Ολοένα και πιο έντονα συμβαίνουν περιβαλλοντικές καταστροφές σ’ όλο τον κόσμο, που αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή και χαρακτηρίζονται ως κλιματική Αποκάλυψη εξαιτίας της απροσδόκητης σφοδρότητας με την οποία εκδηλώνονται αλλά και των παρενεργειών που έχουν στην αλλοίωση του περιβάλλοντος και στις ζωές των ανθρώπων.
Αυτό το θέμα επέλεξε ο Δημήτρης
Χριστόπουλος να αποτελέσει τον αφηγηματικό πυρήνα του πρώτου του
μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας έχει ήδη δώσει δείγματα της συγγραφικής του
δεξιότητας με τα διηγήματά του που εκδόθηκαν από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Είναι
ο ανήσυχος διανοούμενος, ο παρατηρητής πολίτης που πάσχει αλλά και ο πεζογράφος
που καταβυθίζεται στο ατομικό και κοινωνικό σώμα, ώστε να αντλήσει το υλικό, το
οποίο θα χρησιμοποιήσει για τη μορφοποίηση των συγγραφικών του ανησυχιών.
Υπ’ αυτήν την έννοια, έχω την άποψη πως
τα αφηγηματικά μοτίβα του μυθιστορήματος «Τζίντιλι» αποτελούν προέκταση όσων
ήδη έχει πραγματευτεί στα διηγήματά του. Είναι οι πληγές του παρελθόντος από
τον Εμφύλιο, η μνήμη που ξεθωριάζει, η ύβρις προς τη φύση, οι υποσχόμενοι
παράδεισοι που καταλήγουν σε οικολογικές καταστροφές και γίνονται θυσιαστήριο
των προσδοκιών, οι άνθρωποι που χρησιμοποιούνται ως πιόνια σε μια διαρκή
παρτίδα σκακιού, της οποίας τα αποτελέσματα είναι προδιαγεγραμμένα, ανεξάρτητα
από τους συνδυασμούς που γίνονται στις διάφορες ιστορικές περιόδους.
Στο μυθιστόρημα αλλάζει ο χώρος. Είναι
περιοχή της Εορδαίας στη Δυτική Μακεδονία. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ο τρόπος με
τον οποίο επιχειρεί να ανοίξει την αφηγηματική θύρα της ιστορίας του.
Δανείζεται τον τρόπο των παλιών διηγηματογράφων αλλά και νουβελογράφων, κατά
τον οποίο ο συγγραφέας εμφανίζεται να μεταφέρει μια ιστορία την οποία του
εμπιστεύτηκαν. Ο Χριστόπουλος αξιοποιεί αυτήν την τεχνική διαμορφώνοντας εξ
αρχής έναν τόπο αφηγηματικό που βρίσκεται στο μεταίχμιο του ρεαλισμού και του
υπερβατικού, ένα γνώρισμα που διατρέχει τόσο την ιστορία του όσο και τον
αφηγηματικό λόγο αλλά και την οργάνωση του υλικού του.
Η εγγενής ποιητικότητα της σκέψης και του
λόγου του γίνεται εμφανής από την πρώτη σελίδα. Θέτει το ζήτημα της έμπνευσης,
του ορισμού του είδους και της σχέσης του μυθοπλασμένου λόγου με τη μνήμη και
τα πραγματικά γεγονότα. «Οι ιστορίες, όπως και ο άνεμος, έρχονται και σε
βρίσκουν εκεί που δεν το περιμένεις», γράφει ο συγγραφέας. Δεν πρόκειται για
μια ρομαντική διάσταση της έμπνευσης, μιαν αντίληψη που ταλαιπώρησε αρκετά τη
δημιουργία. Πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή και μια ομολογία συμφιλίωσης με
τις συγγραφικές του εμμονές. «Θα απομείνουν οι λέξεις να δείχνουν το πρόσωπό
μας», εξομολογείται ο άνθρωπος που του παραδίδει την ιστορία του.
Εχει πλήρη επίγνωση ότι οι ιστορίες είναι
δάνειες. Ο ρόλος του συγγραφέα είναι να τους δώσει μορφή και να τις αναπλάσει
επιλέγοντας τον τρόπο. Επιλέγει το μεταίχμιο της αφηγηματικής δυστοπίας, κάτι
που του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει τα δύο βασικά συστατικά στοιχεία της
αφήγησης, τις τζίντες και τον άνεμο, δυο στοιχεία που διατρέχουν όλο το
μυθιστόρημα διαμορφώνοντας την υπερβατική διαχείριση ενός κόσμου που
παρουσιαζόταν ως η μόνη ορθολογική επιλογή για τους ανθρώπους του τόπου.
Ο άνεμος είναι η φυσική δύναμη που διαπερνά
τις εποχές, μεταφέροντας μηνύματα και υπενθυμίζοντας το παρελθόν σε όσους έχουν
κοντή μνήμη· τις παράλογες επιλογές του Εμφυλίου, τις πληγές που άφησε. Ο τόπος
στη Δυτική Μακεδονία έζησε μ’ αυτές τις πληγές για πολλά χρόνια. Με τις σιωπές
και με τον άνεμο να περιφέρεται. Αδιάφοροι οι άνθρωποι να θυμηθούν, να μάθουν.
Ο τόπος έγινε άξενος για πολλούς που πήραν τον δρόμο της πολιτικής υπερορίας.
Ο τόπος της Εορδαίας επελέγη ως συμβολικό
τοπόσημο για το νέο όραμα, την ανάπτυξη με την εξόρυξη του λιγνίτη. Η αφήγηση
οργανώνεται με βάση δύο οικογένειες, του Τσεπέλη και του Τσακιρίδη, που
αντανακλούν θραύσματα της Ιστορίας του εικοστού αιώνα. Οικογένειες που
παρακολουθούνται σε τρεις γενιές. Γίνονται θύματα των ιστορικών περιπετειών της
Κατοχής και του Εμφυλίου, αποδιοργανώνονται και με το αίμα τους αλλά και την
καταστροφή των ζωών τους καταθέτουν τον οβολό στην Ιστορία που συστρέφεται γύρω
από την επαναλαμβανόμενη αλαζονεία και τυφλότητα των υποκειμένων της.
Ρωγμές ενός κόσμου που εθελοτυφλεί, που
δεν ακούει τα μηνύματα. Που αδιαφορεί για τη λογική της επιστήμης, η οποία
επισημαίνει τον κίνδυνο από την παρουσία στρώσεων υλικών με χαμηλή αντοχή εντός
των γεωλογικών σχηματισμών που περιβάλλουν το κοίτασμα του λιγνίτη. Τυφλές και
κουφές πορεύονται οι κοινωνίες στην κραυγή της επιστήμης, τη θυμούνται μόνο
όταν μπορεί να γίνει υποχείριο συμφερόντων.
Καταρρέει ο τόπος, εικόνες Αποκάλυψης, ο
θάνατος απλώνεται παντού. Μόνος επιζών ο Γιάννος Τσεπέλης, που πρωτοστάτησε
στην επικράτηση του κούφιου κόσμου, υποχείριο ψευδαισθήσεων. «Στις παρυφές του
οικισμού ο τελευταίος κάτοικος, κλεισμένος στην ντάπια του, δίχως ρεύμα και
νερό, δεν τρώει, δεν πίνει, δεν κοιμάται, τη σκιά του αναζητά. Αδειάζω. Μονάχος
απόμεινα να ψηλαφώ τη σκόνη που στάζει από το ταβάνι. Με αλευρώνει. Βάζω το
δάχτυλο και ζωγραφίζω το σώμα μου».
Ο Χριστόπουλος με δεξιότητα δημιουργεί
ένα σύμπαν στα όρια της δυστοπίας. Εναν κόσμο που διέπραξε ύβριν απέναντι στη
ζωή. Κι έρχεται η τίσις, η τιμωρία, ως αποκατάσταση της συμπαντικής τάξης.
Είναι οι τζίντες, υπερβατικές μορφές, που δεν συμβιβάζονται με την ορθολογική
παράνοια του επίγειου κόσμου. Αυτές αναλαμβάνουν να υπενθυμίσουν τη ματαιοδοξία
τέτοιων πράξεων. Είναι οι νεράιδες, οι εκπρόσωποι μιας άλλης λογικής που ο
άνθρωπος της διαρκούς εξέλιξης και της αλαζονικής υπεροπλίας υποτιμά. Αυτές που
προκαλούν την καταστροφή.
Ο Χριστόπουλος αξιοποιεί στοιχεία μαγικού
ρεαλισμού, που δεν χρειάστηκε να ταξιδέψει στη Λατινική Αμερική για να τα
εντοπίσει. Διάβασε μόνο τους προπάτορές του στη λογοτεχνία. Σ’ αυτόν ανήκει η
τόλμη της αξιοποίησής τους. Τον συντρέχουν στη διαμόρφωση του δυστοπικού
κλίματος. Είναι ένα μυθιστόρημα σύγχρονο που μπήγει βαθιά το αφηγηματικό
νυστέρι μεταφέροντας την ανάγκη να ακούμε τον αέρα. «Το καλό που σου θέλω, να
διαβάζεις τον άνεμο, όπως ο τυφλός με τα δάχτυλα». Είναι η συμβουλή της γιαγιάς
τους. Ισως και η προτροπή του συγγραφέα προς όλους/ες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου