκείνο υπάρχει σαν ένα στοιχειό στην πόλη για ορισμένους. Έχουν καθιερωθεί και κάποια επετειακά μνημόσυνα, για τους τύπους.
Η πλοκή της υπόθεσης είναι αριστοτεχνικά πλασμένη από υλικό της ίδιας της πραγματικότητας, πλεγμένο και με πρόσωπα οιονεί facsimilia (ομοιότυπα) πραγματικών προσώπων.
Ο εγγονός πληροφορείται ολοένα περισσότερο πως ο παππούς δεν είταν μόνο ο καθ’ όλα αξιοπρεπής Άγγλος όπως τον είχε γνωρίσει, αλλά και άνθρωπος που απολάμβανε τη ζωή, γλεντοκόπος, ερωτευμένος και με ωραίες νεαρές γυναίκες. Η επιθυμία του να γνωρίσει όσο πιο πολλά για τον παππού του φέρνει σε πολλές επαφές με ανθρώπους των ταραγμένων χρόνων (1940-1950), που τον είχαν γνωρίσει. Αναπόφευκτα τα προσωπικά και τα γενικά μπλέκονται. Η πληροφόρηση που αποκτά ο ξένος πιο πολύ τον μυεί, τον εισάγει στη φρίκη των χρόνων εκείνων. Ακόμα και ο μακαρίτης παππούς εμπλέκεται ερωτευμένος με μιαν ωραία γυναίκα εξόριστου σε κάποιο νησί αριστερού. Καρπός του έρωτα εκείνου είταν ένα κορίτσι. Σημειώνω ότι η διαλεύκανση αυτού του μυστικού αναδεικνύει την αφηγηματική δεξιότητα του Αυδίκου, που με αλλεπάλληλες μετατοπίσεις του ζητουμένου κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Έντεχνα πάντως ο χρόνος του μυθιστορήματος διχοτομείται: στον χρόνο του παππού και στον χρόνο του εγγονού. Και οι δυο αυτοί χρόνοι διατάσσονται έτσι, ώστε ο δεύτερος να ακολουθεί κανονικά, χωρίς κυβιστικές και άλλες αναδιατάξεις, μετά τον πρώτο: 1944-1965 (ο χρόνος 1967-1974 μπορεί να θεωρηθεί ως ένας χρόνος νεκρός) και 1974-2014. Το πρώτο μέρος είναι αυτό όπου οι άνθρωποι έδρασαν και έπαθαν, το δεύτερο μέρος είναι αυτό όπου οι επιζώντας από εκείνους, όχι όλοι (κάθε άλλο!), θυμούνται ό,τι έγινε και σχεδόν όλοι οι παρόντες δεν θυμούνται τίποτα, δεν γνωρίζουν τίποτα.
Διαπλέκονται πολλά πρόσωπα, αρκετά συζυγικά ζευγάρια, όχι ευθύς αμέσως διευκρινίσιμα. Ίσως αυτός είναι και ένας τεχνικός τρόπος που υποβάλλει και έναν συμβολισμό, ένα, δίπλα στον οξύτατο διχασμό του πληθυσμού, ανακάτωμα, με ιδεολογικές μεταμφιέσεις, μήπως κάποιοι γλίτωναν τον θάνατο. Είναι πέρα ως πέρα αληθινή η παρατήρηση κάποιου από τα πρόσωπα που έζησαν τότε ότι ο σημερινός πολίτης «δεν μπορεί να φανταστεί πόσο πόνεσαν οι άνθρωποι και πόσο μπερδεμένοι είταν με τα πράγματα». «Μέσα σε κρότους, μέσα σε φόβους πέρασεν η ζωή τους» θα έλεγε ο Μίλτος Σαχτούρης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου