Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Ευάγγελος Αυδίκος, Τσούτσκες Ψαράδων, EFSYN,19. 6.18


Συχνά, η γνώση δεν έφτανε για να μαλακώσουν οι πληγές. Σαν εκείνη την πολύ πετυχημένη συνάδελφο, με σπουδαίες μελέτες για τις αλλαγές στην ταυτότητα των κατοικούντων τη Στρούγκα, στη λίμνη Οχρίδα, στα σύνορα με την Αλβανία. Η καθυστέρηση στην απόδοση της αποζημίωσης για τη μετακίνησή της -πού τέτοια πολυτέλεια πια- αποδόθηκε με ευκολία στην εκδικητική διάθεση της ελληνικής πλευράς. Του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, δηλαδή, και δικής μου βεβαίως.
Εκλεινε τα αυτιά της στο επιχείρημα της γραφειοκρατικής δυστοκίας με τις αλλεπάλληλες καταλήψεις της πρυτανείας εκείνη την εποχή. Το στερεότυπο σε τέτοιες εποχές κολλάει σαν βδέλλα πάνω στα μυαλά και δεν αφήνει περιθώριο σε καμιά άλλη διάσταση στην προσέγγιση του παρελθόντος αλλά και της τρέχουσας καθημερινότητας.
Αυτό το καύκαλο του στερεότυπου φαίνεται να ραγίζει. Αν θα εξαφανιστεί, καλύτερα να περιμένουμε. Οι νοοτροπίες δεν εξαϋλώνονται μονομιάς. Θέλουν τον χρόνο τους.
Αυτό που άλλαξε, όποια κι αν είναι η εξέλιξη, είναι η θέση των Ψαράδων και του Οτέσοβο στην Ιστορία. Την Κυριακή παρήλασαν ενώπιον της παγκόσμιας Ιστορίας. Κι όπως γίνεται στην εποχή μας, τέτοιου είδους παρελάσεις προκαλούν διχογνωμίες. Και επιφυλάξεις. Κάποιες κατανοητές, άλλες όχι. Οι Ψαράδες και το Οτέσοβο εισήλθαν στο μεγάλο σαλόνι της Ιστορίας ως εμβληματικοί τόποι. Ανήκουν στη γεωγραφία πια που επιχειρεί να λύσει τις διαφορές με συνεννόηση και αμοιβαίο σεβασμό.
Αυτό σκεφτόμουν παρακολουθώντας στην τηλεόραση τα τελετουργικά για την υπογραφή της συμφωνίας ανάμεσα στους δύο πρωθυπουργούς. Είχα ετοιμάσει για την περίσταση φασόλια Πρεσπών. Ο μεγάλος κάμπος ετοιμάζει την καινούργια παραγωγή κι έτσι περιορίστηκα στο περσινό απόθεμα. Δίπλα είχα βάλει τσούτσκες. Τις είχα αγοράσει την προηγούμενη χρονιά από μαγαζί στους Ψαράδες, πολύ κοντά από κει που στήθηκε η τέντα για τη συνάντηση.
Χρειάστηκε να ξεπεράσω βέβαια την πληγωμένη μνήμη μου. Την πρώτη φορά που δοκίμασα τσούτσκες ήταν στα Μπιτόλια (Μοναστήρι), αναζητώντας τα ίχνη του Αρχοντόπουλου, του ερωτευμένου νέου στο γιαννιώτικο τραγούδι. Τότε, άρχισα να βγάζω καπνούς από τη μύτη και από τα αυτιά. Αμαθος από καινούργιες γεύσεις. Δεν τις άντεχε τότε ο οργανισμός μου. Με τον καιρό συνήθισα βέβαια.
Οι τσούτσκες μ’ έκαναν πιο προσεκτικό. Μ’ έμαθαν να μην εκπλήσσομαι με τις ανθρώπινες αντιδράσεις στις καινούργιες γεύσεις. Στα νιόφερτα συναισθήματα. Σε καταστάσεις που ξεβολεύουν.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου