Σελίδες

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Κι ενώ ο Ιούνιος φεύγει...

Ο Ιούνιος βρίσκεται στο τέλος του. Οι φωτιές τ’ Άη Γιάννη του Ρηγανά υπογράφουν με τελετουργικό τρόπο ότι η σφαίρα της ισημερίας ισορρόπησε για μια στιγμή παίρνοντας η μέρα πλέον την κατηφόρα για τη νέα ισημερία του Σεπτεμβρίου.
   Στο διάστημα αυτό κάποιοι θυμούνται ακόμη τον κλείδωνα, αναζητώντας το σημάδι του εκλεκτού της καρδιάς τους. Οι υποψήφιοι για τα ΑΕΙ και ΤΕΙ ψάχνουν σημάδια στη βαθμολογία τους για το τμήμα που θα τους δώσει απλόχερα την εμπιστοσύνη του. Κι όλα αυτά εν μέσω των καθιερωμένων σχολίων για την καταβαράθρωση των βάσεων. Ελεγεία για μια εκπαίδευση που πνέει τα λοίσθια. Η χώρα της υπερβολής που αρέσκεται να βλέπει το είδωλό της στον καθρέφτη, συχνά παραμορφωμένο. Πολίτες που θρηνούν γι’ αυτό που φαίνεται. Που πλασάρεται ως το κύριο. Ό,τι συμβαίνει στην Γ΄Λυκείου  και τις πανελλαδικές είναι το σύμπτωμα μιας ατελέσφορης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Μιας οικονομίας φτερό στον άνεμο. Μιας πολιτικής τάξης που κυβέρνησε την Ελλάδα με γνώμονα τα πελατειακά της συμφέροντα. Ενός πολιτισμού που θεοποίησε την εικόνα και δεν αναζήτησε την ουσία. Μιας κοινωνίας που στηρίχτηκε σε ξυλοπόδαρα. Που την έμαθαν να σιχαίνεται τον εαυτό της. Που απαξίωσε τη γη και τη χειροναξία. Που έσπρωξε τη νεολαία μαζικά στην ανεργία προσφέροντάς της ως υποκατάστατο τον φρέντο καπουτσίνο στις τεμπέλικες καρέκλες της καφετέριας. Που δε διεκδίκησε την αλλαγή του δημόσιου σχολείου.

      Και όσοι βρίσκονται στο πιλοτήριο; Συνεχίζουν να νοιάζονται για την εικόνα τους. Μετρούν, αν δεν μαγειρεύουν, τις δημοσκοπήσεις. Σκέφτονται με όρους τηλεοπτικούς. Στη θέση της καρδιάς τους βρίσκεται το δελτίο των οχτώ. 

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Βαγγέλης Τασιόπουλος ποιητική συλλογή ΓΡΑΝΑ, Σύγχρονοι Ορίζοντες 2007

Στις εξώθυρες παραστέκουν οι κύκνοι


Οι σταγόνες της βροχής ακουμπισμένες
ράθυμα στων δέντρων τα κλαδιά
ακούν το παραμύθι του ανέμου
αφού τα παραθύρια λούφαξαν
και στην εξώθυρα οι κύκνοι παραστέκουν
εντελώς δωρεάν οι συστάδες των κέδρων
υποχωρούν σε μέρη πιο θερμά

                                                                  όπως το χτες
                                                  που εμφιλοχωρεί στο προσδιορισμένο μας
                                                                                                 μέλλον

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ, Μανδραγόρας, τεύχος 48, 2013

Με τα όσα συμβαίνουν πρόσφατα, οι στίχοι που ακολουθούν αποτυπώνουν την απελπισία και την οδύνη που σκορπάνε όσοι αλόγιστα αποφασίζουν αλλά και την ελπίδα όταν κάποιος στόχος ζεσταίνει την ψυχή μας. Η αίσθηση πως όλα μπορούν να αλλάξουν αρκεί να το θελήσουμε.

Ζωτική επανάληψη

Οι μέρες που έρχονται
κρέμονται σαν άδειες σακούλες.
Αλλά να τις γεμίσω με τι;Με ποιον;
Υγεία έχω, άχρωμη
και κάποια ευελιξία
του σώματος, του νου.
Όμως καμιά επιθυμία
δεν με περιμένει στην είσοδο της νύχτας
κανένα άνοιγμα της ψυχής μου
για τον ερχομό μιας ακόμη μέρας.
Η ιδέα της μακροημέρευσης
αδιάφορη μ' αφήνει
με ελκύει ακόμη το μυστήριο της ζωής
που με ανεξήγητο πείσμα
με τραβάει από το χέρι.
"Έλα, έλα να δεις"
-μια παράξενη φωνή
μέσα μου ακούγεται-
"Έλα, να δεις κάτι ακόμα".
Η επανάληψη-ανυπόφορη κάποτε-
σαν περιουσιακή εγγύηση
τώρα με στηρίζει.
Σε λίγο το αεράκι θα φυσήξει
η ανάσα το σώμα μου
και σήμερα θ'αναστήσει
κι ο ήλιος απρόσμενα θα χαμογελάσει
αφού το χαμόγελό του

δεν είναι ποτέ επανάληψη

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Border Code November 6-8, 2013 University of Eastern Finland

From: Tuulikki Kurki <tuulikki.kurki@uef.fi>
Sent: Tuesday, June 25, 2013 4:38 AM

Please note and add to your calendar the forthcoming conference: 

The multidisciplinary conference focuses on textual and visual representations of borders and borderlands, and on political, cultural, and individual interests that influence how the borders and borderlands are seen and what kinds of meanings are given to them. The conference has 30 papers which focus for e.g. on the following themes:
*What kinds of durable and standardized concepts direct each discipline studying borders?
*What factors, such as scholarly traditions, culture, politics, and ideology, influence border research?
*Could the 'border concept' be deconstructed from the viewpoints of different disciplines or is the concept fossilized?

The invited keynote speakers are:
Professor Sarah Green (University of Helsinki) who has focused her research on issues relating to border dynamics and
to questions of space, place and location more widely since the early 1990s. She is the Chair of EastBordNet, a 27
country research network studying border regions across the eastern peripheries of Europe. She has published widely
on borders issues, with the most recent book, Borderwork (2013).

Professor David Newman (Ben-Gurion University) who has recently received the Queen Elizabeth Award for advocating
academic partnership between UK and Israel. He is Dean of the faculty of Humanities and Social Sciences, and
professor of political geography in the Department of Politics and Government. Since 1999, he has been the chief editor
of the international journal, Geopolitics. He has published widely on the role and significance of borders in the
contemporary era.

Organizer: Research project Writing Cultures and Traditions at Borders (Academy of Finland,
Karelian Institute/University of Eastern Finland)


The program and further information will be updated at  <http://www.uef.fi/fi/wctb/border-code-konferenssi>


On behalf of the organizers,

Tuulikki Kurki

Adjunct Professor, Senior Researcher

Project "Writing Cultures and Traditions at Borders"

Karelian Institute

University of Eastern Finland

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Βαγγέλης Αυδίκος,Η ταράτσα, διήγημα, περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, τεύχος 48, 2013




 Έρχεται η κυρά Μαρία, φώναζε η αδερφή μου κι έτριβε τα χέρια της. από ικανοποίηση, από φόβο; Ίσως να’ταν από την αγωνία. Είχε γραφτεί στο Γυμνάσιο Θηλέων και ολημερίς φορούσε την μπλε ποδιά της με τον άσπρο γιακά. Τα μανίκια ανεβασμένα, κολλαρισμένη, καλοσιδερωμέη.Μπαινόβγαινε στην κουζίνα κάθε τόσο.Αμίλητη, έριχνε μια αδιάφορη ματιά στο μέρος μου, ούτε μια ολόκληρη δεν ξόδευε για μένα.Ήταν ακατάδεχτη, ψηλομύτα. Στο σκόλασμα που γύριζε απ’ το Γυμνάσιο Θηλέων περπατούσε αγέρωχη. Φορούσε πάντα τακούνια που έβγαζαν έναν ξεχωριστό, ξερό ήχο. «Μαμά έρχεται», φώναζα κι έβγαινα όπως όπως στο μπαλκόνι της 21ης Φεβρουαρίου. Το κεφάλι ψηλά, δεν καταδεχόταν να κοιτάξει δεξιά κι αριστερά . Την παρατηρούσα με ανυπομονησία απ’ το μπροστινό μπαλκόνι, ίσως και θυμό που η κοιλιά μου γουργούραγε από την πείνα,  η μάνα μου ποτέ δεν έστρωνε το τραπέζι για φαγητό αν δεν γύριζε η «μεγάλη» της. Αυτή έλεγε ένα ξερό γεια σας, έμπαινε στο δωμάτιο, έβγαζε την ποδιά προσεκτικά, την χάιδευε, την  κρέμαγε στην ντουλάπα, την καμάρωνε για λίγο, έκλεινε το ντουλαπόφυλλο- το τρίξιμό του μας ειδοποιούσε πως ολοκλήρωσε το ξεντύσιμό της-, έπλενε τα ρούχα και μετά καθόμασταν στο τραπέζι.
       Μάταια ζητιάνευα μια ματιά της. Τράβαγα την καρέκλα μου προς το μέρος της, όμως αυτή άλλαζε θέση. Σκλήρυνε τη στάση της, για να πω τη μαύρη αλήθεια, όταν με έπιασε στα πράσα να φοράω την ποδιά της. Είχε πάει στη φιλενάδα της στο διπλανό σπίτι, η μάνα έλειπε στην Γαλατού απέναντι κι εγώ βρήκα την ευκαιρία να μεγαλοπιαστώ.Η ποδιά της μεγάλης αδερφής  ήταν το απωθημένο μου.Την έβλεπα όταν τη φορούσε και ξερογλειφόμουν, ήταν για μένα το απαγορευμένο ζαχαρώτο. «Κακομοίρα μου, μην απλώσεις χέρι στην πoδιά μου, θα σου τα κόψω», με απείλησε την πρώτη φορά που με παρακαλετά και νάζια προσπάθησα να τη ρίξω στο φιλότιμο δίνοντάς μου την άδεια να αγγίξω αλλά και να φορέσω αυτό το μαγικό ρούχο. Ήμουν βέβαιη, αυτό το μπλε ύφασμα είχε μαγική δύναμη, ήταν σαν τα φορέματα που έκαναν πανέμορφη την Σαχτοπούτα. Ονειρευόμουν, ήθελα να μεγαλώσω, να μοιάσω της μεγάλης, να με προσέξει και μένα ο πατέρας που είχε μάτια μόνο γι’ αυτήν. Μπήκα μέσα στο σωμάτιο, ένα μεγάλο δωμάτιο με δυο κρεβάτια στους δύο τοίχους και την ντουλάπα που για μένα ήταν το μαγικό κουτί με τον απαγορευμένο καρπό. Το αργό τρίξιμο του ντουλαπόφυλλου με ξάφνιασε, η καρδιά μου άρχισε να κλωτσάει.Οπισθοχώρησα. Δεν ήταν κανείς στο σπίτι.Έβγαλα την κρεμάστρα κι άπλωσα την ποδιά στο κρεβάτι μου.Ήταν πανέμορφη.Την χάιδευα απαλά, φοβόμουν μην την πληγώσω.Ξάπλωσα κι εγώ στο κρεβάτι, την καμάρωνα. Σηκώθηκα όρθια μετά από ώρα , πήρα την ποδιά και προσπάθησα να τη φορέσω.Πάλευα να βρω το γιακά, να βγει το κεφάλι μου έξω.Ένιωθα να πνίγομαι αλλά η φρεσκοπλυμένη ποδιά μου έδινε δύναμη.Απολάμβανα τη μυρουδιά της, την αφή. Δεν μπορούσα όμως να περπατήσω, την πάτησα και σωριάστηκα στο πάτωμα. «Μικρό!»Δεν θυμάμαι καμία άλλη λέξη. Μόνο τη διαπεραστική φωνή της και τον πόνο από τα κοτσιδάκια μου που παραλίγο να ξεριζωθούν. Ποτέ της δεν μου συγχώρεσε που φόρεσα την ποδιά της. «Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας», σχολίασε.Για μέρες παίδευα το μυαλό μου να βρω τι σχέση είχε ο λαγός με την κουκουβάγια.Του κάκου!
     Το Φωφίκο, έτσι την φώναζε ο πατέρας, ήταν το καμάρι του.Ο αδερφός μου ήταν ο Ταγάρας, το’πε η κυρά Μαρία και του’μεινε.Είχε μοιάσει στο σόι της μάνας μου, χοντρό κεφάλι, με δυο μάτια βαθιά χωμένα στις κόχες που ώρες ώρες έμειναν ακίνητα, κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει αν ανέπνεε, αν σκεφτόταν.Τότε ήταν που η κυρά Μαρία , η γειτόνισσα τον είπε Ταγάρα. Ήταν το αντίθετο της αδερφής μου.Αυτή ήταν λεπτοκοπιά, η ποδιά που αγόρασε ήθελε μάζεμα. Συνέχεια άλλαζε τα σημάδια της κιμωλίας η κυρά Μαρία, ανάμεσα στ’ άλλα είχε γίνει η ράφτρα της γειτονιάς. Κυρά Μαρία ο ένας, Μαρία η άλλη, κι αυτή έβγαινε από το χαμηλοτάβανο σπιτάκι της μαζί με το μακρόσυρτο «Ορίστεεεε».Το σπίτι της ήταν κάτω ακριβώς από την πίσω βεράντα του σπιτιού μας.Το δικό μας σπίτι ήταν ψηλό, δίπατο, με μια μεγάλη σκάλα, σα κουλουριασμένο φίδι, που μ’ άρεγε να την ανεβαίνω.Είχε ένα μυστήριο.Μ’ ανέβαζε σ’ ένα κόσμο διαφορετικό, ήταν σαν τη φασουλιά του παραμυθιού που ανέβασε τον Τζακ στην κορυφή του ουρανού.Ο δικός μου ουρανός ήταν η μικρή βεράντα του σπιτιού μας.Με δυσκολία χωρούσε το καρεκλάκι μου αλλά για μένα ήταν ο ουρανός μου.Από κει έβλεπα τα χαμηλά σπιτάκια της γειτονιάς.Της Κυρά Μαρίας ήταν ακριβώς απέναντι, μπορούσα να βλέπω όσους μπαινόβγαιναν.Έτσι, κάθε φορά που η μάνα μου φώναζε «Ε, μαρή ανιπρόκοπη, πού χάθ΄κις», έβλεπα πρώτα το δεξί χέρι της Μαρίας με το τσιγάρο, ή τον καπνό που μόλις είχε προλάβει να βγάλει από το στόμα της. «Της Μαρίας καπνίζουν και τα αυτιά», άκουσα τον πατέρα να λέει μια φορά και μ’άρεσε.Όλη την ώρα μ’ένα τσιγάρο στο χέρι. Ακόμη και τα απογεύματα που φρόντιζε τα λουλούδια αλλά και τον  κηπάκο, ένα μέτρο επί δύο-όχι τίποτε σπουδαίο-η κυρά Μαρία στο ένα χέρι , το αριστερό, κρατούσε το τσιγάρο και με το δεξί σκάλιζε ή βοτάνιζε. «Πρόσφυγα, τι περιμέν’ς», άκουσα την άλλη γειτόνισσα, την Αλεξάντρα-Αλέξω για τη δική μου οικογένεια-να λέει στη μάνα μου ένα απόγευμα που έπιναν καφέ στην μπροστινή βεράντα. «Πρόσεχε τον προκομμένο σου, θα  τον ξεμυαλίσει.Όλες αυτές είναι παστρικές.Δεν βλέπ’ς που καπνίζ’ σαν άντρας !Δεν αντρέπεται κανέναν;Δεν έχει σέβας στον άντρα τς, ούτε στον Θωμά τον δ’κό σου.Σύγνεφο πάει ο καπνός».
       Με έβαλαν σε σκέψη τα λόγια της Αλέξως.Συννυφάδες ήταν με την κυρά Μαρία.Στην ίδια αυλή.Το ίδιο αποχωρητήριο είχαν στην άκρη της μάντρας.Ο άντρας της, ο κυρ Χρήστος, ήταν τενεκετζής, για μαγαζί είχε φτιάξει μια παράγκα ανάμεσα στα δυο σπίτια.Όλη τη μέρα ακουγόταν ο θόρυβος του τενεκέ.Νταγκα ντούγκα. «Χρήστοοο, διαβάζει το κορίτσι».Η μάνα μου έβγαινε στο πίσω μπαλκόνι κι αν δεν έπαιρνε απάντηση κατέβαινε στην παράγκα, το μόνο που άκουγα ήταν η φωνή της που σκέπαζε τον τενεκέ, λίγο μετά επικρατούσε ησυχία και η μάνα επέστρεφε στο σπίτι με το γνώριμο χαμόγελο της νίκης της.Άλλη φορά, ακουγόταν η φωνή της κυρά Μαρίας. «Χρήστο, είναι ώρα για σιέστα».Ο δόλιος ο κυρ Χρήστος ήταν καλοκάγαθος.Δεν ήθελε να χαλάσει το χατίρι κανενός. Η Αλέξω όμως ήταν τσούχτρα. «Δεν αφήνει τον Χρήστο σε χλωρό κλαρί», την άκουσα να λέει μια άλλη φορά στη μάνα μου. «Η αούτα θέλει ξουρέξια, τα παιδιά μεγαλώνουν και μόνο τα τενεκέδια μάς δίνουν ψωμί».
       Εγώ όμως την αγαπούσα την κυρά Μαρία.Ήταν ανοιχτοχέρα.Πάντα κάτι με φίλευε όταν πήγαινα στο σπίτι της.Έφτιαχνε γλυκά κουταλιού, όλων των ειδών.Είχε αραδιασμένα πολλά γυάλινα βάζα και κάθε φορά με κέρναγε διαφορετικό γλυκό.Τρελαινόμουν για το καρπούζι.Ήταν τραγανό και το έγλυφα πρώτα.Ρουφούσα όλο το σιρόπι και μετά το έκοβα μικρά κομμάτια, δεν ήθελα ποτέ να τελειώσει .Στην Αλέξω ήταν αλλιώς τα πράγματα, άφηνε το κέρασμα για άλλη μέρα. «Αχ, το αναθεματισμένο το γλυκό που σ’ αρέσει , μου τέλειωσε χτες», είχα μάθει τα λόγια της σαν ποίημα και την παρίστανα κάνοντας τον πατέρα να λυθεί στα γέλια.
       Η κυρά Μαρία ήταν καλόκαρδη.Ήξερε που μ’άρεσαν κάποια φαγητά της , τι ιμάμ μπαιλντί ήταν αυτό που μαγείρευε, με ζάλιζε η μυρουδιά από τα καρυκεύματα που έβαζε. Μου φύλαγε στο ερμάρι της  πάντα ένα πιατάκι. Στα γενέθλιά  μου έφτιαχνε  μιαν άσπρη τούρτα που την ζήλευαν οι φίλες μου. Την αγαπούσα την κυρά Μαρία, ήταν η μόνη που έπαιζε μαζί μου.Στο σπίτι περνούσα απαρατήρητη, μόνο ο πατέρας όταν ήταν στο σπίτι γελούσε με τις γκριμάτσες μου, «αυτό το παιδί είναι για θεατρίνα» έλεγε φουσκώνοντας τα μυαλά μου αλλά και δίνοντας τροφή στα όνειρά μου.Δεν ήμουν προσγειωμένη και γι’ αυτό δεν κατάφερνα στο σχολείο. «Δεν βλέπεις την αδερφή σου;» Ήταν η μόνιμη φράση στα χείλια της μάνας μου όταν γύριζε με την καρτέλα των βαθμών στα χέρια της.
       Η κυρά Μαρία ήταν η νοσοκόμα της γειτονιάς, αγόγγυστα έτρεχε όπου την καλούσαν να κάνει ενέσεις.Ήταν η μόνη φορά που η χοντρή φωνή της με τρόμαζε.Είχε όμως τον τρόπο της,  ελαφρύ χέρι, πούπουλο. Πρώτα με χάιδευε,  μετά μου  αφηγούνταν μια ιστορία από το χωριό της στη Μικρασία και στο τέλος έκανε την ένεση χωρίς να προβάλω αντίσταση.Ήμουν τυχερή, σκεφτόμουν, που δεν έζησα όσα πέρασε αυτή.Το καλό με τις ενέσεις ήταν που έμαθα ιστορία.Δεν μ’ άρεσε ποτέ η ιστορία στο σχολείο.Με την κυρά Μαρία ήταν διαφορετικά.Αγάπησα την παιδική της φίλη, την Νταμλά , που έπεσε να πεθάνει όταν άρον άρον έφυγαν από το χωριό.Έχει κρατήσει ακόμη την κούκλα που της έδωσε λίγο πριν χωριστούν.Μου την έδειξε, την είχε φυλαγμένη στη σερβάντα. Η κυρά Μαρία ήξερε πολλά.Έλεγε το φλιτζάνι στη μάνα μου αλλά και στην αδερφή μου που νοιαζόταν να μάθει αν θα πετύχει στο πανεπιστήμιο.Γιάτρευε το κομμένο κρέας, ο πατέρας μου την είπε μια φορά που δεν μπορούσε να σηκώσει το μπράτσο του, «είσαι η Παναγία, Μαρία».
       Οι παλάμες της αδερφής μου ήταν ιδρωμένες, κόκκινες από το πολύ τρίψιμο. «Έρχεται;» με ρώτησε.Μετά τα τελευταία γεγονότα είχε αλλάξει.Είχα γίνει απαραίτητη για τα σχέδιά της. «Όχι, δεν την βλέπω», της απάντησα από το πίσω μπαλκονάκι. «Κυρά Μαρία, αργείς;»Έβαλα τα δυνατά μου να μ’ ακούσει.Καμιά απόκριση. «Κυρά Μαρία, ξέφτισε το στρίφωμα στο παντελόνι». Μόνο οι τενεκέδες του κυρ Χρήστου ακούγονταν. «Αύριο το  χρειάζεται».Ξαφνικά βλέπω τον καπνό από το τσιγάρο να βγαίνει από την πόρτα. «Έρχομαι, πουλάκι μου.Πες στο Φωφίκο να μην ανησυχεί.Να κατεβάσω το κακάβι απ’ τη φουτιά κι έφτακα».Ησύχασε η μεγάλη κι εγώ πισοπάτησα.Πρόλαβα μόνο να δω τα χέρια της Αλέξως να μουντζώνουν την κυρά Μαρία που είχε ξαναμπεί στο σπίτι της.
       Το Φωφίκο με είχε βάλει συνεργό στα σχέδιά της.Επιτέλους, μου έδινε σημασία, ακόμη κι αν με αντιμετώπιζε ως εκτελεστικό της όργανο.Μετά τα τελευταία γεγονότα στην ταράτσα, θα με ανεχόταν   μόνο αν την βοηθούσα στα σχέδιά της.Ήταν πια πρωτοετής φοιτήτρια, πήγαινε για φιλόλογος, και είχε αρχίσει να καπνίζει.Είδα στην τσάντα της ένα μικρό πακέτο Καρέλια. Λεφτά όμως δεν είχε, τελείωνε πολύ γρήγορα το βδομαδιάτικο  χαρτζιλίκι που της άφηνε ο πατέρας κάτω από το προσκέφαλο, νωρίς τα χαράματα πριν πάρει το λεωφορείο για το Τσεπέλοβο όπου δούλευε. Η μόνη λύση που σκέφτηκε ήταν η κυρά Μαρία δικαιολογώντας έτσι  απόλυτα τη μάνα που έλεγε πως έχει  κορμί σα στάχυ  μα διαβολεμένο μυαλό.Ήξερε την αδυναμία που μου είχε η κυρά Μαρία, με πείραζε μάλιστα ο πατέρας λέγοντας πως με ήθελε για νύφη για τον μεγάλο γιο της που δούλευε στο συνεργείο στην αλάνα που συνόρευε με το σπίτι τους.Ήταν μια ιδέα που δεν μου άρεσε καθόλου, ο γιος της μύριζε λάδια ενώ συχνά είχε γάνες στο πρόσωπό του που δεν προλάβαινε να πλύνει.Όλη την ώρα που δεν δούλευε την περνούσε στην αυλή, έξω από το σπίτι.Έβγαζε την καρέκλα του και έπαιρνε θέση ακριβώς απέναντι από το βεραντάκι μας, κάθε φορά που έβγαινα στο βεραντάκι στεκόταν  όρθιος και με χαιρετούσε, «κατέβα , Μαράκι, στην αυλή, η μάνα μου έφτιαξε καινούργιο γλυκό κουταλιού».
       «Μαράκι, νυφούλα μου, πού είσαι; Πού είναι το Φωφίκο;» Η φωνή της κυρά Μαρίας ακουγόταν βαριά από το ανέβασμα της σκάλας αλλά και το κάπνισμα που την έκανε να βήχει σα φορτηγατζής. «Πρόσεξε, κακομοίρα μου, να κάνεις σωστά τη δουλειά σου».Το Φωφίκο κουνούσε απειλητικά το δάχτυλο με το άψογο βάψιμο των νυχιών.Τώρα πια δεν φορούσε την ποδιά αλλά ένα εφαρμοστό τζινάκι μ’ ένα μπλουζάκι κόκκινο που ερχόταν σε αντίθεση με το μελαχρινό της δέρμα.Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν η γόβα, συνέχιζε να έχει αδυναμία σ’αυτές, μόνο που  το τακούνι ήταν μεγαλύτερο αλλά και το δέρμα στραφτάλιζε.
       Η κυρά Μαρία μπήκε χαρωπή στο δωμάτιό μας κρατώντας στο ένα χέρι το τσιγάρο και στο άλλο ένα πιατάκι. «Είναι για σένα, κοκκώνα μου, καρπουζάκι που σ’αρέσει.Άντε, μπας και σε βάλει ο ανεπρόκοπος ο γιος μου κορώνα στο κεφάλι του».Δίστασα για μια στιγμή να πάρω το πιατάκι με το γλυκό από το χέρι της, η ιδέα να είμαι κορώνα σ’ ένα κεφάλι με γάνες με τρόμαζε.Όμως, ήταν μεγαλύτερη η απόλαυση του τραγανιστού γλυκού από καρπούζι που έφτιαχνε η κυρά Μαρία, αργότερα που αυτή έφυγε από τη ζωή κάθε φορά παράγγελνα γλυκό καρπουζάκι, έτσι σα μνημόσυνο σ’ αυτή την καλοκάγαθη γυναίκα.
       «Έλα , Φωφίκο, πάλι πάτησες το στρίφωμα.Πρόσεξε, παιδάκι μου, θα χαλάσει το παντελόνι κι είναι ακριβό». Πράγματι, τελευταία είχαν αυξηθεί τα ατυχήματα με το στρίφωμα.Το Φωφίκο δεν είχε άλλο τρόπο κι έτσι μια φορά τουλάχιστον τη βδομάδα χάλαγε το στρίφωμα. Έβγαλε το παντελόνι και το έδωσε στην κυρά Μαρία. «Θα πιούμε και καφέ, κυρά Μαρία;» Το Φωφίκο είχε σηκωθεί όρθια για να ψήσει τον καφέ. «Έλα, κυρά Μαριώ μου, μη με στεναχωράς.Θα ρίξουμε και το φλιτζάνι να πούμε κανένα ψέμα».Η κυρά Μαρία πάντα έκανε πίσω, δε μας χαλούσε χατίρι. Όταν  η αδερφή μου είχε βάλει κάποιο στόχι  χρησιμοποιούσε το διαβολεμένο μυαλό της.Επέστρεψε  πολύ γρήγορα με τον καλό δίσκο, τον ασημένιο, σκεπασμένο με ένα από τα καλύτερα σεμέν που η ίδια είχε κεντήσει, δυο πουλιά ζευγάρι.Ο καφές άψογος, το νερό στα κρυστάλλινα ποτήρια που έβγαιναν μόνο του αγίου Θωμά.
       Η κυρά Μαρία ήταν μερακλού και ο καφές πάντα τραβούσε του μάκρου.Έβγαζε τα τσιγάρα από το μπροστινό μέρος του σουτιέν, τα στήθη της ήταν τόσο μεγάλα που άφηναν ενδιάμεσα μια ασφαλή φωλιά για τα κλειδιά, το πορτοφόλι αλλά και το πακέτο με τα τσιγάρα. Άναβε το πρώτο τσιγάρο και κλείνοντας τα μάτια ρουφούσε τον καπνό βαθιά ενώ την ώρα που άνοιγε το στόμα της ξεφυσώντας πρόσφερε τσιγάρο στο Φωφίκο.Η κυρά Μαρία δεν σχολίασε ποτέ που το Φωφίκο κάπνιζε.Μετά, άφηνε το πακέτο στο κομοδίνο, δίπλα από το δικό μου κρεβάτι, και έπαιρνε στα χέρια της το τζιν.Γύριζε την πλάτη σε μένα και το κομοδίνο, έτσι διευκολυνόταν πολύ το δικό μου έργο.Κάθε φορά που μου ζητούσε το πακέτο αφαιρούσα ένα τσιγάρο που το έριχνα στο συρτάρι του κομοδίνου. Ήταν ο καπνικός φόρος  αδελφικής αλληλεγγύης Η κυρά Μαρία έχανε το μέτρημα, «καπνίσαμε πολύ σήμερα Φωφίκο, άδειασε γρήγορα το πακέτο».Την πρώτη φορά μ’ έστειλε να αγοράσω τσιγάρα, τη δεύτερη ήρθε πάνοπλη, είχε δυο πακέτα.
       Όταν η κυρά Μαρία έφευγε, μετρούσαμε το κέρδος.Η μικρότερη σοδειά ήταν πέντε τσιγάρα, η μεγαλύτερη δέκα.Τα κρατούσε για τις δύσκολες μέρες.Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζα την ανοχή της μεγάλης, ίσως και ένα αχνό χαμόγελο.Ήταν το αντίτιμο της συμφωνίας της ταράτσας.Έπρεπε να υποσχεθώ κάτι ώστε να με κοιτάξει με συμπάθεια, να εξιλεωθώ που έγινα σπιούνος της μάνας.
       Δεν το ήθελα βέβαια αλλά μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.Τα απογεύματα που η μάνα έπινε τον καφέ στην Γαλατού, το Φωφίκο και ο Ταγάρας ανέβαιναν στην ταράτσα. Ήταν ο χώρος που κάπνιζαν.Κάποιες φορές ανέβαινα κι εγώ αλλά μ’έβαλαν να ορκιστώ, ποτέ δεν θα μαρτύραγα στη μάνα τι έκαναν τις απογευματινές ώρες στην ταράτσα.Κάπνιζαν πολύ.Τους έβλεπα μετά να πηγαίνουν κατευθείαν στα κρεβάτια τους.Εμένα δε μ’άρεσε το τσιγάρο.Έβλεπα τα χέρια και τα δόντια των αδερφών μου να κιτρινίζουν κι αυτό δε  μ’άρεσε.Προτιμούσα να μαζεύω τα λεφτά μου, δεν τα χάλαγα.Ένα φράγκο, ένα δίφραγκο, ένα τάληρο, τίποτε δεν πήγαινε χαμένο.Τα μάζευα και τα έκανα εικοσάρικα, τότε με τις δραχμές.Τρελαινόμουν για τα αργυρά εικοσάδραχμα.Τα έριχνα στον κουμπαρά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.Όσο η κοιλιά του βάρυνε τόσο πιο πολύ μεγάλωνε η δική μου ηδονή αλλά και η προσμονή για την ώρα που θα αγόραζα ένα δικό μου κατακαίνουργο  παλτό.Περίμενα πώς και πώς την ώρα που θα φορούσα κάτι ολότελα δικό μου και δε θα με βόλευαν  με ό,τι δε βόλευε την μεγάλη.
       Όμως, ένιωσα ένα σφάχτη στην πλάτη όταν κάποια μέρα ήθελα να απολαύσω  τη χαρά του βάρους.Ο κουμπαράς μου ήταν πούπουλο.Τρελάθηκα!Τι συνέβαινε;Τον κούνησα δεξιά αριστερά.Ακούστηκε ο ήχος λίγων νομισμάτων, εκεί που η κοιλιά του κουμπαρά ήταν ετοιμόγεννη. Ρώτησα το Φωφίκο.Με αντιμετώπισε με αδιαφορία.Απευθύνθηκα στον Ταγάρα, «δεν μπορεί εμείς να υποφέρουμε και συ να συσσωρεύεις αγαθά» η απάντησή του. Ταγάρας είναι  σαχλαμάρες λέει, σκέφτηκα. Ήταν η εποχή που διάβαζε Ριζοσπάστη και κατέβαινε στις διαδηλώσεις, «δεν θα σου δώσουν ψωμί αυτά», ούρλιαζε η μάνα μου. Το πρόσωπό της αναψοκοκκίνιζε  αλλά ο Ταγάρας ατάραχος της απαντούσε με λόγια που δεν τα καταλάβαινα.
       Σήκωσα αμήχανα τους ώμους μου κι έφυγα.Πήγα στη μάνα κλαίγοντας.Με αναφιλητά αφηγήθηκα την ιστορία με τα εικοσάδραχμα. «Αυτό το διαβολεμένο μυαλό τα έκανε όλα», ήταν η άμεση ετυμηγορία της. «Δεν είναι άνθρωπος αυτή.Μεταμορφωμένος διάβολος είναι».Η μάνα δεν τα ’βγαζε πέρα με το Φωφίκο.Ήταν και οι δύο πεισματάρες.Εγώ είχα βρει το αδύναμο σημείο της και μου είχε αδυναμία. «Φώναξέ τους», ο λόγος της για μένα ήταν εντολή.Ο Ταγάρας είχε βγει βόλτα.Το Φωφίκο διάβαζε, αρνήθηκε να μ’ακολουθήσει. «Να τσακιστεί αμέσως», ακούστηκε η φωνή της μάνας απ’ την κουζίνα. Αμετακίνητη η μεγάλη. Στη στιγμή όρμησε φουριόζα η μάνα, πήγε να την πιάσει απ’ τα μαλλιά, το Φωφίκο όμως δεν την άφησε. «Άκου, κυρά μεγάλη, που ξέρεις και τα πολλά γράμματα, κλέφτες στο σπίτι μου εγώ δε θέλω».Το Φωφίκο τής γύρισε την πλάτη της καρέκλας, ήθελε να συνεχίσει το διάβασμα. «Αυτό δεν θα περάσει έτσι, τ’ ακούς;»Η μάνα μου αναψοκοκκίνισε .Την έπιασα απ’ τους ώμους και την βοήθησα να καθίσει στη δική μου καρέκλα. «Τα χάπια μου», ψέλλισε την ώρα που χρησιμοποιούσε ένα βιβλίο  μου για βεντάλια. «Θα με πεθάνετε εσείς», έλεγε καταπίνοντας το πιεσόχαπο. Η πίεση της μάνας ήταν το όπλο της, έδινε λύσεις σε πολλά προβλήματα. «Θα γυρίσω στην κουζίνα αλλά να ξέρεις, αν δεν πεις την αλήθεια θα σας κοπεί το χαρτζιλίκι για ένα μήνα.Διαλέξτε».
       Το Φωφίκο ήταν με το μαχαίρι στο λαιμό.Δεν είχε άλλη επιλογή.Τα εικοσάρικα τελείωσαν, η στρόφιγγα του χαρτζιλικιού κινδύνευε να κλείσει.Δεν την ένοιαζε το φαγητό και οι ταβέρνες.Αλλά το τσιγάρο;Δεν μπορούσε να το κόψει.Ήταν η μόνη απόλαυσή της.Την έβλεπα σκυμμένη στο βιβλίο της, φαινόταν να διαβάζει.Εμένα όμως δε με ξεγελούσε.Μέσα της έβραζε,  φουρτουνιασμένη θάλασσα ήταν. Ξαφνικά σηκώνεται όρθια, μου δίνει μια σπρωξιά με το δεξί της χέρι και πηγαίνει στην κουζίνα. «Ναι, εγώ τα πήρα.Είσαι ευχαριστημένη τώρα;» Δεν πρόλαβα να σηκωθώ από το κρεβάτι και το Φωφίκο γύρισε πίσω δείχνοντάς μου με το δεξί της χέρι να βγω έξω από το δωμάτιο.
       Μέσα μου ήταν όλα μπερδεμένα.Ναι, ήμουν ικανοποιημένη που βρέθηκε ο ένοχος.Ναι, ένιωσα καλύτερα με την υπόσχεση της μάνας, «το παλτό θα σου αγοράσω εγώ, ψυχούλα μου».Αλλά ήταν και το αγκάθι με την μεγάλη. Η κατάσταση χειροτέρεψε, πλέον μόνο με χειρονομίες συνεννοούνταν μαζί μου, αν το έκανε κι αυτό.Την ήξερα πολύ καλά, αυτό δεν θα μου έβγαινε σε καλό.Δεν μπορούσα όμως να φανταστώ πώς. Ήταν διαβολεμένο μυαλό, είχε δίκιο η μάνα.
       Δεν είχαν περάσει τρεις τέσσερις μέρες  από την αποκάλυψη της αλήθειας, η μάνα τιμώρησε την αφαίρεση των εικοσάρικων με στέρηση ενός βδομαδιάτικου χαρτιζιλικού.Έβλεπα και το Φωφίκο και τον Ταγάρα να ζορίζονται και έπαιρνα την εκδίκησή μου.Το Φωφίκο μάλιστα άλλαξε στάση.Ήταν μαζί μου γλυκιά, μού μιλούσε, «να που κι ο διάολος φοβέρα θέλει».Μου ζήτησε  το Φωφίκο να ξεχάσουμε ό,τι έγινε και να μονιάσουμε.Πετούσα απ’ τη χαρά μου.Δέχτηκα να ανεβώ μαζί τους το απόγευμα στην ταράτσα, έπρεπε να το γιορτάσουμε. Ανέβηκα αεράτη.Ήπια πολύ λίγη μπίρα, δυο γουλιές όλο κι όλο. Ξαφνικά, ο Ταγάρας έκλεισε την πόρτα της ταράτσας, η μάνα ήταν απέναντι στην Γαλατού. «Μη βγάλεις άχνα, για το καλό σου».Το Φωφίκο με κοίταζε μ’εκείνο το βλέμμα που είχε όταν σκαρφιζόταν κάποια σκανταλιά. «Είσαι σπιούνα», ο Ταγάρας άρχισε να απαγγέλει το κατηγορητήριο. «Δεν συμμερίζεσαι τι περνάμε χωρίς τσιγάρο», συμπλήρωσε το Φωφίκο. «Γι’ αυτό θα μάθεις να καπνίζεις», ήταν η ετυμηγορία του Ταγάρα. «Δεν μου αρέσει, κάνει κίτρινα τα δόντια», η αντίδρασή μου ήταν ξέπνοη.
       Το Φωφίκο πρόσταξε να καθίσω στην καρέκλα, δεν είχα άλλη επιλογή.Ο Ταγάρας μού έδεσε τα χέρια στην πλάτη της καρέκλας.Η μεγάλη άναψε ένα τσιγάρο, το έβαλε στα χείλη μου απαιτώντας να ρουφήξω.Ένιωθα πολύ άσχημα και προσπαθούσα να αποφύγω τον καπνό.Αυτή η κίνηση όμως με έκανε να γλιστρήσω στη φορμάικα της καρέκλας και ο Ταγάρας με έδεσε και από τη λεκάνη. Ρούφηξα αναγκαστικά. Είχε μια περίεργη γεύση, κάτι σα κινίνο.Ένιωσα σαν εκείνη τη φορά που η μάνα μ’ ανάγκαζε να πίνω το ψαρόλαδο. «Φωφίκο μου, όχι, δεν μπορώ». Αποφασισμένοι και οι δύο.Ένιωθα απελπισμένη. «Αφήστε με, λυπηθείτε με».Άτεγκτοι. «Για μερικά ψωροεικοσάρικα πούλησες τα αδέρφια σου, μην το ξεχνάς αυτό», οι λέξεις της μεγάλης ήταν καρφιά στην ψυχή και το σώμα μου. «Κάπνισε, μόνο έτσι θα σε συγχωρήσουμε», ήταν η εντολή του Ταγάρα. «Μόνο έτσι θα πάψεις να είσαι η σπιούνα της μάνας», πρόσθεσε το Φωφίκο.Τράβηξα μια δεύτερη ρουφηξιά.Δεν ένιωθα τη γλώσσα μου, ήταν σα σόλα παπουτσιού. Μου ερχόταν να ξεράσω, μόνο σάλιο έβγαλα. «Πάρτο απόφαση, θα γίνεις σαν κι εμάς».Ο Ταγάρας ύψωσε τον τόνο της φωνής του. «Θα γίνεις καπνίστρια». Η μεγάλη ήταν απόλυτη. «Να το συζητήσουμε», ψέλλισα. «Έχεις να μας προσφέρεις κάτι;»Το μάτι του Ταγάρα γυάλιζε. «Θα σας δώκω τα υπόλοιπα εικοσάρικα».Ο Ταγάρας κοίταξε το Φωφίκο. «Μα μόνο δύο έχουν μείνει», απάντησε αυτή. «Δεχόμαστε την προσφορά», βιάστηκε ο Ταγάρας. «Δεν είναι αρκετή, δε σβήνει τόσο εύκολα η σπιουνιά της».Το Φωφίκο ήταν βράχος.

       Τότε άστραψε το μυαλό μου, ίσως να είχα κι εγώ κομματάκια από το διαβολομένο μυαλό της μεγάλης. «Η κυρά Μαρία».Τους εξήγησα τη σκέψη μου. Ο Ταγάρας αρνήθηκε, «δεν την θέλω, με κοροϊδεύει». Το Φωφίκο του μίλησε ιδιαιτέρως και τον έπεισε.Μείναμε οι δυο μας.Το Φωφίκο μ’έλυσε. «Έχεις μια μοναδική ευκαιρία να γίνεις πραγματική αδερφή μου.Προσοχή όμως, κουβέντα στη μάνα».

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Πέθανε καθηγητής του ΤΕΦΑΑ Θεσσαλίας


ΚΥΡΙΑΚΗ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
18:12:17
[18:03] Στην "εντατική" το Νοσοκομείο του Βόλου[17:33] Οι ηθοποιοί που υποδύθηκαν τον Superman[17:03] Πέθανε ο πρώην Δήμαρχος Μουζακίου[16:33] Παιδικοί σταθμοί μέσω ΕΣΠΑ[16:03] Διεθνές ενδιαφέρον για τις Βόρειες Σποράδες[15:33] Στους 38 βαθμούς ο υδράργυρος αύριο[15:03] Επεισοδιακή βάφτιση κοριτσιού στα Τρίκαλα[14:33] Ελεύθεροι 800 παιδεραστές και παιδόφιλοι[14:03] Τι είδαν οι Ιάπωνες σε Βόλο και Πήλιο;[13:33] Τα ψώνια των δύο φύλων στο σούπερ μάρκετ[18:03] Στην "εντατική" το Νοσοκομείο του Βόλου[17:33] Οι ηθοποιοί που υποδύθηκαν τον Superman[17:03] Πέθανε ο πρώην Δήμαρχος Μουζακίου[16:33] Παιδικοί σταθμοί μέσω ΕΣΠΑ[16:03] Διεθνές ενδιαφέρον για τις Βόρειες Σποράδες[15:33] Στους 38 βαθμούς ο υδράργυρος αύριο[15:03] Επεισοδιακή βάφτιση κοριτσιού στα Τρίκαλα[14:33] Ελεύθεροι 800 παιδεραστές και παιδόφιλοι[14:03] Τι είδαν οι Ιάπωνες σε Βόλο και Πήλιο;[13:33] Τα ψώνια των δύο φύλων στο σούπερ μάρκετ


E-mailΕκτύπωσηPDF
Ο Γεώργιος Ροντογιάννης, καθηγητής Αθλητιατρικής στο ΤΕΦΑΑ Τρικάλων, έφυγε αιφνιδίως από τη ζωή το μεσημέρι της Πέμπτης, σε ηλικία 65 ετών. Εξαίρετος άνθρωπος και επιστήμων ο εκ Λευκάδας καταγόμενος καθηγητής υπηρετούσε στο Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (με έδρα τα Τρίκαλα) με γνωστικό αντικείμενο την αθλητιατρική, από το 1997, ενώ από το 2008 ήταν διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Ερευνών. Διακρινόταν για την ευγένεια και την επιστημονική του κατάρτιση και ο ξαφνικός χαμός του σκόρπισε θλίψη τόσο στους συναδέλφους και στους φοιτητές του, αλλά και σε πολλούς νέους επιστήμονες οι οποίοι πέρασαν από τα χέρια του.
Ο Γεώργιος Ροντογιάννης υπήρξε αθλητής στίβου (δίσκος, δέκαθλο) εθνικού και διεθνούς επιπέδου (1963-1968). Απόφοιτος της Ιατρικής Αθηνών (1969) με ειδικότητες: Αθλητιατρικής (Πανεπιστήμιο Ρώμης,1976), Παθολογίας (1980) και Καρδιολογίας (1982). Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών (1978), Eπισκέπτης Ερευνητής στο Human Performance Lab (Noll Lab.) του Pennsylvania State University (1979-1980), Επίκουρος Καθηγητής Αθλητιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1984-1989), Τομεάρχης Αθλητιατρικής στο ΕΚΑΕ (1989-1997).
Μέλος (1971-) της Ελληνικής Αθλητιατρικής Εταιρείας και Ειδικός Γραμματεύς του Δ.Σ. της (1991-), ιδρυτικό μέλος (1976) και Πρόεδρος του Δ.Σ. της Εταιρείας Αθλητικής Ψυχολογίας και Νευροφυσιολογίας της Αθλήσεως. Μέλος (1980) και Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών (1993-). Μέλος (1987-) της New York Academy of Science. Iδρυτικό μέλος και Αντιπρόεδρος (2008) του Δ.Σ. του Ελληνικού Κολλεγίου Αθλητιατρικής.
Αφήνει πίσω σύζυγο και κόρη. Θα κηδευτεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του.

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Θανάση Γιαλκέτση,Η αποτυχία των διανοουμένων.εφημερίδα των συντακτών





Γεννημένος στη Γερμανία, ο Γιαν-Βέρνερ Μίλερ είναι σήμερα καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν τα βιβλία του «Ενας επικίνδυνος νους: Η επίδραση του Καρλ Σμιτ στον ευρωπαϊκό μεταπολεμικό στοχασμό» (Πόλις, 2010) και «Συνταγματικός πατριωτισμός» (εκδ. Παπαζήση, 2012). Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα άρθρου του Γιαν-Βέρνερ Μίλερ, που δημοσιεύτηκε στην περιοδική επιθεώρηση «Lettera Internazionale».

Προς τα τέλη του 2012 και ενώ η κρίση της ευρωζώνης άγγιζε το απόγειό της, διάφοροι δημοσιογράφοι του γερμανικού Τύπου προειδοποιούσαν τους αναγνώστες τους για μια όψη της κρίσης, που μέχρι τότε δεν είχε προσεχθεί αρκετά. Πράγματι, αν με την κρίση του ευρώ αναδείχτηκαν η αποτυχία των κεντρικών τραπεζιτών των ευρωπαϊκών χωρών, οι Ελληνες γραφειοκράτες, οι Ιταλοί φοροφυγάδες, η Ανγκελα Μέρκελ (ανάλογα με την οπτική γωνία), δεν είχε ωστόσο αναδειχτεί η γενική αποτυχία των διανοουμένων. Γιατί οι διανοούμενοι δεν είχαν υπερασπιστεί τις μεγάλες κατακτήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Γιατί δεν είχαν εκφράσει κάποιο θετικό όραμα για το μέλλον της ηπείρου, αντί να κατασπαταλούν τη μεγάλη κληρονομιά εμπιστοσύνης και κατανόησης μεταξύ των Ευρωπαίων, που είχε καλλιεργηθεί στην πορεία δεκαετιών; Τι έκαναν; Κοιμούνταν παρά την κρίση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην απεχθή επιστροφή των εθνικισμών ή ακόμη και σε ένοπλες συγκρούσεις (…). Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει αυτήν την αντίληψη για τον ρόλο των διανοουμένων λίγο απογοητευτική. Δεν θα έπρεπε αυτοί να παλεύουν για να είναι κάτι περισσότερο σε σχέση με αυτό που στις ΗΠΑ αποκαλείται γενικά «δημόσιος διανοούμενος» (ορισμός με τον οποίο οι Αμερικανοί εννοούν απλώς τους πανεπιστημιακούς που απευθύνονται σε ένα καλλιεργημένο κοινό), με μια λέξη «ειδικός»; Το ζήτημα είναι ότι οι διανοούμενοι, που παίζουν τον ρόλο αυτό, δεν θα έπρεπε να ασχολούνται μόνο με αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούν «εκλαῒκευση». Θα έπρεπε και να αξιολογούν τα κανονιστικά επιχειρήματα, έτσι ώστε οι Ευρωπαίοι πολίτες να είναι σε θέση να επεξεργάζονται δικές τους ηθικές και πολιτικές κρίσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι αποσαφήνιση και δημόσια αιτιολόγηση θα έπρεπε να συμβαδίζουν. Αυτός είναι και ένας δημοκρατικός ρόλος. Το ζητούμενο δεν είναι να υποκινούν ενθουσιασμούς για ένα ορισμένο πολιτικό σχέδιο. Το ζητούμενο είναι μάλλον να καθιστούν σαφείς τις επιλογές και το νόημά τους από ηθική άποψη, για να αφήνουν έπειτα την απόφαση στους λαούς της Ευρώπης. Το τυπικό παράδειγμα εργασίας αυτού του είδους είναι οι παρεμβάσεις του Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος δεν είναι μόνον ο πιο σημαντικός Ευρωπαίος διανοούμενος, αλλά είναι και ο διανοούμενος που έχει αφοσιωθεί περισσότερο στο νόημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στις μελλοντικές της δυνατότητες. Οι λεπτομέρειες των αναλύσεων του Χάμπερμας μπορεί να αποδεικνύονται επαρχιακές από διανοητική άποψη (ο Πέρι Αντερσον πρόσφατα κατέδειξε ότι, στο τελευταίο δοκίμιο του Χάμπερμας για την Ευρώπη, τα τρία τέταρτα των αναφορών παραπέμπουν σε Γερμανούς συγγραφείς και το υπόλοιπο ένα τέταρτο σε Αγγλοαμερικανούς· σαν να λέμε ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη οι διανοούμενοι δεν υπάρχουν). Μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στον Χάμπερμας για την αβλεψία του. Μπορεί οι λύσεις που προτείνει να θεωρούνται από ορισμένους αθεράπευτα ιδεαλιστικές. Παραμένει, ωστόσο, το γεγονός ότι υπάρχει ένας διανοούμενος ο οποίος προσπαθεί καλόπιστα να μάθει από τους ειδικούς, να εξηγήσει αυτά που εκείνος θεωρεί ότι είναι οι κατακτήσεις, τα ελαττώματα και το κανονιστικό δυναμικό της Ενωσης και επομένως να προωθήσει μια σοβαρή πολιτική συζήτηση. Με άλλα λόγια, μπορούμε να απορρίψουμε το περιεχόμενο όσων προτείνει ο Χάμπερμας κι ωστόσο να βρούμε πειστικό το υπόδειγμα που μας προμηθεύει για τη στράτευση των διανοουμένων ως προς την Ευρώπη (…).

Σε ό,τι αφορά τη δημιουργία μιας αυθεντικά ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, δεν υπάρχει μια πανάκεια. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι τα άτομα θα γίνουν πιο φιλομαθή, περισσότερο διατεθειμένα να κατανοήσουν πόσο γόνιμο είναι αυτό το έργο μετάφρασης και μεσολάβησης. Ολα αυτά μπορεί να ακούγονται προφανή, αλλά είναι αληθινά ένας επείγων στόχος, ιδιαίτερα σε αυτήν την κρίσιμη συγκυρία. Ας πάρουμε ένα κοινότοπο παράδειγμα: Οι Γερμανοί (και άλλοι «Βόρειοι») οφείλουν να κατανοήσουν την ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, τον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κράτος χρησιμοποιήθηκε για την ειρήνευση μιας βαθιά πολωμένης κοινωνίας και το πώς τα ευρωπαϊκά χρήματα χρησίμεψαν για να δημιουργηθεί μια μεσαία τάξη, που θα βοηθούσε τα κόμματα να παραμείνουν στην εξουσία, αλλά θα μείωνε και τους κινδύνους μιας ανανεωμένης κοινωνικής σύγκρουσης (διευκρινίζουμε ότι κανένας από αυτούς τους λόγους δεν δικαιολογεί τη διαφθορά και ένα κράτος που γενικά δεν λειτουργεί). Αντίθετα, θα ήταν ωφέλιμο οι παρατηρητές εκτός Γερμανίας να μάθαιναν λίγο περισσότερα για την ιδιαίτερη μορφή φιλελεύθερης οικονομίας που, επί πολύ καιρό, ενέπνεε τις πολιτικές της Βόνης και του Βερολίνου: για εκείνο το παράξενο πράγμα που αποκαλείται Ordoliberalismus («εύτακτος φιλελευθερισμός»), του οποίου οι εκφραστές θεωρούνταν οι αληθινοί «νεοφιλελεύθεροι», δηλαδή οι θιασώτες του οικονομικού φιλελευθερισμού που είχαν αντλήσει διδάγματα από τη Μεγάλη Υφεση και από την άνοδο των δικτατοριών τον 20ό αιώνα και που πράγματι δεν ήθελαν ο οικονομικός φιλελευθερισμός να υποβαθμίζεται σε απλό laissez-faire. Κατά τη γνώμη τους, οι αυτοαποκαλούμενοι νεοφιλελεύθεροι, όπως ο Λούντβιχ φον Μίζες, δεν ήταν παρά «παλαιοφιλελεύθεροι», οι οποίοι, σε ό,τι αφορά την αυτορρύθμιση των αγορών, είχαν παραμείνει προσκολλημένοι στις ορθοδοξίες του 19ου αιώνα. Οι Γερμανοί νεοφιλελεύθεροι, από την άλλη μεριά, ήθελαν ένα κράτος ισχυρό, ικανό και διατεθειμένο όχι μόνον να προμηθεύει ένα σύστημα αναφοράς για τις αγορές και για την κοινωνία, αλλά και να παρεμβαίνει στις πρώτες, για να εξασφαλίζει ανταγωνισμό και «πειθαρχία» (για τον Ordoliberalismus ιδιαίτερα, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να υποψιαζόμαστε ότι έκρυβε μιαν ανελεύθερη ή και αυταρχική πλευρά).

Σε μια πιο παραγωγική και πιο προωθημένη συζήτηση, προκειμένου να στοχαστούμε καλύτερα για την πολιτική και φυσικά για την οικονομία, δεν μπορούν να παραγνωρίζονται οι βαθιές διαφορές των εθνικών αφετηριών (…). Αν η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης και αν το να είμαστε Ευρωπαίοι πολίτες σημαίνει κάτι, τότε δεν υπάρχουν πλέον εσωτερικές υποθέσεις των επιμέρους εθνικών κρατών, που οι άλλοι Ευρωπαίοι δεν νομιμοποιούνται να συζητούν ή να κρίνουν. Και αν σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος η δημοκρατία και το κράτος δικαίου απειλούνται, τότε όλοι οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι έχουν το χρέος να σημάνουν συναγερμό. Προφανής περίπτωση είναι η Ουγγαρία, που θα μπορούσε εύκολα να γίνει το πρώτο κράτος-μέλος που θα υποστεί βαριές κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση για την οπισθοδρόμησή του προς μια μορφή ανελευθερίας. Απέναντι στις σκληρές κριτικές του Ευρωκοινοβουλίου, ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν μίλησε για υπερεθνική συνωμοσία, με επικεφαλής τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, η οποία εξυφαίνεται εναντίον των αξιών που υπερασπίζονται ο Ορμπάν και οι σύμμαχοί του: εθνική υπερηφάνεια, χριστιανοσύνη, παραδοσιακή αντίληψη της οικογένειας. Ανήκει στους Ευρωπαίους διανοούμενους το καθήκον να εξηγήσουν το γιατί, για παράδειγμα, μια ορισμένη κοινή ευρωπαϊκή ερμηνεία του κράτους δικαίου δεν είναι μια παραταξιακή ή επαρχιακή προσέγγιση, αλλά μια οικουμενική αξία, από την οποία δεν μπορούμε να παρεκκλίνουμε στο όνομα της «διαφορετικότητας» και του «πλουραλισμού» (…).
22/06/2013

Αγαπημένη μου αδελφή Άλεξ...

Αγαπημένη μου αδελφή Άλεξ...


Μια αληθινή ιστορία

Δημήτρης Χρ. Βλαχοπάνος

Πέτρα - Ηπειρωτικές Εκδόσεις, 2013
206 σελ.
Ένας γάμος μέσα στη φωτιά και τη βία της κατοχής. Κάτω από τα απειλητικά βλέμματα του γερμανικού στρατού. Ένας γάμος στο ιστορικό χωριό Κομμένο Άρτας το δεκαπενταύγουστο του 1943. Γερμανοί στρατιώτες, αντάρτες δεξιοί και αριστεροί σε διάταξη μάχης, εκκαθαριστική "επιχείρηση Ζάλμινγκερ" και σφαγές στην Ήπειρο τον Ιούλιο, εκκαθαριστική "επιχείρηση Αύγουστος" και διασπορά ειδήσεων φόβου και τρόμου στα χωριά και στις πόλεις, υπεύθυνοι που κρατούν στα χέρια τους τη μοίρα χιλιάδων ανθρώπων, άμαχοι στο έλεος των επιδρομένων, ο Άρης και ο Ζέρβας στα πρόθυρα του εμφυλίου...

Ο πατέρας της νύφης Θεόδωρος Μάλλιος. Αυτός πρέπει να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Ο Αλέξανδρος, ο μικρός αδερφός. Αυτός πενθεί αφόρητα και όσο κανείς άλλος τον αποχωρισμό που θα φέρει ο γάμος. Η μάνα Βασιλική Μάλλιου. Ο μεγάλος αδερφός Σπύρος. Η δωδεκαμελής οικογένεια. Μια μεγάλη κορνίζα που ετοιμάζεται για την ευλογημένη ώρα. Και η νύφη. Η Αλεξάνδρα. Που ακολουθεί τη μοίρα της. Τη μοίρα που φτιάχνουν οι άλλοι.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Εθνικοί μύθοι και μετα-νεωτερικός λαϊκισμός






       Δεν είναι τωρινό το φαινόμενο η συζήτηση για το παρελθόν. Θα έλεγα ότι διατρέχει όλο τον ελεύθερο βίο του νεοελληνικού κράτους. Παλιότερα, η αναφορά αποσκοπούσε στην υμνολογία με σκοπό  την ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας, ιδίως σε περιόδους εθνικών, κοινωνικών και πολιτικών κρίσεων. Τότε, ο λόγος επικεντρωνόταν στον ελληνισμό και τις απαρασάλευτες αρχές του. Αυτοί που είχαν διαφορετική άποψη είχαν μικρή επιρροή και οι απόψεις τους δεν έφθαναν σε πλατύτερα ακροατήρια.
       Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα άλλαξαν. Εμφανίζεται και στην Ελλάδα μια τάση αναθεώρησης κάποιων αντιλήψεων για πρόσωπα και γεγονότα, που είχαν αποκτήσει παγιωμένη και στερεοτυπική μορφή. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο Μακρυγιάννης και η εικόνα του που διαμορφώθηκε από το χρωστήρα του Σεφέρη. Νεώτεροι επιστήμονες(Γιαννουλόπουλος) αμφισβήτησαν την ‘αγιογραφία’ του και τον επανατοποθέτησαν στην ιστορική σκηνή των επαναστατημένων Ελλήνων τοποθετώντας τον στα μη πρωτοκλασάτα πρόσωπα της επανάστασης του 1821.
     Άρχισε, λοιπόν, μια προσπάθεια αποδόμησης των εθνικών μύθων που τροφοδότησαν για πολλές δεκαετίες την ιστορική, συλλογική μνήμη. Η συζήτηση συμπεριέλαβε το κρυφό σχολείο, τη Μικρασιατική καταστροφή, τη γενοκτονία των Ποντίων και τελευταία τον χορό του Ζαλόγγου. Αναμφίβολα, η επιστήμη έχει την υποχρέωση να ερευνά, να αμφισβητεί, να τροφοδοτεί με νέα γνώση.
        Όμως, τι είναι οι εθνικοί μύθοι; Η τρέχουσα σημασιοδότησή τους ταυτίζεται με το ψέμα. Ο εθνικός μύθος, λένε, είναι μια κατασκευή. Δεν έχει καμιά ιστορική αναφορά. Ακόμη όμως  και στην περίπτωση που η κατασκευή  είναι αδιαμφισβήτητη, όπως συμβαίνει στην παράδοση για τα ψάρια κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο εθνικός μύθος δομείται με άξονα την ανάταξη της προσδοκίας για την απελευθέρωση. Υπ’ αυτή την έννοια, ο εθνικός μύθος οργανώνεται γύρω από ένα διαδεδομένο και υπαρκτό μύθο, που αξιοποιείται για τη συντήρηση των προσδοκιών.
      Στο παράδειγμα του Ζαλόγγου είναι πιο ορατή η σχέση του εθνικού μύθου με την ιστορική πραγματικότητα. Ο εθνικός μύθος εξιστορεί ένα ιστορικό γεγονός. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ιστορικά τραγούδια , που αναφέρονται σε γνωστούς ήρωες. Η παράδοση για το Ζάλογγο ή ένα ιστορικό δημοτικό τραγούδι δεν αποδίδει επακριβώς το ιστορικό γεγονός. Δεν είναι αυτός ο στόχος τους ούτε μπορούν να το πράξουν. Στον προφορικό λαϊκό πολιτισμό το μείζον ήταν το βιωμένο ιστορικό γεγονός. Και τέτοιο γεγονός ήταν η «Δέσπω που έκανε πόλεμο με νύφες και μ’αγγόνια». Η προσπάθεια ιστορικής ταυτοποίησης των επιμέρους στοιχείων γίνεται όταν αγνοούμε τον τρόπο που λειτουργούν τα είδη του λαϊκού πολιτισμού. Οι υπερβολές στην εικονοποιΐα και σε δευτερογενή στοιχεία της αφήγησης μικρή σημασία έχουν. Το μείζον είναι το ιστορικό γεγονός. Και στην περίπτωση του χορού του Ζαλόγγου , το μείζον ήταν η αντίσταση των Σουλιωτών  στον Αλή Πασά που προσπάθησε να τους αφανίσει , όπου κι κατευθύνθηκαν. Ριζωμένη , όμως, στην ιστορία είναι και η πολιτισμική παράδοση των Σουλιωτών. Στο δικό τους πολιτισμικό κεφάλαιο εκείνο  που κατηύθυνε τις ενέργειές τους ήταν  η ατομική και συλλογική αξιοπρέπεια, που τους έκανε να επιλέξουν το θάνατο αντί για μια ατιμασμένη ζωή. Το έπραξαν στο Ζάλογγο. Το επανέλαβαν στη μονή του Σέλτσου,  ένα μετά. Οι Σουλιώτες προτιμούν να πέσουν στον Ασπροπόταμο παρά να παραδοθούν στα ασκέρια του Αλή.
       Όλοι οφείλουμε να είμαστε ψύχραιμοι σε τέτοια θέματα. Η ‘ιερή’ αγανάκτηση, όταν είναι κατευθυνόμενη, δεν συμβάλλει στην αναζήτηση της αλήθειας και στον ειλικρινή διάλογο. Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από μεμονωμένα πρόσωπα που δαιμονοποιούνται, γεγονός που υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες. Ο κίνδυνος για τη χώρα είναι η υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας.
      Οι Έλληνες τελευταία ανακάλυψαν τους εθνικούς μύθους. Η συζήτηση ανύπαρκτη. Η ευθύνη ανήκει και σ’ εκείνους τους ιστορικούς που οιστρηλατούνται από τη δύναμη της δημόσιας ιστορίας να τους καταστήσει πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής. Υπ’ αυτή την έννοια, οι εθνικοί μύθοι τροφοδοτούν το μετα-νεωτερικό λαϊκισμό των ιστορικών που τους αξιοποιούν για μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
    
  

    

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

2ο ΘΕΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ ΚΑΙ ΝΑ ΠΙΝΔΟΥ, ΔΑΣΙΚΟ ΧΩΡΙΟ, 27 Αυγούστου έως 1 Σεπτεμβρίου 2013


Διάρθρωση Μαθημάτων -Ενδεικτικό Πρόγραμμα
Τρίτη 27/8/2013
15.00-18.00 Εγγραφές
17.30-18.00 Επίσημη Έναρξη-Χαιρετισμοί
18.00-20.00 Έναρξη Εργασιών. Κεντρικές Ομιλίες
Βασιλική Μουτάφη.  Οικο- και αγρο-τουρισμός: Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις
Λεωνίδας Λουλούδης. Ευρωπαϊκή Ένωση και πολιτικές ανάπτυξης ορεινών και μειονεκτικών περιοχών
Γεώργιος Βλάχος. Τα γεωργικά προϊόντα ποιότητας και η συμβολή τους στην ανάπτυξη των ορεινών περιοχών
Τετάρτη 28/8/2013
08.00-09.00 Πρωινό
09.30-13.00
Εργαστήριο(Workshop) 1 
ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΌΤΗΤΕΣ (ΓΕΩΡΓΙΑ-ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ-ΔΑΣΟΚΟΜΙΑ)

9.30-11.00  Ανδρομάχη Οικονόμου. Τρόποι οικειοποίησης του φυσικού περιβάλλοντος: θεωρία και μεθοδολογία έρευνας

11.30-13.00 Συζήτηση-Στρογγυλό Τραπέζι.
Συντονίστρια: Ανδρομάχη Οικονόμου
Εισήγηση: Θοδωρής Σπύρου. Αγροκτηνοτροφικές κοινωνίες της Πίνδου: θεωρία και μεθοδολογία έρευνας
Σχολιαστής: Νίκος Καρατζένης, Εκπαιδευτικός-συγγραφέας

13.00-14.00.Μελέτη
14.00-17.00 Γεύμα, Ελεύθερος Χρόνος
17.00-20.30
Εργαστήριο(Workshop) 2
ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ


17.00-18.30 Ελευθερία Δέλτσου.   Γενικά Ζητήματα για τον  τουρισμό: θεωρία-μεθοδολογία έρευνας

19.00-20.30  Συζήτηση-Στρογγυλό Τραπέζι.
Συντονίστρια: Βασιλική Μουτάφη
Εισήγηση: Βασιλική  Μουτάφη. Η σχέση culture και (agri)culture: Συνέχειες και ασυνέχειες
Συζητητής: Ελευθερία Δέλτσου
Σχολιαστής: Κούλα Κουτσούμπα, τουριστικές επιχειρήσεις


Πέμπτη 29/8/2013
08.00-09.00 Πρωινό
09.30-13.00
Εργαστήριο(Workshop) 3
ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ-ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

9.30-11.00 Λεωνίδας Καζακόπουλος. Όψεις αγροτουρισμού. Δυνατά και αδύνατα σημεία

11.30-13.00
Ομάδα 1
Συζήτηση-Στρογγυλό Τραπέζι. Συντονιστής: Λεωνίδας Καζακόπουλος
Εισήγηση: Γεώργιος Βλάχος. Ενδυνάμωση των δεσμών πρωτογενούς παραγωγής  με τον αγροτουρισμό
Σχολιαστής: Kούλα Κουτσούμπα

Ομάδα 2
Συζήτηση-Στρογγυλό Τραπέζι.
Συντονιστής: Ελευθερία Δέλτσου
Εισήγηση: Βασιλική Γιακουμάκη. Θρησκευτικός τουρισμός και διατροφή
Συζητητής: Βασιλική Μουτάφη
Σχολιαστής: Ανθή Αγγέλη, αρχαιολόγος

13.00-14.00.Μελέτη
14.00-17.00 Γεύμα, Ελεύθερος Χρόνος
17.00-20.30
Εργαστήριο(Workshop) 4 
ΝΕΡΟ-ΕΚΔΡΟΜΕΣ-ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

17.00-18.30 Νίκος Γιαννούλης. Νερό πηγή ζωής, ΄΄ Έχω τη νεροτριβή και ζω τη φαμελιά’μ΄΄

19.00-20.30
Ομάδα 1
Συζήτηση-Στρογγυλό Τραπέζι.
Συντονιστής: Θοδωρής Σπύρου
Εισήγηση: Ρέα Κακάμπουρα. Τουρισμός, εκδρομές και πολιτιστικού σύλλογοι
Συζητητής: Ελευθερία Γκαρτζονίκα, σχολική σύμβουλος
Σχολιαστής: Νίκος Μπριασούλης, Εκπαιδευτικός-πρώην πρόεδρος Ι.Λ.Ε.Τ.

Ομάδα 2
Συζήτηση-Στρογγυλό Τραπέζι.
Συντονιστής: Θοδωρής Σπύρου
Εισήγηση:Χαρίκλεια Μπίσα MSc Βιολόγος   & Βασιλική Καλτσούνη, MSc Περιβαλλοντολόγος.
Εθνικό πάρκο Τζουμέρκων: βιοποικιλότητα και τουριστική ανάπτυξη
Σχολιαστές: Χρήστος Λάμπρης, τουριστικές επιχειρήσεις & Νίκος Μάνθος extreme sports
Παρασκευή 30/8/2013
08.00-09.00 Πρωινό
ΠΡΩΙ & ΑΠΟΓΕΥΜΑ
ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΙΤΟΠΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΟ ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙ  ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ
Σάββατο 31/8/2013
08.00-09.00 Πρωινό
ΠΡΩΙ & ΑΠΟΓΕΥΜΑ
ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΙΤΟΠΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΟ ΣΥΡΡΑΚΟ
Κυριακή 1/9/2013
08.00-09.00 Πρωινό
09.30-11.00  Παρουσιάσεις Ημερολογίων Έρευνας: εμπειρίες, προβλήματα, αξιολόγηση
11.15-14.00 Στρογγυλό Τραπέζι-Συζήτηση
14.00 Κλείσιμο των Εργασιών