Σελίδες

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Βιβλία για το Καλοκαίρι | του Κώστα Τραχανά, Eφ. Δημοκρατική Φωνή, Πρέβεζα, 22 Ιουλίου 2023

 




Βιβλία. Οι φίλοι που μπορούν να μας ταξιδέψουν. Οι φίλοι που μας κρατούν συντροφιά. Οι φίλοι που μπορούν να μας μάθουν καινούργια πράγματα. «Ξεφυλλίζοντας» τη βιβλιοπαραγωγή των τελευταίων μηνών σας προτείνουμε τίτλους που μπορούν να αποτελέσουν τους ιδανικούς συντρόφους των πιο πολύτιμων στιγμών μας.

⬛ Ποιμένων Λόγος, Ν.Καρατζένης, Έκδοση Δήμου Βορείων Τζουμέρκων

⬛ Αρτινών Απόκριες, Ι.Κουτσούμπας, Έκδοση Μ/Φ Συλλόγου «Ο Σκουφάς»

⬛ Τόποι ντυμένοι με χρόνο, Ν.Μπιλανάκης, Εκδόσεις Οσελότος

⬛ Δρολάπι, Ε.Αυδίκος, Εκδόσεις Εστία

⬛ Χρυσός Κήπος -Άλτιν μπαχτσεσί, Λ.Φυτιλή, Εκδόσεις Εστία

⬛ Οι φίλες μου στο χωριό, Π.Δουκέλλης, Εκδόσεις Εστία

⬛ Δεν ήταν μέθη, Μ.Πετσάλη, Εκδόσεις Εστία

⬛ Μακριά κι αγαπημένοι-80 χρόνια αμερικανικής διπλωματίας στην Ελλάδα,1940-2020-Με τα λόγια των ίδιων των Αμερικανών διπλωματών, Επιμέλεια Ρ.Λ.Τζάκσον, Εκδόσεις Εστία

⬛ προσευχές έκτακτης ανάγκης, Τ.Σπετσιώτης, Εκδόσεις Εστία

⬛ Στη Θεσσαλονίκη -Υπό το βλέμμα των θεών, Ζ.Ζ.Φραππά, Εκδόσεις Εστία

⬛ Μίσια, Μ.Ανδρέοβιτς, Εκδόσεις Γκοβόστης

⬛ Ο κούκος και το αηδόνι, Ε.Γιουβανόπουλος, Εκδόσεις Γκοβόστης

⬛ 24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας, Σ.Τσβάϊχ, Εκδόσεις Γκοβόστης

⬛ Η καμπύλη της καμπάνας, Ν.Γκίζη, Εκδόσεις Γκοβόστης

⬛ Η δύναμη της γυναίκας, Γ.Γκέϊγερσταμ, Εκδόσεις Γκοβόστης

⬛ ξενοδοχεία, Μ.Πασχαλίδης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

⬛ Ένα κομμάτι χαρτί, Δ. Φραγκούλης, Eκδόσεις Αλεξάνδρεια

⬛ Η Οδύσσεια όπως την αφηγούνται η Πηνελόπη, η Κίρκη, η Καλυψώ και άλλες ηρωΐδες του Ομηρικού έπους, Μ.Ολίβα, Εκδόσεις Κέδρος

⬛ Η νοσταλγία κι εγώ, Μ.Βαμβουνάκη, Εκδόσεις Αρμός

⬛ Επιστολή σε μια νεκρή ποιήτρια, Ε.Λαδιά, Εκδόσεις Αρμός

⬛ Άνω βυθός, Κ.Μαργαρίτης, Εκδόσεις Αρμός

⬛ Ηρώδης ο Αττικός, Ε.Λαδιά, Νουβέλα, Εκδόσεις Εστία

⬛ Ήλιος με ξιφολόγχες, Γ.Σκαμπαρδώνης, Εκδόσεις Πατάκη

⬛ Βαρδάρης Ποιητική συλλογή δομημένου ρεαλισμού, Εκδόσεις Γράφημα

⬛ Γκεστάπο-Ο μηχανισμός τρόμου των Ναζί, Λ.Σολ,Εκδόσεις Κέδρος

⬛ Ο Μάγος του Κρεμλίνου, Τ. ντα Έμπολι, Εκδόσεις Κέδρος

⬛ Ο Θυριδοποιός, Φ.Κυριακού, Εκδόσεις Κέδρος

⬛ Η ερωμένη του πατέρα, Σ.Βόϊκου, Εκδόσεις Ψυχογιός

⬛ Πορφυρός Κώδικας, Μ.Σακελλαρόπουλος, Εκδόσεις Ψυχογιός

⬛ Το μπλε ζαφείρι, Ρ. Ρώσση Ζαΐρη, Εκδόσεις Ψυχογιός

⬛ Το μωρό της σοφίτας, Λ.Μαντά, Εκδόσεις Ψυχογιός

⬛ Ο αγαπών σε, Μίτιας -Γράμματα και ημερολόγια 1928-1933, Μ. Καραγάτσης, Εκδόσεις Εστία

⬛ Ο κύριος Μ, Μ.Λεονάρδου, Εκδόσεις Αρμός

⬛ Νήσος θέρος, Θ.Παπαθεοδώρου, Εκδόσεις Ψυχογιός

⬛ Με λένε Εύα, Δ.Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ποίηση, Εκδόσεις Μανδραγόρας

Τρίτη 11 Ιουλίου 2023

Φίλιππος Φιλίππου: Ευάγγελος Αυδίκος, Δρολάπι. Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 2023, σελ. 296, https://www.periou.gr/filippos-filippou-evangelos-avdikos-drolapi-ekdoseis-vivliopoleiou-tis-estias-2023-sel-296/

 


·                                 Post author:Φίλιππος Φιλίππου

·                                 Post published:8 Ιουλίου 2023

·                                 Post category:Βιβλιοπαρουσιάσεις / ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Ανεμοβρόχια και ψευδαισθήσεις

 

Τι είναι το δρολάπι; Δύσκολη απάντηση από τους σύγχρονους Έλληνες και δη τους κατοίκους της Αθήνας, το ερμηνεύουν τα λεξικά ως καταιγίδα, ανεμοβρόχι, λαίλαπα, αλλά ο Ευάγγελος Αυδίκος (Πρέβεζα, 1951), ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, το χρησιμοποιεί ως τίτλο στο καινούργιο του μυθιστόρημα. Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι  η βρόχινη λαίλαπα, η αλύπητη βροχή με αέρα. Αρκούντως αινιγματικό ως προς τους στόχους, τις επιδιώξεις και τα νοήματα, το Δρολάπι (εκδ. Εστίας), ως μυθιστόρημα,  όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, οργανώνεται με άξονα το ανεμόβροχο, που εμφανίζεται στην αφήγηση τόσο με την κυριολεκτική όσο και με τη μεταφορική του σημασία. Ποιο είναι το θέμα του; «Τρία ζευγάρια που αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους, χωρίς τη σκόνη της συμβατικότητας», όταν το ανεμόβροχο και η γέφυρα του ποταμού Άραχθου, στην Ήπειρο, πέφτουν, παρασύρουν και τις δικές τους ψευδαισθήσεις.

Κατ’ αρχήν, ο αναγνώστης γνωρίζει την κυρία Αρσινόη και τον Μάχο, οι οποίοι ζουν στην Πρέβεζα, –απέναντι τους έχουν τη Λευκάδα– και αντικρίζουν τη θάλασσα του Ιονίου. Η Αρσινόη συζεί με ένα κοράκι, τον Αίσωπο, κάτι που αποτελεί εξαίσιο ποιητικό εύρημα, αφού παραπέμπει στο γνωστό ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Βλέπουμε τους δυο τους να κάνουν βόλτα, να συζητούν με άλλους, να ανταλλάσσουν απόψεις μεταξύ τους δεν είναι όλων η υγεία καλή, μερικοί υποφέρουν. Οι ήρωες κι οι ηρωίδες θυμούνται, αγαπούν, ταξιδεύουν, γίνονται θύματα δυστυχήματος, ενώ παράλληλα ο ανώνυμος αφηγητής αναφέρει ένα σωρό συμβάντα, τοποθεσίες, ονόματα ποιητών και συγγραφέων (του Βιτσέντζου Κορνάρου, του Σολωμού, του Κρυστάλλη, του Καβάφη, αλλά και του Τζέιμς Τζόις, του Οκτάβιο Πας), αλλά και την οικονομική κρίση που επέφεραν στην Ελλάδα τα μνημόνια, την ανάπτυξη της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, τον εμπρησμό της τράπεζας στην οδό Σταδίου, μα και ύπαρξη του ιού, δηλαδή την πρόσφατη επέλαση της πανδημίας.

Χώροι δράσης είναι ακόμα η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, η Κομοτηνή, μερικές τοποθεσίες, όπως αυτή του ποταμού Άραχθου και το γεφύρι της Πλάκας, που πριν μερικά χρόνια κατέρρευσε, τα Τζουμέρκα, ο Έβρος. Μεταφερόμαστε όμως και στο Οχάιο των ΗΠΑ και στον Αμαζόνιο.

Από το μυθιστόρημα δεν λείπουν οι ερωτικές σκηνές, τα ερωτικά υπονοούμενα, η ερωτική έξαψη, οι παντός είδους επιθυμίες, μάλιστα κάποια στιγμή εμφανίζονται γυμνοί σ’ ένα κρεβάτι δύο εραστές, ο Άρης και η Αφροδίτη που τους κάνει τσακωτούς ο Ήφαιστος – ο συγγραφέας παίζει συνεχώς ένα αφηγηματικό παιχνίδι με τα ονόματα και τις σημασίες τους.

Το μυθιστόρημα αποτελεί λογοτεχνία για την καθημερινότητα των ηρώων και τα συναισθηματικά τους προβλήματα, αλλά και λογοτεχνία με κοινωνικές αιχμές (ανεργία, κρίση, περικοπή μισθών). Οφείλουμε να σημειώσουμε πως το Δρολάπι είναι αρκούντως αινιγματικό, η αφήγηση για τα δρώμενα στα οποία εμπλέκονται οι ήρωες και οι ηρωίδες του δεν είναι απλή, απαιτεί από τον αναγνώστη αυξημένη προσοχή ώστε να κατανοήσει τις προθέσεις και τα κίνητρα του συγγραφέα, ο οποίος ενώ περιγράφει με λιτότητα γεγονότα της καθημερινότητας αφήνει με μαεστρία πολλά ερωτηματικά σχετικά με τις ανθρώπινες σχέσεις. Δύσκολα γίνεται αντιληπτό ποιος μιλάει κάθε φορά, κι αυτό επειδή ο Ευάγγελος Αυδίκος επιδιώκει να γράψει μια ιστορία που περιέχει πολλές μικρές ιστορίες, απαιτώντας (ή απλώς θέλοντας) από τον αναγνώστη να επιλύσει μόνος του τους γρίφους για το ποιος απευθύνεται σε ποιον.

 

Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Ευάγγελος Αυδίκος, Τα τζιτζίκια, EFSYN, 4 Ioυλίου 2013

 

Κάθε εποχή έχει και τους ήχους της. Μπορεί να είναι η ατέλειωτη βροχή, οι ντουφεκιές των κυνηγών, ο οξύς ήχος του αγριογούρουνου αν καταφέρει να ξεφύγει από την παγανιά.

Στις πόλεις οι παλιοί ήχοι που συνοδεύουν την αλλαγή των εποχών έχουν χαθεί. Οι ήχοι των δρόμων με τα μαρσαρίσματα είναι ένα καθημερινό φαινόμενο. Δημιουργείται ένα συνεχές μουρμουρητό των μηχανών, που ανυπομονούν να ξεφύγουν από την ακινησία, να καταπιούν τον χαμένο χρόνο

Το καλοκαίρι που ηρεμούν οι δρόμοι από τα γδαρσίματα των ελαστικών, βρίσκει την ευκαιρία να ακουστεί ένας άλλος ήχος που ανακαλεί παιδικές μνήμες: γεμιστές μελιτζάνες, ρύζι σπυρωτό, χωρίς κιμά, καρπούζι φέτα, μουστάκι από την κόκκινη καρδιά του καρπουζιού, μπουγέλωμα και βαθύς ύπνος, μετά την κούραση στη θάλασσα. Το τζιτζίκι είναι η μόνιμη μουσική υπόκρουση. Σταθερή, χωρίς τονικές διαφορές. Εμμονικό τιτίβισμα από ένα είδος που δεν διεκδικεί δεξιότητες φωνητικές.Είναι το τζιτζίκι. Που γίνεται ένα με τη νοσταλγία των παιδικών χρόνων. Αντίπαλός του είναι η δυνατή μουσική στα παραθαλάσσια μπαρ του καλοκαιριού, ο κατακτητικός και αυθάδης ήχος του καλοκαιριού. Το τζιτζίκι ταυτίζεται με την τεμπελιά. Εγινε το αντιπαράδειγμα του ανεπρόκοπου που ζει για τη στιγμή, για το παρόν, αδιαφορώντας για τις αναποδιές που έρχονται. Που δεν σοδιάζει αγαθά. Που δεν προγραμματίζει για τις δύσκολες μέρες.

Το θετικό παράδειγμα εκπροσωπήθηκε, στη λαϊκή λογοτεχνία, από το μυρμήγκι. Υπόδειγμα εργατικότητας και στοχοπροσήλωσης. Για πολλά χρόνια, αυτή η αντίθεση κρυβόταν μέσα στον κουμπαρά που ήταν το έπαθλο των εκθέσεων για τον ρόλο της αποταμίευσης. Το τζιτζίκι ήταν ο αποσυνάγωγος. Δεν χωρούσε στην ηθική της κοινωνίας, που ζητούσε από τους νέους να κάνουν παράδειγμα ζωής το εργατικό μυρμήγκι.

Ολα έχουν κάποιο τέλος. Το ίδιο και η εικόνα του ανεπρόκοπου τζιτζικιού που νοιάζεται μόνο για την καλοπέρασή του. Ισως, κάποια τζιτζίκια να έχουν τον δικό τους τρόπο, να κόβουν δρόμο ιππεύοντας ισχυρά κοινωνικά οχήματα. Αλλά και πάλι, το τζιτζίκι μπορεί να έχει πιάσει την ουσία της ζωής, ιδίως το καλοκαίρι. Η λιτή ζωή. Δεν χρειάζονται πολλά για να απολαύσεις το σύμπαν. Να νιώθεις την ομορφιά του τόπου. Να προσκυνήσεις την απεραντοσύνη της θάλασσας. Να αισθανθείς το ρίγος της ευτυχίας στα μικρά και ανεπιτήδευτα. Σε μια φέτα πεπόνι. Σε ένα ποτηράκι κρασί κάτω από τον έναστρο ουρανό. Μύστης του κόσμου.

Το τζιτζίκι είναι η πρό(σ)κληση στο μυρμήγκι. Να θυμηθούν όλοι πως έχουν δικαίωμα στις σταγόνες μιας στιγμιαίας ευτυχίας. Το καλοκαίρι είναι η κατάφαση στη ζωή. Οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν για να εργάζονται συνεχώς. Μπορούν να νιώσουν την ηδονή του απέριττου. Μακριά από θορύβους που εμποδίζουν τον τζίτζικα να ακουστεί.

Ακούστε τα τζιτζίκια. Εχουν πολλά να μολογήσουν.

 

Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

Το Δρολάπι στο φεστιβάλ «9,5 εβδομάδες» του περιοδικού Σχεδία, Τετάρτη, 5 Ιουλίου , Κολοκοτρώνη 56 Αθήνα

Η «σχεδία» μας έχει την τιμή να αποτελέσει, μέσα στα 10 χρόνια της, έμπνευση για πολλές καλλιτεχνικές δημιουργίες. Η πιο πρόσφατη, και πολύ μεγάλη μας χαρά, είναι το μυθιστόρημα «Δρολάπι» του Ευάγγελου Αυδίκου. Στην παρουσίαση του βιβλίου, συνομιλούν με τον συγγραφέα ο Θεόφιλος Τραμπούλης, μεταφραστής, επιμελητής βιβλίων λογοτεχνίας, φιλοσοφίας και σύγχρονης τέχνης και σύμβουλος εκδόσεων του ΕΜΣΤ και ο πωλητής της «σχεδίας» Λευτέρης Ελευθεράκης. Την συζήτηση συντονίζει ο δημοσιογράφος της «σχεδίας» Σπύρος Ζωνάκης. 

Στο βιβλίο, η Ρήνα/Ιρένε και ο Κώστας επιχειρούν να ξανασταθούν στα πόδια τους, μετά το οικονομικό και το κοινωνικό δρολάπι που έπληξε τις ζωές τους. Αρκεί όμως η καλή πρόθεση και η κοινή τραυματική εμπειρία, για να αντέξει η σχέση αυτή; Το βέβαιο είναι ότι το περιοδικό των αστέγων «σχεδία»  απλώνει το χέρι της στον Κώστα, ο οποίος, παρά την επαγγελματική του καριέρα, βρέθηκε εκτεθειμένος, άστεγος και χωρίς υποστήριξη. Τότε έρχεται η «σχεδία», που του προσφέρει την ευκαιρία να ανακτήσει τη ζωή του, να αρχίσει ένας αγώνας επιβίωσης με αξιοπρεπείς όρους.

Πότε; 5 Ιουλίου, 20:00

Πού; Στο «σχεδία home», το σπίτι της «σχεδίας» στην καρδιά της Αθήνας (Κολοκοτρώνη 56 & Νικίου 2)



Η Επανάσταση του Συρράκου 2 Ιουλίου 1821



 Οἱ περὶ τὸν Ἰβραὴμ Πρεμέτην, Χουσεΐναγαν καὶ Ματούσιαγαν ἀπολυθέντες ἐκ Συρράκου καὶ Καλαρρυτῶν Τουρκαλβανοί, μόλις διελθόντες τὸν τελευταῖον παρὰ τὸν Ἄραχθον σταθμὸν τῶν ἐπαναστατῶν Ἑλλήνων, οὗ προΐστατο ὁ καπετὰν Γιαννάκης Ράγκος ὁ Βαλτινός, συνηντήθησαν ὀλίγον ἀνωτέρω, περὶ τὸ μέσον τοῦ Δρύσκου ὄρους, μετὰ τῶν ὑπὸ τοῦ Χουρσὴτ ἀποστελλομένων 7 χιλιάδων ὑπὸ τὸν ἀρχιστράτηγον Ἰσμαὴλ Πλιάσαν. Συνενωθέντες λοιπὸν ἐπέστρεψαν μετ’ αὐτῶν κατὰ τῶν ἐπαναστατῶν. Ἡ πρώτη συμπλοκὴ ἔλαβε χώραν παρὰ τὴν γέφυραν τοῦ Παπαστάθη εἰς τὸν ποταμὸν Ἄραχθον, τὴν δίοδον τῆς ὁποίας ὑπερησπίσθη καρτερικώτατα ὁ καπετὰν Ράγκος· ἀλλ’ οἱ ἐχθροὶ ὄντες τόσον πολυάριθμοι –8.000 περίπου ἤδη– κατώρθωσαν ἐπὶ τέλους νὰ διέλθωσιν αὐτὴν ὑποχωρησάντων τῶν ἐπαναστατῶν εἰς τὸν δεύτερον σταθμὸν αὐτῶν εἰς Χαλάσματα τοῦ Παλιοχωρίου. Διελθὼν τὸν Ἄραχθον ὁ Ὀθωμανικὸς στρατὸς ἐχωρίσθη εἰς δύο πτέρυγας, ἐξ ὧν ἡ μὲν δεξιὰ ἔλαβε τὴν εἰς Συρράκον καὶ Καλαρρύτας ὁδόν, ἡ δ’ ἀριστερὰ τὴν εἰς Κράψι καὶ Γότισταν. Ἡ δεξιὰ πτέρυξ συνηντήθη πάλιν εἰς Χαλάσματα μετὰ τῶν ἐπαναστατῶν, οἵτινες εὐχαρίστως ἐδέχθησαν αὐτὴν καὶ ἀφοῦ ἐπολέμησαν ἡρωικώτατα, ἠναγκάσθησαν, ἕνεκα τῆς πληθύος τοῦ ἐχθροῦ, νὰ ὑποχωρήσωσι καὶ πάλιν καὶ νὰ ἀνέλθωσιν εἰς τὸν εἰς Ἅγιον Γεώργιον σταθμόν. Πρὶν δὲ οἱ ἐχθροὶ φθάσωσιν ἐνταῦθα, ἡ ἀριστερὰ πτέρυξ ἀνῆλθε διὰ Κράψι καὶ Γοτίστης τὰ ὑπὲρ τὸ Συρράκον βουνὰ καὶ ἐξεκίνει κατὰ τῆς κωμοπόλεως. Διότι ἐγκαταλελειμμένα εὑροῦσα τὰ χωρία Κράψι καὶ Γότιστα –τῶν μὲν μαχητῶν συγκεντρωθέντων ἐν Συρράκῳ καὶ Καλαρρύταις, τῶν δὲ γυναικοπαίδων καταφυγόντων εἰς Φριγγοράσαν μετὰ τῶν γυναικοπαίδων τῶν δύο κωμοπόλεων– ἐπυρπόλησεν αὐτὰ καὶ ἀνῆλθεν ἀκωλύτως μέχρι τῆς κορυφῆς τῆς Πίνδου Φριγγοράσας. Ἐνταῦθα ἐφύλαττον οἱ Συρρακιῶται ὁπλῖται ὑπερασπιζόμενοι τὰ γυναικόπαιδα. Ἅμα τῇ αἰφνιδίᾳ ἐμφανίσει τοῦ ἐχθροῦ –διότι οὐδέποτε ἐπίστευον νὰ εἰσελάσῃ οὗτος ἐντεῦθεν– μέρος μὲν τῶν γυναικοπαίδων ἐτράπη ἀνὰ τὰς ὑψηλοτέρας καὶ ἀποκρημνοτέρας κορυφὰς καὶ χαράδρας τῶν ὀρέων, μέρος δὲ ἔσπευσε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς Συρράκον καὶ Καλαρρύτας, οἱ δὲ ὁπλῖται παρετάχθησαν ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Λέγουσιν, ὅτι εὑρέθησαν Γοτισταῖοί τινες προδόται, οἵτινες ὡδήγησαν αὐτοὺς κρυφίως δι’ ἀτραποῦ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους, ἀλλὰ τοῦτο δὲν φαίνεται τόσον πιστευτόν. Συνεκροτήθησαν λοιπὸν ἐνταῦθα δύο αἱματηρόταται συμπλοκαί, ἐξ ὧν τὸ μέρος ὠνομάσθη ἔκτοτε Ἀ π ά ν ω καὶ Κ ά τ ω  Π ό λ ε μ ο ς, καθ’ ἃς οἱ Συρρακιῶται ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποχωρήσωσι διὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν, οἵτινες διαιρεθέντες εἰς δύο σώματα ἐπροχώρησαν κατὰ τῶν δύο κωμοπόλεων. Οἱ παρὰ τὸν Ἅγιον Γεώργιον φυλάττοντες ἐπαναστάται ἔβλεπαν τὸν ὀθωμανικὸν στρατὸν κατερχόμενον κατὰ τοῦ Συρράκου, ἀλλὰ δὲν ἠδύναντο νὰ σπεύσωσιν ἐκεῖ εἰς βοήθειαν, διότι ἐπερίμενον τὴν δεξιὰν πτέρυγα, ἥτις ἀνήρχετο ἐκ Παλιοχωρίου μετὰ τὴν ὑποχώρησιν τῶν εἰς Χαλάσματα Ἑλλήνων. Ἐπὶ κεφαλῆς δὲ τῶν εἰς Συρράκον φρουρούντων ἦτο ὁ γέρω-Μπαλωμένος, ὁ ἀδελφὸς τοῦ περιφήμου Συντεκνιώτου ἀρματολοῦ Σκυλοδήμου.

Οἱ Ὀθωμανοὶ εἰσελθόντες εἰς Συρράκον καὶ Καλαρρύτας, ἐπεδόθησαν εἰς τὴν διαρπαγὴν καὶ πυρπόλησιν τῶν λαμπρῶν οἴκων των, οὓς εὗρον πάντας ἀνοικτοὺς καὶ ἐγκαταλελειμμένους, τῶν κατοίκων δραμόντων πρὸς σωτηρίαν των εἰς τὰς πέριξ τῶν κωμοπόλεων χαράδρας. Μεταξὺ Συρράκου καὶ Καλαρρυτῶν διανοίγεται ἡ ἀπόκρημνος καὶ βαθυτάτη χαράδρα Χρούσια, δι’ ἧς κατέρχεται ὁρμητικὸς εἰς τὸν Ἄραχθον ἀπὸ τὰ ὕψη τῆς Πίνδου ὁ ὁμώνυμος ποταμίσκος. Ἐπὶ τῆς πρὸς Συρράκον πλευρᾶς τῆς χαράδρας ταύτης, ὑπὸ τὴν Μπουλιάναν καὶ τὴν κορυφὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀπέναντι δ’ ἀκριβῶς ἀμφοτέρων τῶν κωμοπόλεων, συμπυκνοῦται μικρὸν ἀλλὰ βαθύτατον δάσος, ὀνομαζόμενον βλαχιστὶ Γκαρτέτσο, ἐκ διαφόρων ἀγρίων δένδρων, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου διέρχεται ἡ ἐξ Ἰωαννίνων διὰ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἰς Καλαρρύτας ὁδός. Ἐντὸς τοῦ δάσους τούτου ἐκρύβησαν ἅπαντα τὰ γυναικόπαιδα τοῦ Συρράκου καὶ τὰ ἐξ Ἰωαννίνων ἐνταῦθα καταφυγόντα πλουσίων οἰκογενειῶν, τὰ δὲ τῶν Καλαρρυτῶν καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων κωμῶν κατέφυγον εἰς τὰς ὄπισθεν τοῦ Μπάρου καὶ τοῦ Ματσούκι δασώδεις χαράδρας. Ἐπὶ τρία ὁλόκληρα ἡμερονύκτια ἔβλεπον ἄστεγοι καὶ ἐστερημένοι τροφῶν οἱ δυστυχεῖς Συρρακιῶται μετὰ δακρύων καὶ ὀλοφυρμῶν ἐκ τοῦ προχείρου τούτου καταφυγίου των τὰς ὡραίας οἰκίας των διαρπαζομένας καὶ πυρπολουμένας. Πρὸ πάντων ἡ πυρπόλησις αὐτῶν ἐν καιρῷ νυκτὸς παρίστα θλιβερώτατον, σπαραξικάρδιον θέαμα. Ἐν τῇ τοιαύτῃ δὲ τρομερᾷ καταστάσει αἱ γυναῖκες ἠναγκάζοντο, φρικτὸν εἰπεῖν! νὰ πνίγωσιν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτῶν τὰ τέκνα, κραυγάζοντα καὶ ὀλολύζοντα ζητοῦντα γάλα καὶ τροφὴν τὰ ἀτυχῆ, ἵνα μὴ ἀκουσθῶσιν ὑπὸ τῶν διὰ τοῦ δάσους διερχομένων Τουρκαλβανῶν τῆς δεξιᾶς πτέρυγος, οἵτινες, καταβαλόντες καὶ τρέψαντες εἰς φυγὴν τοὺς εἰς Ἅγιον Γεώργιον φυλάττοντας ὀλιγαρίθμους ἐπαναστάτας καὶ πυρπολήσαντες τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου, ἐτράπησαν πρὸς τὰς λεηλατουμένας ὑπὸ τῶν ὁμοφύλων των κωμοπόλεις. Τὰ ἐντεῦθεν λάφυρα αὐτῶν οἱ Τουρκαλβανοὶ μετεκόμιζον καὶ ἐπώλουν εἰς τὸ Σουλτανικὸν στρατόπεδον τῶν Ἰωαννίνων ἢ ἀπέστελλον εἰς τὰς ἐν Τσαμουριᾷ καὶ Λιαπουριᾷ ἑστίας των. Τέλος οἱ πρόκριτοι τῶν κωμοπόλεων καὶ οἱ ὁπλαρχηγοὶ ἰδόντες τὴν ἐντελῆ τῶν οἰκιῶν καταστροφὴν ἔδωσαν τὸ σύνθημα τῆς γενικῆς φυγῆς πρὸς τὰ βουνὰ τῶν Τσουμέρκων. Συγκεντρωθέντες λοιπὸν πάντες εἰς Πράμαντα ἐξεκίνησαν θέσαντες ἐμπρὸς τὰ γυναικόπαιδα. Τοιουτοτρόπως δὲ ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ἄλλοτε ὑπὸ τοῦ ἰσαποστόλου Κοσμᾶ πρὸς αὐτούς: «Θἀρθῇ καιρὸς ποὺ θὰ χαλασθῆτε, παιδιά μου, καὶ θὰ καταντήσητε κακὴν κακῶς νὰ φύγετε ἀπὸ τὸν τόπο σας. Δὲν θὰ προφτάσετε παρὰ λίγα σπειριὰ σιτάρι νὰ πάρῃ κάθε μάνα γιὰ τὰ παιδιά της στὴ τζέπη της. Χαρὰ σ’ ἐσᾶς ψηλὰ βουνὰ (τὰ Τσουμέρκα), ποὺ θὲ νὰ γλυτώσετε μιὰ μέρα ἀπάνω σας χιλιάδες ψυχές!» Φεύγοντες οἱ Συρρακιῶται πικρότατα ἔκλαυσαν τὴν ἐγκατάλειψιν τῆς πατρίδος των, εἰς ἀνάμνησιν τῆς καταστροφῆς τῆς ὁποίας ἐποίησαν τὸ ἑξῆς ᾆσμα:

 

Τρία πουλάκια κάθουνται ψηλὰ στὸν Ἅι-Γιώργη.

Τὄνα τηράει τὰ Γιάννινα, τἄλλο κατὰ τὸ Βάλτο,

τὸ τρίτο τὸ καλλίτερο μοιρολογάει καὶ λέει:

– Πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε ψηλ’ ἀπ’ τὴν Τσουκαρέλα!

Δὲν εἶναι μαῦρα πρόβατα, οὔτε καὶ μαῦρα γίδια,

μόν’ εἶν’ ἀσκέρια Τούρκικα ποὔρχονται στὸ Συρράκο.

Βρίσκουν τὰ σπίτια ἔρημα, τὶς πόρτες ἀνοιγμένες,

βάνουν φωτιὰ στὸν Ἅι-Λιᾶ καὶ καῖν ὅλη τὴ χώρα.

Ἰμὲρ Κουμπάρος φώναξεν ἀπὸ τὴν Παναγία.

– Παιδιά, μὴ καῖτε τὸ χωριό, μὴ καῖτε τὰ βακούφια,

οἱ Βλάχοι τὸ μετάνοιωσαν καὶ πίσω θὰ γυρίσουν.

Βλάχοι γυρίστε στὸ χωριό, μὴ φεύγετε παρέκει

κι ἀφήνετε τὰ σπίτια σας καὶ τὰ βακούφικά σας,

ἡμεῖς τὸ βιὸ θ’ ἁρπάξουμε, τὰ σπίτια χάρισμά σας.

– Τί λές, μωρὲ παλιάρβανε, τί λὲς Ἰμὲρ Κουμπάρε;

Οἱ Βλάχοι, πᾶνε, ἐφύγανε, πᾶνε κατὰ τὸ Βάλτο,

κι ὅντας θ’ ἀλλάξουν οἱ καιροὶ θὲ νὰ γυρίσουν πίσω,

νὰ φκιάσουν ἄλλες ἐκκλησιές, νὰ χτίσουν ἄλλα σπίτια