Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

O Συρρακιώτης γιατρός του Αλή πασά Γ. Τσαπρασλής, Οι Βλάχοι της Πίνδου/Μαλακάσι του Κ. Κρυστάλλη

 

Περὶ τοῦ ἑτέρου ὅμως ἰατροῦ τοῦ πασᾶ, Συρακιώτου ἐπίσης, τοῦ Γ. Τσαπρασλῆ, οὐδὲν σχεδὸν ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Καὶ ὅμως διεδραμάτισε καὶ αὐτὸς σπουδαῖον πρόσωπον ἐν Ἰωαννίνοις κατὰ τὰς ἀξιοσημειώτους ἐκείνας ἡμέρας τοῦ ἔθνους μας. Τὰ ἑξῆς ὀλίγα, ἅτινα ἔμαθον περὶ αὐτοῦ παρὰ τῆς γηραιᾶς καλογραίας Στάμως τῆς μονῆς τοῦ Προφήτου Ἠλία ἐν Συράκῳ, παρατίθημι ἐνταῦθα. Ἀφοῦ ἐδιδάχθη τὰ πρῶτα μαθήματα ὁ Γεώργιος Τσαπρασλῆς ἐν Συρράκῳ ἀπῆλθεν εἰς Ἰταλίαν, ὅπως σπουδάσῃ τὴν ἰατρικήν. Ἐκεῖ περὶ τὸ τέλος τῶν σπουδῶν αὐτοῦ εἷς τῶν καθηγητῶν του παρατηρήσας τὴν ὀξύνοιαν καὶ μεγαλοφυίαν τοῦ νεανίου, ἐπρότεινεν αὐτῷ νὰ τὸν υἱοθετήσῃ καὶ νὰ δώσῃ τὴν μονογενῆ θυγατέρα του εἰς γάμον. Ὁ νεαρὸς Γεώργιος ἑλκυόμενος ὑπὸ τοῦ κάλλους τῆς Ἰταλίδος λυγερῆς, κάπως ἐπεθύμει τὸ συνοικέσιον, ἀλλὰ δὲν ἀπεφάσιζε νὰ δώσῃ τὸν λόγον πρὶν ἢ ζητήσῃ τὴν συμβουλὴν τῶν οἰκείων του. Γράφει λοιπὸν πρὸς τὸν πρεσβύτερον ἀδελφόν του εἰς Συράκον. Οὗτος, Σωφρόνιος καλούμενος, Σπυρίδων δ’ ἐν τοῖς κοσμικοῖς, περινούστατος, πεπαιδευμένος καὶ πλούσιος, διετέλει τότε ἡγούμενος τῆς ἐν λόγῳ μονῆς τοῦ Προφήτου Ἠλία ἐν Συρράκῳ. Ἰσοπεδώσας τοὺς βράχους, ἐφ’ ὧν κεῖται η μονή, ἐπεξέτεινε τὸν χῶρον αὐτῆς οὗτος καὶ ἐξωράισεν αὐτὴν ἐπὶ τὸ ἀξιοπρεπέστερον. Ἅμα ἀναγνοὺς τὴν ἐπιστολὴν τοῦ σπουδαστοῦ ἀδελφοῦ του, ἀπαντᾷ εἰς αὐτὸν αὐστηρῶς ν’ ἀπορρίψῃ ἀμέσως τὴν ὀλεθρίαν τοῦ καθηγητοῦ του πρότασιν καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ ὅσον τάχιον εἰς τὴν πατρίδα, ὅπου ἄλλαι σπουδαιότεραι ἐθνικαὶ ὑποθέσεις τὸν ἐκάλουν. Ἀλλ’ ὁ Γεώργιος, ὅστις, ὡς φαίνεται, ἔτρεφε συμπάθειαν πρὸς τὴν μοναχοκόρην τοῦ καθηγητοῦ του, δὲν πείθεται εἰς τὰς συμβουλὰς τούτου. Ὥστε ἠναγκάσθη οὗτος νὰ καταφύγῃ εἰς ἄλλο μέσον, καὶ διὰ δευτέρας ἐπιστολῆς του ἐφιλοτίμησεν αὐτὸν νὰ ἔλθῃ τοὐλάχιστον νὰ λάβῃ αὐτοπροσώπως τῶν γονέων του τὴν εὐχήν. Μὴ ἀπωθῶν τὸ πάτριον τοῦτο ἔθιμον ὁ Γεώργιος καὶ θεωρῶν τὸν γάμον ἄμοιρον τῆς δεούσης εὐδαιμονίας ἄνευ τῆς εὐχῆς τῶν γονέων, πείθεται εἰς τὴν πρόσκλησιν καὶ ἔρχεται εἰς Συρράκον. Ἐνταῦθα ὅμως πίπτει εἰς τὴν πλεκτάνην, ἣν τόσον τεχνικῶς τῷ ἔστησεν ὁ ἀδελφός του Σωφρόνιος. Συλλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ-πασᾶ καὶ κρατεῖται ἐν τῇ αὐλῇ του ὡς ἰατρός. Ἐκεῖ μετὰ τοῦ μεγαλεπηβόλου συμπατριώτου καὶ συναδέλφου του Ι. Κωλέττη συζῶν, ἐμυήθη εἰς τὰ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρίας καὶ λησμονήσας τὰς ἐν Ἰταλίᾳ ἐρωτικὰς ὁρμάς του, ἐπεδόθη μετ’ αὐτοῦ ψυχῇ τε καὶ σώματι εἰς τὰ ἔργα τῆς Ἑταιρίας. Πολλάκις οἱ δύο οὗτοι ἀπεπειράθησαν νὰ φονεύσωσι τὸν Ἀλῆ ἢ ζῶντα νὰ παραδώσωσιν αὐτὸν εἰς τοὺς Ἕλληνας. Διὰ τοῦτο, ὅτε ἡμέραν τινὰ ὁ Βεζύρης ἠσθένησε ἢ προσεποιήθη τὸν ἀσθενῆ, ὁ Κωλέττης ἐπρότεινεν εἰς αὐτὸν τὴν ἀλλαγὴν τοῦ κλίματος καὶ συνεβούλευσεν εἰς αὐτὸν ἐκδρομὴν μέχρι τῆς Κερκύρας, ὅπου ἐσκόπευε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ καὶ παραδώσῃ εἰς δολοφονικὰς χεῖρας. Ἀλλ’ ὁ Ἀλῆς ἐννοήσας, φαίνεται, τὸν σκοπόν του ἐφρύαξε καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ διατάξῃ τὴν ἀπαγχόνισιν τοῦ Κωλέττη, ἂν δὲν εἰσήρχετο αἰφνιδίως ἀπὸ σκοποῦ ὁ Τσαπρασλῆς, ὅστις ἐπληροφόρησε τὸν πασᾶν, ὅτι δὲν ἦτο τίποτε ἡ ἀσθένειά του καὶ ὅτι δῆθεν ὁ Κωλέττης δὲν ἔκαμε καλὴν διάγνωσιν. Διὰ τῶν λόγων τούτων τοῦ Τσαπρασλῆ περιεπλάκη εἰς τὰς ὑπονοίας του ὁ Ἀλῆς καὶ θωπεύσας τοὺς ὤμους τοῦ ἰατροῦ, εἶπε μετὰ πονηροῦ μειδιάματος: «Μπράβο, ὀρὲ μπίρο μου, ἀπὸ ὅσους γιατροὺς ἔχω στὸ παλάτι μου ἐσὺ μονάχα εἶσαι ἄξιος γιὰ μένα». Ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ σατράπου ὁ Τσαπρασλῆς ἔγραψε «Γραμματικὴν τῆς Κουτσοβλαχικῆς γλώσσης», τῆς γλώσσης δηλαδὴ τῶν Βλάχων τῆς Πίνδου, ἥτις δυστυχῶς ἀπωλέσθη κατὰ τὴν ἐπανάστασιν εἰς χειρόγραφον. Εἰς βρύσιν δέ τινα ἀνεγερθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Τσαπρασλῆ, ὁ φίλος καὶ συνάδελφός του Βηλαρᾶς ἔγραψε τὸ ἑξῆς ὡραῖον ἐπίγραμμα:

 

Πίνε, διαβάτη, χορταστὰ τὸ καθαρὸ νερό μου·

κάθου, ξαπόσταινε κοντὰ στὸν ἴσκιο τὸν δικό μου.

Μ’ ἀνάστησεν ὁ Τσαπρασλῆς καὶ μοὔχει παραγγείλει

νὰ θεραπεύω δροσερὰ τὰ διψασμένα χείλη,

καθὼς κι’ αὐτὸς μὲ τὴν σπουδὴ καὶ πρᾶξιν ἔχει μάθει

νὰ θεραπεύῃ τοῦ κορμιοῦ τοὺς πόνους καὶ τὰ πάθη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου