Ευάγγελος Αυδίκος
Ευρυδίκη
Άσε, τι τα θέλεις και τι τα κουβεντιάζεις. Καένας δεν χαμπαριάζει τα γερόντια. Σταμάτησα αθέλητα το μάσημα της τηγανίτας που η ίδια μου σέρβιρε. Με κοίταζε με εκείνο το βλέμμα, της λαϊκής σοφίας που δεν χωράει άλλη κουβέντα . Διαφορετική. Αλλά και το βλέμμα της προσμονής που με κοίταζε κατάβαθα στα μάτια. Απέστρεψα τους οφθαλμούς μου. Αντίθετα προς τον Ορφέα που δεν κρατιόταν από την επιθυμία να κοιτάξει προς τη μεριά της αγαπημένης του Ευρυδίκης, που συνοδευόταν από τον ωκύποδα Ερμή. Γραμματισμένος είσαι, τα νογάς αυτά, συμπλήρωσε η Ευρυδίκη.
Από την πόρτα ο πλάτανος στην πλατεία έδειχνε να έχει αρχίσει να τσουτσουρώνεται, ελπίδα πως ο τόπος θα σκεπάσει τη γύμνια του χαϊδεύοντας το μάτι και σκορπίζοντας γλυκύτητα. Απέναντι, κάτω από τη βουνοκορφή, στην πλαγιά στις Νιβεάστις είχαν φτάσει οι αδύναμες ηλιαχτίδες. Το προηγούμενο βράδυ η βροχή πλημμύρισε τα καλντερίμια και το Μαυρολάγκαδο, με τις κατολισθήσεις και το πετροβόλημα που αγαπούσε, γινόταν αγκάθι, που δεν άφηνε την ανησυχία να καταλαγιάσει. Θα’ ρθει νωρίτερα η βροχή, η Ευρυδίκη στεκόταν όρθια απέναντί μου. Σα να μουρμούριζε, ίσως να’ ταν έγνοια για μένα, ήθελε να με προφυλάξει. Βλέπω τα σημάδια, συνέχισε, κόβοντας τη φόρα που είχα να τη ρωτήσω. Τον ξέρω τον καιρό. Όλη μου η ζωή σ’ αυτά τα βουνά. Άντε τώρα, εγώ ο αμαθής, που τα βουνά τα ξέρω από τη γεωγραφία, να μάθω τη γλώσσα του καιρού. Των καιρών.
Μην σεκλετίζεσαι, η Ευρυδίκη με φιλοδώρησε μ’ ένα χαμόγελο βγαλμένο από την καρδιά της. Θα προκάμεις. Να σου φέρω κι άλλες τηγανίτες; Κρύωσαν. Ανόρεχτος είσαι, μην κοιτάς έξω. Στο πιάτο σου, να ψυχοπιαστείς. Δεν έφαγες χτες βράδυ. Τι να της πω; Κοίταζα μέσα από το τζάμι της πόρτας, τα΄αυτιά μου τεντωμένα, να πιάσουν τον ήχο από τις φτερούγες. Περίμενα τον σταυραετό. Απαίτηση που την είχα, ένα πουλί να κατεβεί στην Γκούρα να με καλωσορίσει. Απαίτηση που την έχουν οι άνθρωποι της πόλης. Να κάνουν τα πουλιά και τα βουνιά τα χατίρια μας. Να μας κανακέψουν. Περιμένεις τον σταυραετό. Η Ευρυδίκη ήταν εκεί μπροστά μου. Δεν με ρωτούσε. Διάβασα στην εφημερίδα αυτά που έγραψες, συμπλήρωσε.
Καένας δεν χαμπαριάζει τα γερόντια. Η Ευρυδίκη ξανά μανά το τροπάριό της. Ήταν όμως τροπάριο; Μήπως έλεγε τη μαύρη αλήθεια; Φεύγοντας της ευχήθηκα για τη γιορτή της μάνας. Δεν ξέρω από γιορτές, η φωνή της είχε σπάσει. Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται(Γκανάς).
Καένας δε μας σουράει εμάς τα γερόντια. Η Ευρυδίκη μονολογούσε. Λιπόσαρκη, μικροκαμωμένη, με κοίταζε με τρόπο που μ’ έκανε συνένοχο της εποχής που έχει ρίξει τα γερόντια στον καιάδα τους, οικονομικό και κοινωνικό. Θα μας κόψουν τις συντάξεις; Τι νέα φέρνεις από την Αθήνα; Κι όμως η Ευρυδίκη φορούσε τη θλίψη της σαν ομορφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου