Οι εκδόσεις Νήσος, μέσω της χορηγίας του Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου, αναλαμβάνουν να συγκροτήσουν σε βάθος χρόνου μια πλήρη αριστοτελική βιβλιοθήκη. Hδη από το 2011 κυκλοφορούν οι έξι πρώτοι τόμοι σε ρέουσες μεταφράσεις, άρτια τεκμηριωμένες και σχολιασμένες.
Με έναυσμα την πρόσφατη κυκλοφορία του τόμου Τέχνη Ρητορική (σε μετάφραση-εισαγωγή και επιμέλεια Παντελή Μπασάκου), ο δρ φιλοσοφίας και μεταφραστής Γιώργος Καράμπελας μας συστήνει με ελκυστική διαύγεια τον εν λόγω τόμο, παράλληλα ο Βασίλης Κάλφας, καθηγητής φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, διατρέχει εποπτικά το όλο φιλόδοξο εγχείρημα, τόσο στην ιστορική, στοχαστική και παιδευτική του διάσταση όσο και στην ευρύτερη πρόσληψη του αριστοτελικού έργου στα καθ’ ημάς, τέλος, ο ομότιμος καθηγητής φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Παντελής Μπασάκος μας μεταφέρει την αύρα της πειθαρχίας, του μόχθου αλλά και της απόλαυσης, με τη δέουσα πάντα μελαγχολική ειρωνεία που γεννάει η συμβίωση πλάι σε κείμενα αυτού του βάθους κι αυτής της διάρκειας.
Επιμέλεια: Μισέλ φάις
Τον Σεπτέμβρη του 1821 ο Αδαμάντιος Κοραής εκδίδει στο Παρίσι τα Πολιτικά του Αριστοτέλη και την επόμενη χρονιά τα Ηθικά Νικομάχεια. Με τον τρόπο αυτό, ο γέρων Κοραής θεωρεί ότι συμμετέχει από μακριά στην Ελληνική Επανάσταση που μόλις είχε ξεσπάσει.
Η κίνηση του Κοραή έχει, ωστόσο, συμβολικό χαρακτήρα. Ο μεγάλος διαφωτιστής δεν αυταπατάται θεωρώντας ότι τα πρωτότυπα κείμενα του Αριστοτέλη θα διαβαστούν από τους εξεγερμένους, ούτε είναι από εκείνους που πιστεύουν ότι η εξοικείωση με το ένδοξο παρελθόν αρκεί για την παλιγγενεσία των Ελλήνων.
Το μήνυμα του Κοραή είναι πως κανένα σύγχρονο έθνος δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του αν δεν έχει πρόσβαση στις βασικές ιδέες που διαμόρφωσαν την ταυτότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Διακόσια χρόνια αργότερα, θα έλεγε κανείς ότι το μήνυμα του Κοραή πέρασε απαρατήρητο. Το 2016 έχει ανακηρυχθεί «Ετος Αριστοτέλη», ο Αριστοτέλης ωστόσο παραμένει, τηρουμένων των αναλογιών, εξίσου άγνωστος στους σημερινούς νεοέλληνες όσο ήταν τον καιρό του Κοραή. Είναι, μάλιστα, πολύ περίεργο και ενδιαφέρον ότι ο Αριστοτέλης παραμένει άγνωστος σε ένα κράτος που από τα πρώτα του βήματα στηρίχθηκε ιδεολογικά στην αρχαιολατρία.
Η αρχαιολατρία μας, ωστόσο, εξαντλήθηκε στην απεγνωσμένη επιβολή της εκμάθησης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ενώ καμία προσπάθεια δεν έγινε για την ουσιαστική γνώση της σκέψης και του πολιτισμού των Αρχαίων.
Κατά τον 19ο αιώνα η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών ξεκινά από το Δημοτικό και καταλαμβάνει ένα ποσοστό γύρω στο 45% των ωρών διδασκαλίας στη Μέση Εκπαίδευση. Προσθέστε τα Λατινικά και τα Θρησκευτικά (άλλο ένα 30%) και θα καταλάβετε γιατί για τα Μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες περισσεύουν στην καλύτερη περίπτωση 3 ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας. Τι χώρος να μείνει για τον Αριστοτέλη, τα κείμενα του οποίου δεν προσφέρονται για γλωσσική διδασκαλία και είναι κατά τα 2/3 αφιερωμένα στη γνώση της Φύσης;
Δεν πρέπει, ωστόσο, να δοθεί η εντύπωση ότι η ουσιαστική γνώση του αριστοτελικού έργου είναι απλή υπόθεση – πόσο μάλλον η ένταξή του με κάποιον τρόπο στην εκπαίδευση. Τονίζουμε, συνήθως, την ευρύτητα των ενδιαφερόντων του Αριστοτέλη, το γεγονός ότι το έργο του αποτελεί μια πραγματική εγκυκλοπαίδεια της γνώσης και, ακόμη, την εντυπωσιακή εμβέλεια της σκέψης του, αφού κανένα άλλο φιλοσοφικό σύστημα δεν επηρέασε τόσο πολύ τους μεταγενέστερους.
Ο Αριστοτέλης όμως είναι ένας πολύ βαθύς και δύσκολος φιλόσοφος και η κατανόηση της σκέψης του μόνο εύκολη δεν είναι. Η πρόσληψή του επιδεινώνεται από τη φύση των γραπτών του, αφού τα κείμενα του Αριστοτέλη που έχουμε σήμερα στα χέρια μας δεν προορίζονταν για δημοσίευση αλλά για κάποιου είδους «εσωτερική» χρήση, τον ακριβή χαρακτήρα της οποίας αγνοούμε.
Με δυο λόγια, ο Αριστοτέλης δεν διαβάζεται χωρίς βοήθεια. Με βοήθεια άλλωστε διαβάστηκε πάντοτε ο Αριστοτέλης. Η καθιέρωση της μοναδικής του θέσης στην ιστορία της φιλοσοφίας στηρίχθηκε στη μεσολάβηση μιας σειράς σπουδαίων σχολιαστών. Χωρίς τον Αλέξανδρο Αφροδισιέα, τον Αβερρόη και τον Θωμά Ακινάτη, ο Αριστοτέλης δεν θα είχε τον ίδιο ρόλο στη φιλοσοφία της ύστερης αρχαιότητας, των Αράβων και των Σχολαστικών.
Οι προαναφερθέντες, ωστόσο, πέρα από σχολιαστές του Αριστοτέλη, ήταν οι σπουδαιότεροι φιλόσοφοι της εποχής τους (όπως περίπου ο σχολιαστής του Αριστοτέλη Χάιντεγκερ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα). Βοήθεια μπορεί ασφαλώς να προσφέρει και μια καλή μετάφραση του Αριστοτέλη. Στη βοήθεια άλλωστε των μεταφράσεων κατέφυγαν όλα τα έθνη, από τον 12ο αιώνα μέχρι σήμερα, όταν απέκτησαν δίγλωσσους γνώστες της αριστοτελικής φιλοσοφίας.
Για να επανέλθουμε στη σύγχρονη Ελλάδα, με τον προσανατολισμό που πήρε εξαρχής η αρχαιογνωσία μας, το έργο του Αριστοτέλη ήταν φυσικό να παραμείνει terra incognita. Η αρχή έπρεπε να γίνει από το Πανεπιστήμιο.
Οι κλασικές όμως σπουδές στο ελληνικό Πανεπιστήμιο προσανατολίστηκαν στη μελέτη και τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, οι Φιλοσοφικές Σχολές προετοίμαζαν απλώς «φιλολόγους», ικανούς να διδάξουν στο ελληνικό σχολείο το γλωσσικό μάθημα των ελληνικών, το οποίο ακόμη και σήμερα εστιάζεται στην αρχαία ποίηση και σε απλά πεζά κείμενα ρητόρων και ιστορικών. Μόνο με τη σημερινή γενιά διδασκόντων έχει αρχίσει ο Αριστοτέλης να βρίσκει μια θέση στο ελληνικό Πανεπιστήμιο.
Εξίσου απογοητευτική είναι η παράδοση των νεοελληνικών μεταφράσεων του Αριστοτέλη – φυσικό επακόλουθο της γενικής απαξίωσης των μεταφράσεων αρχαιοελληνικών κειμένων στο υπερφίαλο νεοελληνικό κράτος.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στην Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964 για να γίνει αποδεκτό, από μια μερίδα τουλάχιστον των ιθυνόντων της εκπαίδευσης, ότι ο μέσος Ελληνας, παρά τον πολύχρονο βομβαρδισμό των αρχαίων ελληνικών, δεν ήταν σε θέση να διαβάσει ένα αρχαιοελληνικό κείμενο από το πρωτότυπο. Μεταφράσεις του Αριστοτέλη δεν επιχειρούνται σε όλο τον 19ο αιώνα.
Αλλά και μέχρι τη μεταπολίτευση του 1974, οι μόνες αριστοτελικές μεταφράσεις που στέκονταν με κάποια σοβαρότητα ήταν η μετάφραση της Ποιητικής από τους Μένανδρο - Συκουτρή (Ακαδημία Αθηνών, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1937) και η μετάφραση του Περί Ψυχής από τον Τατάκη (Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, χ.χ.).
Το 2008 ξεκίνησε μια φιλόδοξη προσπάθεια να εκδοθούν τα Απαντα του Αριστοτέλη σε νεοελληνική μετάφραση. Η βασική σύλληψη ήταν να δοθεί το έργο του Αριστοτέλη σε μια χρηστική δίγλωσση έκδοση, με ενιαίο ερμηνευτικό σχολιασμό, που θα απευθύνεται τόσο στον ειδικό όσο και στο γενικό μορφωμένο κοινό.
Συγκροτήθηκε λοιπόν μια ομάδα 25 μελετητών –στην πλειονότητά τους πανεπιστημιακοί διδάσκοντες ή ερευνητές με αντικείμενο την αρχαία φιλοσοφία–, η οποία έκτοτε λειτουργεί ως διαρκές σεμινάριο. Σε τακτικές μηνιαίες συναντήσεις παρουσιάζεται η υπό εξέλιξη μεταφραστική εργασία των μελών της ομάδας και γίνεται αντικείμενο κριτικής.
Η ιδέα της έκδοσης των Απάντων του Αριστοτέλη ανήκει στον Γεράσιμο Κουζέλη, καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που διευθύνει και το όλο εγχείρημα.
Η επιστημονική ευθύνη ανήκει στους Βασίλη Κάλφα και Παντελή Μπασάκο, καθηγητές φιλοσοφίας αντιστοίχως στο ΑΠΘ και στο Πάντειο. Η έκδοση πραγματοποιείται από τις εκδόσεις Νήσος με την ενίσχυση του κοινωφελούς Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Θα ολοκληρωθεί σε 21 τόμους. Ολοι οι τόμοι περιλαμβάνουν Εισαγωγή, αρχαίο κείμενο και μετάφραση και σύντομο ερμηνευτικό σχολιασμό.
Για την ώρα έχουν κυκλοφορήσει οι έξι πρώτοι τόμοι. Κατά χρονολογική σειρά: Περί γενέσως και φθοράς (2011, τόμ. 7, μετ. Βασίλης Κάλφας), Κατηγορίαι και Περί ερμηνείας (2011, τόμ. 1, μετ. Παύλος Καλλιγάς), Μικρά Φυσικά (2014, τόμ. 14, μετ. Ηλίας Γεωργούλας), Φυσικά (2014, τόμ. 5, μετ. Βασίλης Κάλφας), Αθηναίων Πολιτεία (2015, τόμ. 21, μετ. Χλόη Μπάλλα) και Τέχνη Ρητορική (2016, τόμ. 19, μετ. Παντελής Μπασάκος). Είναι ακόμη έτοιμοι και σύντομα θα κυκλοφορήσουν το Περί ζώων μορίων (μετ. Στασινός Σταυριανέας), το Περί ζώων πορείας και Περί ζώων κινήσεως (μετ. Παντελής Γκολίτσης) και τα Μετεωρολογικά (μετ. Μυρτώ Γκαράνη).
Η αρχική πρόβλεψη ήταν το έργο να ολοκληρωθεί σε 8 χρόνια, αλλά αποδείχτηκε υπεραισιόδοξη. Θα χρειαστεί σίγουρα περισσότερος χρόνος, όπως χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο όλα τα ανάλογα εγχειρήματα στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά μπορούμε πλέον με βεβαιότητα να πούμε ότι η ολοκλήρωση του έργου είναι ορατή.
Η επάρκεια της μεταφραστικής ομάδας θα κριθεί από το τελικό αποτέλεσμα. Η δυνατότητα όμως συγκρότησης μιας τέτοιας ομάδας στηρίχθηκε στην εντυπωσιακή ενδογενή ανάπτυξη της μελέτης της αρχαίας φιλοσοφίας.
Η κοινότητα των Ελλήνων μελετητών της αρχαίας φιλοσοφίας, αυτών που δρουν στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εξωτερικό, κατέκτησε βαθμιαία κατά την τελευταία εικοσαετία μια σημαντική θέση στη διεθνή έρευνα. Υπό την έννοια αυτή, η οργανωμένη προσπάθεια να μεταφραστεί όλος ο Αριστοτέλης στα νέα ελληνικά δεν θα μπορούσε να γίνει σε παλαιότερη εποχή. Οπότε δεν έχει και νόημα να καταγγέλλει κανείς την ανεπάρκεια των κρατικών θεσμών που δεν οργάνωσαν ώς τώρα ένα τέτοιο εγχείρημα.
Οσο για τη μεταφραστική γραμμή που ακολούθησε η ομάδα, θα πρέπει να πούμε ότι δεν υπήρξε εξαρχής ενιαία προσέγγιση. Μέσα όμως από την κριτική και την αλληλεπίδραση διαφαίνονται σιγά σιγά κάποιες κοινές τάσεις, που δεν ακυρώνουν ωστόσο την αυτοτέλεια της προσέγγισης του κάθε μεταφραστή.
Ξεκινήσαμε πάντως από τη διαπίστωση ότι οι νεοελληνικές μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών φιλοσοφικών κειμένων είναι συνήθως πολύ κακές. Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει αν συγκρίνει κανείς μεταφράσεις κλασικών αρχαιοελληνικών έργων στις βασικές ευρωπαϊκές γλώσσες και στα νέα ελληνικά.
Διαπιστώσαμε γρήγορα στην πράξη ότι το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο μεταφραστής παγιδεύεται από την κοινότητα της νέας ελληνικής και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Λειτουργώντας ως «ενδογλωσσικός» μεταφραστής, διστάζει να προτάξει την αυτονομία της νέας ελληνικής και συνειδητά ή ασυνείδητα έλκεται από τη διαφορετική μορφολογία και σύνταξη της αρχαίας.
Ετσι, το μεταφρασμένο κείμενο, ενώ ανήκει τυπικά στη νέα ελληνική γλώσσα, δεν μπορεί να διαβαστεί μόνο του και χρειάζεται τη συνεχή βοήθεια του αρχαιοελληνικού πρωτοτύπου (αν υποθέσουμε ότι ο αναγνώστης μπορεί κάτι να καταλάβει από αυτό). Το υποτιθέμενο, και υπαρκτό κατ' αρχήν, πλεονέκτημα της κοινότητας της γλώσσας του μεταφραστή και της γλώσσας του κειμένου έχει μετατραπεί σε εμπόδιο.
Στην ίδια κατεύθυνση συμβάλλει και ο υπερβολικός σεβασμός -που είναι μάλλον δέος και φόβος- του μεταφραστή απέναντι στον μεταφραζόμενο συγγραφέα. Πώς να τολμήσεις να μεταφράσεις έναν όρο του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, αν «ακούγεται» ακόμη κάπως στα νέα ελληνικά, έστω κι αν σήμερα σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό.
Η θεραπεία είναι πάντα η ίδια. Το μεταφρασμένο νεοελληνικό κείμενο θα πρέπει να γίνεται κατανοητό όταν διαβάζεται μόνο του. Το αρχαίο κείμενο θα βοηθήσει ενδεχομένως τον ειδικό, αλλά και όποιον προστρέξει σ’ αυτό για να παρακολουθήσει κάποιον όρο – σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υποκαθιστά, ούτε καν να συμπληρώνει, τη ροή της μετάφρασης.