Στο
πληκτρολόγιο ξανά, σχεδόν δύο μήνες μετά την καλοκαιρινή ραστώνη. Για ώρα πολλή
η αρχαγγελική μορφή του Μίκη, με απλωμένα τα χέρια φτερούγες, καλύπτει όλα τα
πλήκτρα. Ολα έχουν πάρει τη μορφή του. Ετοιμάζεται να πετάξει σε άλλες
πολιτείες αφήνοντάς μας τη βαριά του σκιά.
Στο μυαλό μου,
φυσαλίδες που δεν προλαβαίνουν να αποκτήσουν μορφή. Ολα υποκλίνονται στον
μεγάλο ξενιτεμένο, δεν υπάρχει χώρος για κάτι άλλο. Η μεταπολεμική και
μεταπολιτευτική περίοδος κλείνει τα τεφτέρια της κι αναθυμάται τη μεταρσίωση
της αντιφασιστικής δράσης, τις εξορίες, τις πληγές του Εμφυλίου, τις
εκτελέσεις, τη δημιουργία μιας Ελλάδας μιαρών και αποκλεισμένων, τους
πατριδοκάπηλους, την Κύπρο, τη διεκδίκηση μιας άλλης χώρας, τη μουσική που
έγιανε τις πληγές κι έτρεφε τα όνειρα.
Στο
πληκτρολόγιο για το πρώτο κείμενο της νέας χρονιάς. Λιχνίζοντας τις εικόνες του
καλοκαιριού, τρυπώνει στον νου η λέξη που χρησιμοποιούσε μια συμπαθής
συμπολίτισσα. Μαυρόπαιδο ήταν το επίθετο, είχε τρυφερότητα η χροιά της φωνής
της. Για εκείνους που ατύχησαν. Που στράβωσε η ζωή τους, που πήραν τη ζωή τους
λάθος, θα έλεγε αν ήξερε τον στίχο του Σεφέρη. Είναι βέβαιο όμως πως ο ποιητής
μπορούσε ακόμη να ακουρμάζεται τον τρόπο σκέψης της κυρα-Σοφίας.
Μαυροκαλόκαιρο, αναφώνησα. Να η λέξη που
ταιριάζει. Δανείστηκα τον τρόπο της, στην οποία το μαύρο μπορεί να γίνει
παλμογράφος μιας πραγματικότητας. Αλλά την ίδια στιγμή κρύβει μέσα του συμπόνια
για τους παθόντες. Αν εξαιρέσουμε τις προσωπικές, οικογενειακές και φιλικές
στιγμές, το φετινό καλοκαίρι μαύρισε την ψυχή μας. Η πανδημία συνέχισε απτόητη.
Μαύρισε ο τόπος από τα αποκαΐδια. Λαμπάδιασαν τα δέντρα, στήθηκε σκηνικό της
κόλασης του Δάντη.
Αυτό το μαυροκαλόκαιρο μας υπενθύμισε
πόσο ακριβοί στα πίτουρα είμαστε και φτηνοί στ’ αλεύρι. Μας θύμισε την υπεροπλία
των υποσχέσεων, των ανέξοδων λόγων. Πόσο νοσεί η κοινωνία μας, ακόμη και ο
ορθός επιστημονικός λόγος όταν τίθεται στην υπηρεσία της συγκάλυψης των
ευθυνών. Οταν δεν γίνεται χειρουργική λαβίδα, για να απαλλαγεί ο τόπος από
παθογένειες.
Ομως, το μαύρο του καλοκαιριού έγινε και
αφορμή για συμπόνια για τον τόπο μας. Ηρθαν στη συζήτηση θέματα που μας
ταλαιπωρούν. Για τις ανεμογεννήτριες, για τη δασοπροστασία, για την ευθύνη του
κράτους αλλά και την ευθύνη που αναλογεί στον καθένα/μία μας. Ολα αυτά προκάλεσαν
κύμα θυμού, που ωρίμασε κι έγινε έγνοια για τον τόπο μας. Κατανοήθηκε πως οι
ακρογιαλιές και τα δέντρα, οι όρμοι και τα σπίτια δεν υπηρετούν το τουριστικό
προϊόν. Εχουν μέσα τους τη δύναμη της ζωής.
Το μαυροκαλόκαιρο πέρασε. Ηρθε ο
Σεπτέμβρης να προσφέρει αισιοδοξία με αφορμή τον θάνατο του Μίκη. Αν κρατήσουμε
μερικά από όσα ειπώθηκαν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου