Διαβάζοντας το συναισθηματικά φορτισμένο βιβλίο του Αυδίκου και ταυτιζόμενος κατά μία έννοια με την αγωνία του ήρωα του Κρυστάλλη ως προς την επιστροφή στη μητέρα πατρίδα θυμήθηκα ένα παλιό τραγούδι και τον παρακάτω στίχο: «Οδός Ελλήνων, οδός του πάθους, οδός του ύψους και του βάθους». Και πράγματι ο Κρυστάλλης, θύμα του χωροχρόνου μιας χώρας με μικρές αντοχές στο διαφορετικό διηγείται μια ζωή όχι σπαρμένη με ροδόνερο, μια ζωή αγκαθωτή σαν του Χριστού το στεφάνι, μια ζωή με ποίηση και πόνο, μια ζωή χαμένη στις μεταφράσεις των ανθρώπων που δεν τον κατανόησαν, που δεν μπόρεσαν να δουν το φως της ψυχής του και να αφουγκραστούν το πάθος του για ζωή και δημιουργία. Ο Αυδίκος, χτίζοντας αυτό το μυθιστόρημα με βλέμμα στον ποιητή μας χαρίζει κάτι από τη μαγεία του, κάτι από τον στοχαστικό του οίστρο, αφιερώνει σελίδες ομορφιάς σε μία μορφή που έφυγε νωρίς.

Ένας άγιος της τέχνης

Ο πρωταγωνιστής Κρυστ που έρχεται σε επαφή με το έργο του Κρυστάλλη είναι αυτός που οδηγεί τον αναγνώστη στις κατακόμβες ενός μοναδικού και σπάνιου έργου, μιας ποίησης και ενός πεζού λόγου που αιμορραγεί από το βάσανο του ψυχισμού του ποιητή και πεζογράφου αλλά την ίδια στιγμή πλημμυρίζει από ομορφιά, από άγρια ομορφιά και από έναν εσωτερικό κόσμο που μυρίζει γιασεμί και λάμπει από φως. «Εκεί που κολυμπούσα στους αριθμούς ο Κρυστάλλης μου έδωσε μια άλλη θάλασσα. Ένα παράθυρο στα Τζουμέρκα που ως τότε τα είχα βγάλει από τη ζωή μου». Ο Κρυστάλλης είναι από τους ποιητές που έφυγε νωρίς από τη ζωή λόγω ασθένειας της εποχής, όμως άφησε πίσω του ένα έργο πλούσιο και εμπνευσμένο από τις επιταγές της ιδιαίτερης φύσης του, αυτής που τον οδηγούσε με κάθε τρόπο στη γραφή.
Ο Αυδίκος μας μεταφέρει μέσω του βιβλίου όλο τον παλμό και την ένταση αυτού του Άγιου της τέχνης που πάσχισε πολύ να βρει τον δρόμο του, λίγες φορές ευχαριστήθηκε το μονοπάτι αυτό και πολλές βίωσε την απόρριψη και την απογοήτευση σε μια χώρα που τον στρίμωχνε και τον έδιωχνε σαν να μην είχε για αυτόν καμία ικμάδα αναγνώρισης και επιβράβευσης. Η σύγχρονη Αθήνα και η οδός Οφθαλμιατρείου είναι το σημείο αναφοράς του ποιητή, είναι μια γωνιά της πόλης όπου κανείς νιώθει να βρίσκει το πνεύμα του ποιητή να κυκλοφορεί πολλά χρόνια αργότερα. Ο ήρωας Κρυστ δεν απέχει πολύ από τον ποιητή, είναι ένας καθρέφτης της αγωνίας ενός ανθρώπου που προσπαθεί να ορθοποδήσει και να δημιουργήσει σε μια πατρίδα που κρατά καλά κλειστές τις πόρτες της στο διαφορετικό, είναι η απόλυτη προσωποποίηση ενός δύσκολου περάσματος που κανείς οφείλει να διαβεί για να μπορέσει να επιβιώσει.

Μια ζωή στην ανηφόρα, μια ζωή που δεν χαρίστηκε

«Η υπερδιέγερση είναι το εισιτήριο για να ανοίξουν οι μπάρες της γραφής. Η νηφαλιότητα είναι για τον καιρό της αγρανάπαυσης. Έχω μια θάλασσα μέσα μου, άλλοτε ήσυχη κι άλλοτε γίνεται θεριό ανήμερο». Ο λόγος του Κρυστάλλη είναι χειμαρρώδης, αφηγείται μια ζωή γεμάτη ανηφόρες, μια ζωή που σίγουρα δεν του χαρίστηκε και πολλές βρέθηκε μόνος και μοναχικός να αναμετράται με τη μοναξιά του, να πνίγεται στη βουβή ανυπαρξία αναζητώντας κάπου κάπου ένα διέξοδο στη θλίψη του μέσω της ανάγκης του να λυτρωθεί με τη γραφή. Και έτσι ξεπηδούν γράμματα, φράσεις, λέξεις και σκέψεις που καθρεφτίζουν τον πυρετό της αγωνίας του ποιητή για την κάθε μέρα που ξημερώνει. Δεν είναι πολλές οι αντοχές του το ομολογεί αλλά παλεύει με το μέσα του και δεν φοβάται τον αγώνα αυτό.
Ο Κρυστ του Αυδίκου είναι ουσιαστικά το καλύτερο όχημα για να μας κάνει κοινωνούς μιας συμπόρευσης, ένα va et vient στη μηχανή του χρόνου. Γιατί μπορεί οι εποχές να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως όχι και αυτό φαίνεται εδώ σε κάθε έκφανση της αφήγησης. Ο αναγνώστης ταξιδεύει με μοναδικό όπλο τον λόγο του ποιητή και μια νοσταλγία για την αθωότητα μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Καθόλου τυχαίο πως ο Κρυστ μοιάζει άγνωστος μεταξύ αγνώστων σε μια πόλη για την οποία όλοι του έχουν μιλήσει. Και όμως εκείνος δεν φοβάται να κάνει το επόμενο βήμα, ζει τους έρωτες όπως και ο ποιητής Κρυστάλλης και αν και βγαίνει πονεμένος και ταλαιπωρημένος κατά κάποιο τρόπο απολαμβάνει αυτήν τη διαδρομή με όλο του το είναι. Οι έρωτες και αυτοί είναι μια κάποια λύση…
Ο πρωταγωνιστής συνομιλεί με τον ποιητή μέσα από ένα διάλογο που άλλες φορές αποκαλύπτεται και άλλες φορές αφήνεται να εννοηθεί από τον φιλοσοφικό περίπατο στα όνειρα και τις προσδοκίες και των δύο. Είναι και οι δύο ήρωες του καιρού τους, πρίγκιπες ενός ιδεατού κόσμου που δεν υπάρχει παρά μόνο στη ψυχή τους αλλά μέσα από το συναπάντημα που λαμβάνει χώρα μπορεί ο Κρυστ να αποτελέσει γέφυρα ώστε ο λόγος του ποιητή Κρυστάλλη να μεταλαμπαδευτεί στο σήμερα. «Η ψυχή του διψούσε να τρυγήσει τσαμπιά αγάπης. Βολεύτηκε, όμως, με ρόγες. Κι αυτό δεν του έφτανε, παθιαζόταν με την ομορφιά. Ενθουσιαζόταν με την αγαθότητα. Δεν ήταν το λάλημα του τραγουδιστή αθώο, δεν ήταν της στάνη το τσοπανόπουλο που κρατούσε τη φλογέρα του».

Αποσπάσματα

«Η τέχνη είναι ασκητική. Δεν είναι πανηγύρι. Έχει σωματικό πόνο. Και ψυχικό. Σαν τη γέννα».
«Οι στίχοι γράφονται με ταραχή, δεν είναι παίξε γέλασε η ψυχή. Μια σκέψη για να πιάσεις ή μια λέξη, μπορείς να καρτερείς όσο να φέξει».