«Καλημέρα. Θέλετε τη “Σχεδία” τεύχος Φεβρουαρίου, παρακαλώ;» Και ξανά: «Καλημέρα. “Σχεδία” τεύχος Φεβρουαρίου, παρακαλώ;». Μια απλή φράση, μα τόσο πιο δύσκολο να ειπωθεί από όσο περίμενα.
Η «Σχεδία» και οι άνθρωποί της κυκλοφορούν στην Αθήνα εφτά χρόνια. Με τα κόκκινα γιλέκα και τη διακριτική ευγένειά τους οι πωλητές του «περιοδικού δρόμου» δεν αλλάζουν μόνο τη ζωή τους, αλλά και την αστική ενέργεια, την πτυχή της πόλης την οποία βιώνουμε όχι με τις αισθήσεις, αλλά με όλο το είναι μας.
Όσοι περπατάμε και κυκλοφορούμε στην Αθήνα έχουμε συνηθίσει να «πιάνουμε» με την άκρη του ματιού μας, σε συγκεκριμένα πόστα της, το κόκκινο σημάδι της αλληλεγγύης. Το αναζητούμε όταν δεν υπάρχει εκεί που είναι συνήθως. Η κατακόκκινη βούλα σε μια γκρίζα από άσφαλτο, καυσαέριο, άγχος πόλη δεν είναι μόνο χρώμα, αλλά και υπενθύμιση: στη ζωή, εκτός από τη βιασύνη υπάρχει και στάση. Εκτός από το εγώ, υπάρχει και το εμείς. Εκτός από τον τακτοποιημένο βίο, υπάρχει και η ανεργία, η αδυναμία, η ανάγκη. Εκτός από την επιδίωξη για επιτυχία και ευτυχία, υπάρχει και ο αγώνας για επιβίωση.
Την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου είχα την τιμή να συνδράμω το ελάχιστό μου στην αποστολή της «Σχεδίας». Συμμετείχαμε, με τους συνεργάτες του Βρετανικού Συμβουλίου στην Ελλάδα, στη δράση «Πωλητής για μία ώρα». Για 60 λεπτά βρέθηκα στην άλλη πλευρά, έγινα εγώ η κόκκινη πινελιά που κάνει την πόλη κοινότητα και μας θυμίζει ότι η ανθρώπινη συνθήκη είναι απέραντη, με αναρίθμητες εκδοχές.
Η ψυχρολουσία της πραγματικότητας
Δεν ήταν καθόλου εύκολη η ώρα αυτή. Κι ας τη μοιράστηκα με συνεργάτες και φίλους. Όποιος είναι έξω από τον χορό και μπαίνει να χορέψει, έστω για 60 λεπτά, δυσκολεύεται. Τι με δυσκόλεψε περισσότερο, άραγε; Η ντροπή μου να απευθύνομαι σε βιαστικούς, κλειδωμένους στον κόσμο τους περαστικούς; Ο φόβος πως ενοχλούσα; Μήπως ότι μετά τις πρώτες ψυχρολουσίες, όταν οι άνθρωποι έκαναν ότι δεν μας είδαν και δεν μας άκουσαν, ήθελα να αποφύγω την επόμενη ψυχρολουσία; Ή άραγε ήταν πως, αντίθετα με τις προσδοκίες μου (το φανταζόμουν σαν τελευταία σκηνή σε κομεντί του Χόλιγουντ), η εμπειρία αποδείχθηκε σκληρή· οι άνθρωποι δεν μαζεύονται γύρω σου να σε χειροκροτήσουν, να επευφημήσουν, το ακριβώς αντίθετο: κάνουν πως δεν σε βλέπουν.
Ευτυχώς όμως, υπάρχουν οι φίλοι που ήρθαν να στηρίξουν τη «Σχεδία», την αποστολή της. Η Μαρία Χ. (πήρε δύο τεύχη, για εκείνη και για την υποδοχή στη δουλειά της), ο Παύλος Π., ο Γιώργος Κ. και ο Βαγγέλης Κ. (επίσης δύο, μου τα παρήγγειλε με μήνυμα). Βέβαια, πουλήσαμε και ένα τεύχος σε έναν άγνωστο (το θαυματουργό χαμόγελο της Μαρίας!), ενώ οι άλλες δυάδες «πωλητών για μία ώρα» από το Βρετανικό Συμβούλιο είχαν μεγάλη επιτυχία.
Μα εγώ, εγωκεντρικός και γκρινιάρης, αναρωτιέμαι: Γιατί πούλησα μόνο σε φίλους; Γιατί πολλοί αποφάσισαν πως δεν υπάρχουμε; Γιατί μας αγνόησαν; Γιατί άνθρωποι που έδειχναν ευαίσθητοι και καλλιεργημένοι, με σακούλες με βιβλία, επέλεξαν να μην ανταποκριθούν, να μας μπλοκάρουν, να μας κρατήσουν σε απόσταση; Πώς γίνεται να μη γνωρίζουν ότι δεν πειράζει αν δεν μπορείς να αγοράσεις το τεύχος; Αρκεί να μην πληγώσεις τον άνθρωπο απέναντί σου, αρκεί να μην κάνεις πως δεν υπάρχει. Αρκεί να του πεις «καλημέρα, όχι, ευχαριστώ».
Να λοιπόν που γκρινιάζω! Και δεν υπάρχει χειρότερος τρόπος επικοινωνίας από την γκρίνια και την πικρία. Αλλά ίσως ακριβώς γι’ αυτό τα κόκκινα γιλέκα της «Σχεδίας» να αξίζουν διπλά τον σεβασμό μας: επειδή όχι μόνο για μία ώρα, αλλά συνέχεια, όχι μόνο για να στηρίξουν μια αποστολή, αλλά για να επιβιώσουν, όχι παρενθετικά και εθελοντικά, αλλά εξ ανάγκης αντέχουν να γίνονται τα ευγενικά και διακριτικά κόκκινα σημάδια που κάνουν την πόλη μας, κάθε πόλη, λίγο πιο κοινότητα και λίγο πιο «εμείς». ■
* Ο Βαγγέλης Προβιάς είναι συγγραφέας και συντονιστής της ομάδας συγγραφής πεζογραφίας του Βρετανικού Συμβουλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου