Ο θάνατος ενός σερβιτόρου
Πάλι ο θάνατος βρήκε στασίδι στο κείμενό σου, θα σιγομουρμουρίσει ο αναγνώστης/τρια, ενδεχομένως να φτύσει στον κόρφο του. Ομως, μιλώντας γι’ αυτούς που φεύγουν, ο λόγος είναι για τους ζωντανούς. Για το ποια είναι τα κριτήρια που η είδηση της εξόδου από τη ζωή γίνεται είδηση.
ADVERTISING
Για παράδειγμα, οι ηθοποιοί απασχολούν πάντα τα δημοσιογραφικά δελτία. Εχουν δραστήριο σωματείο και τουλάχιστον σ’ αυτό το είδος διαπρέπουν. Χαίρομαι πιο πολύ όταν το όνομα μου είναι άγνωστο ή έχει επιχωματωθεί από τη λήθη. Αναρωτιέμαι αν κάποιοι νοιάστηκαν για τη μοναξιά τους όσο ήταν ζωντανοί ή ο θάνατος στάθηκε αιτία να μνημονευθούν.
Μαθαίνουμε για την εκδημία των δημοσιογράφων, ακόμη και αυτών που δεν είναι στην πρώτη γραμμή της ενημέρωσης. Ουδέποτε, όμως, έγινε είδηση ο θάνατος ενός σερβιτόρου ή κάποιου άλλου εργαζόμενου στη λάντζα ή σε κάποια βιομηχανική μονάδα. Αυτοί συνήθως αποτελούν είδηση όταν σκοτώνονται σε εργατικά δυστυχήματα.
Ο σερβιτόρος μνημειώνεται στον κινηματογράφο από τον Θανάση Βέγγο, στην ταινία «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης». Το αφεντικό του (Μπούμπουρης) του αναθέτει να διαχειριστεί τέσσερα τραπέζια. Είναι άμαθος ο υποψήφιος σερβιτόρος, που ανιστορεί τα πάθη των μεταναστών στην Αθήνα, να σταθούν στα πόδια τους. Το επάγγελμα του σερβιτόρου ήταν μια κάποια λύση για τους νιόφερτους εσωτερικούς μετανάστες, παρ’ όλες τις δυσκολίες να ενταχθούν στην πόλη. Το επάγγελμα τους βοηθούσε να γνωρίσουν την ανθρωπογεωγραφία του αστικού κέντρου, καθώς και τις καινούργιες συμπεριφορές.
«Πενηνταράκι, φράγκο, δίφραγκο/ πάνω σε κέρματα κυλάει η ζωή./ Μπαχτσίσι, χαρτζιλίκι, φιλοδώρημα / γήπεδο, σινεμά, μπορντέλο/ και μεσοφόρι για την αδερφή». Δεν γνωρίζω αν ο Μιχάλης Γκανάς δούλεψε ως σερβιτόρος όταν πρωτόρθε στην Αθήνα, όμως φαίνεται ότι η εργασιακή καθημερινότητα ενός τέτοιου επαγγελματία γίνεται θέμα ολιγόστιχου ποιήματος (Βοηθός γκαρσόν).
Ασπρη ποδιά, με τσέπη, όπου έβαζε τα κέρματα για το σερβίρισμα. Ψιλοκέρματα, που χρειάζονται υπομονή και ανοχή στις ιδιαιτερότητες και τις προσβολές των πελατών, είτε σερβίρει λαϊκούς ανθρώπους είτε την παρέα του Μποντλέρ «Νω¬θρό κυ¬ρια¬κά¬τι¬κο πρωί. Ο σερ¬βι¬τό¬ρος φέρ¬νει/ (πρό¬θυ¬μα) τα μπλά¬ντι μέ¬ρι με τζιν,/ όχι βότ¬κα. Λάμ¬ψεις άρ¬κευ¬θου και πι-πε¬ριού/ και πνεύ¬μα αστρα¬φτε¬ρό νο¬στι¬μεύ¬ουν τη συ¬ζή¬τη¬σή μας».
Ο Λευτέρης δεν γνώρισε τον Μποντλέρ. Εζησε και πέθανε στα Γιάννινα. Δούλεψε στο καφε-ζαχαροπλαστείο «Διεθνές», ένα εμβληματικό κατάστημα. Αριστερά το στενόμακρο ψυγείο με τα φρέσκα γλυκά και δεξιά τα τραπέζια. Ανάμεσά τους κινούνταν ο Λευτέρης. Ηταν το σύμβολο μιας εποχής. Είχε όλα τα γνωρίσματα που το αφεντικό του Βέγγου, ο Μπούμπουρης, του θυμίζει πως αποτελούν το τετράπτυχο ενός καλoύ σερβιτόρου: αντίληψη, ταχύτης, προθυμία και ευγένεια.
Ο Λευτέρης ευτύχησε να μνημονευθεί η εκδημία του από τα μέσα ενημέρωσης στην Ηπειρο. Ενας σερβιτόρος που έκλεισε την πόρτα μιας εποχής.