Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός
κοκόρου γνώση, αποφαίνεται μια παροιμία. Ο αγροτικός μύθος εξιστορεί την
υπόθεση που συμπυκνώθηκε σ’ αυτήν τη λαϊκή φράση. Οι κάτοικοι ενός χωριού, όλοι
Γιάννηδες, που καμώνονταν πως τα ’ξεραν όλα, ξεγελάστηκαν από έναν πλουμιστό
και αλαζόνα κόκορα. Εντυπωσιακός, λειράτος, με αρχοντικό περπάτημα, τους έπεισε
για τη σοφία του.
Για όλα τα δεινά τους έφταιγε το
ποτάμι. Με μια ανάσα έφτασαν στις όχθες του. Μαγεμένοι από τη σοφία του κόκορα
όρμησαν μες στο ποτάμι να το τιμωρήσουν. Κραδαίνοντας τα ρόπαλά τους. Ομως,
τους ρούφηξε όλους ο εχθρός τους. Ετσι τους συμβούλεψε ο κόκορας, που επέστρεψε
στο έρημο χωριό επιχαίροντας για την πολιτική του μαεστρία.
Ετσι συμβαίνει. Κατά κανόνα.
Εντυπωσιαζόμαστε από το πλουμιστό. Το ταυτίζουμε με την ανωτερότητα. Η
εμφάνιση, τα κοσμήματα, το καπέλο, τα μεταξωτά φλομώνουν το μάτι. Κάποιες φορές
συσκοτίζουν το μυαλό. Που υποτάσσεται στην εντύπωση. Το λιτό ταυτίζεται με τη
φτώχεια. Σε ιδέες. Την ανεπάρκεια και την αναξιοπιστία. Είναι μια αντίληψη που
διαποτίζει τον πολιτισμό. Τα έθιμα που απαιτούν γεμάτο τραπέζι.
Δεν ξέρω πόσο τα είχε υπόψη
του αυτά ο Μορίς. Κι αυτός λειράτος. Τον είδα τροφαντό. Καλός για κόκορας
κρασάτος, συμπέραναν οι καινούργιοι γείτονές του. Μετακόμισαν στο χωριό τού
Μορίς από την κοντινή πόλη. Στη νότια Γαλλία. Συνταξιούχοι με την καλή τους
σύνταξη. Κουβάλησαν μαζί τους και τις συνήθειες της πόλης.
Το ξύπνημα στα αστικά κέντρα
ορίζεται από τα ξυπνητήρια. Ανάμεσα στα καλά που έφερε ο Διαφωτισμός ήταν και
το δικαίωμα στον βαθύ ύπνο. Το ατομικό δικαίωμα στο ξύπνημα. Εικάζω πως αυτό,
μέσες άκρες, θα ήταν το ζουμί της μαρτυρικής κατάθεσης του ζεύγους που μήνυσε
τον κόκορα. Παραβίαση του νόμου. Αξημέρωτα άρχιζε τα κικιρίκου. Μια-δύο-τρεις
φορές. Κοντεύαμε να πάθουμε από την καρδιά μας. Επανειλημμένη ασέβεια προς την
τήρηση της τάξης. Αδιαφορία για την ψυχική μας υγεία. Είπαν και το στόμα τους
άφριζε από τις λέξεις τους. Ζητούσαν από το δικαστήριο να κηρύξει τον κόκορα
εχθρό των ατομικών δικαιωμάτων. Και ο μόνος τρόπος να σιωπήσει είναι να γίνει
κόκορας κρασάτος. Με δικαστική βούλα.
Φρύαξε ο Μορίς όσο άκουγε
την κατηγορία των γειτόνων. Κινδύνευε να γίνει πικάντικος μεζές. «Στην αρχή,
κύριε πρόεδρε, μου κακοφαινόταν», απολογήθηκε ο Μορίς στο άκουσμα της λέξης
κοκορόμυαλος. «Το πήρα για προσβολή. Πόσο λίγο μας ξέρουν οι άνθρωποι. Ειδικά
αυτοί που ζουν μες στις τρύπες τους στην πόλη. Τώρα πια δεν μου κακοφαίνεται,
το συνήθισα. Λυπάμαι τους γειτόνους. Που δεν μπορούν να χαρούν την εξοχή. Το
βάλαν αμέτι μουχαμέτι να χάσουμε την ψυχή μας».
Κατέβηκε καμαρωτός από το
εδώλιο. Το λειρί άστραφτε μες στο φως που έμπαινε απ’ το παράθυρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου