Είχα να τον δω πολλά χρόνια. Από τότε έβγαινε από μέσα του η
παιδική αθωότητα. Εμοιαζε ακόμη τσάκνο, όσο κι αν το σώμα έδειχνε την πρόθεσή
του. Ηταν άφτιαχτο ακόμη το σκαρί του. Κουβαλούσε όμως την πίστη στη ζωή. Οσο
κι αν οι συνθήκες που ήρθε στον κόσμο δεν ήταν οι καλύτερες. Το μαρτυρούσε το
όνομά του. Οι ελπίδες και οι προσδοκίες των γονιών. Η αγωνία που γίνεται
ευτυχία και το όνομα που έκτοτε ανέλαβε να δηλώσει την περιπέτειά του.
Κόντεψα να μην τον γνωρίσω. Με ευγένεια μου θύμισε ποιος ήταν.
Ηταν πια ένας χαριτωμένος νέος. Το χαμόγελο απλωνόταν σ’ όλο του το πρόσωπο.
Ακτινοβολούσε. Περνάω, μου είπε. Οι λέξεις έβγαιναν όλες μαζί από το στόμα του
στη βιασύνη του να μοιραστεί τη χαρά του. Τα μόρια που μάζεψε στις πανελλαδικές
εξετάσεις τού έδωσαν φτερά. Θα γίνω φοιτητής, συνέχισε.
Σα να φωταγωγήθηκε όλος. Μια χαρά αναζωογονητική. Τα μακριά του
δάχτυλα δεν βολεύονταν. Κινήσεις που έμοιαζαν παλλόμενες από την έκρηξη της
ψυχικής ευφορίας. Κι όμως. Τα μάτια του την ώρα που κόπασε η πρώτη αντίδραση
είχαν τη μορφή ακύμαντου πελάγους. Είχα την αίσθηση πως, αν τραβούσα την πέτσα
αυτής της αταραξίας, θα έβγαινε στην επιφάνεια η θλίψη.
Και δεν έπεσα έξω. Ο Ραφαήλ δέχτηκε πρόθυμα την πρότασή μου για
καφέ. Κι εκεί, κουβέντα στην κουβέντα, άνοιξε την ψυχή του. Κάθε τόσο έβγαζε
έναν ανακουφιστικό ήχο. Ευτυχώς τα κατάφερα, η φράση που συμπλήρωσε τον ήχο της
βαθιάς εκπνοής. Να 'ναι καλά οι γονείς μου που άντεξαν, πρόσθεσε. Τα λόγια του
γι’ αυτούς ανέδιδαν τρυφερότητα. Κάτι που δεν είναι σύνηθες για ένα νέο αγόρι.
Οταν όμως άρχισε να διηγείται την περιπέτειά του, το βλέμμα του έγινε σκληρό.
Εμποροι, μου είπε. Δεν είναι έτσι οι περισσότεροι γιατροί.
Απρόσμενα το φως του μειώθηκε. Η πρώτη χρονιά των εισαγωγικών εξετάσεων για τα
πανεπιστήμια χάθηκε. Αναγκάστηκε να γίνει ρίψασπις. Προείχε η όρασή του. Και
τότε άρχισε η πορεία του στο Ορος των Ελαιών. Κουβαλώντας τον σταυρό του
μαρτυρίου του. Η εγχείρηση πολυδάπανη. Και ο χειρουργός που ανέλαβε το μόσχευμα
είχε εξοικείωση στη γεωμετρική πρόοδο. Οσον αφορά την αμοιβή. Τα έξοδα
τριπλασιάστηκαν. Κάθε συνάντηση και τα αιτούμενα αυξάνονταν.
Ξεπαραδιάστηκαν. Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Γρήγορα όμως έφυγαν τα
σύννεφα. Επέστρεψε το χαμόγελο. Παλιότερα θύμωνα με τη μάνα μου. Δεν μ’ άρεσε
που με φώναζε «μάτια μου». Ηθελα ν’ απαλλαγώ απ’ τη σκιά της. Μετά τα όσα
πέρασα, άλλαξα.
Μάτια μου. Πόσο όμορφο θα ήταν να το ακούν όσοι νοσούν. Να νιώσουν
τη φροντίδα της πολιτείας. Να μη νιώσουν σαν αρνί την ώρα που ξεπετσιάζεται.
Από ανθρώπους που στη θέση της καρδιάς βάλανε το πορτοφόλι τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου