Τρίτη 6 Μαΐου 2025

Ευάγγελος Αυδίκος, Ο θάνατος ενός σερβιτόρου, EFSYN, 6 Mαίου 2025

 Ο θάνατος ενός σερβιτόρου


Πάλι ο θάνατος βρήκε στασίδι στο κείμενό σου, θα σιγομουρμουρίσει ο αναγνώστης/τρια, ενδεχομένως να φτύσει στον κόρφο του. Ομως, μιλώντας γι’ αυτούς που φεύγουν, ο λόγος είναι για τους ζωντανούς. Για το ποια είναι τα κριτήρια που η είδηση της εξόδου από τη ζωή γίνεται είδηση.

ADVERTISING

Για παράδειγμα, οι ηθοποιοί απασχολούν πάντα τα δημοσιογραφικά δελτία. Εχουν δραστήριο σωματείο και τουλάχιστον σ’ αυτό το είδος διαπρέπουν. Χαίρομαι πιο πολύ όταν το όνομα μου είναι άγνωστο ή έχει επιχωματωθεί από τη λήθη. Αναρωτιέμαι αν κάποιοι νοιάστηκαν για τη μοναξιά τους όσο ήταν ζωντανοί ή ο θάνατος στάθηκε αιτία να μνημονευθούν.

Μαθαίνουμε για την εκδημία των δημοσιογράφων, ακόμη και αυτών που δεν είναι στην πρώτη γραμμή της ενημέρωσης. Ουδέποτε, όμως, έγινε είδηση ο θάνατος ενός σερβιτόρου ή κάποιου άλλου εργαζόμενου στη λάντζα ή σε κάποια βιομηχανική μονάδα. Αυτοί συνήθως αποτελούν είδηση όταν σκοτώνονται σε εργατικά δυστυχήματα.

Ο σερβιτόρος μνημειώνεται στον κινηματογράφο από τον Θανάση Βέγγο, στην ταινία «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης». Το αφεντικό του (Μπούμπουρης) του αναθέτει να διαχειριστεί τέσσερα τραπέζια. Είναι άμαθος ο υποψήφιος σερβιτόρος, που ανιστορεί τα πάθη των μεταναστών στην Αθήνα, να σταθούν στα πόδια τους. Το επάγγελμα του σερβιτόρου ήταν μια κάποια λύση για τους νιόφερτους εσωτερικούς μετανάστες, παρ’ όλες τις δυσκολίες να ενταχθούν στην πόλη. Το επάγγελμα τους βοηθούσε να γνωρίσουν την ανθρωπογεωγραφία του αστικού κέντρου, καθώς και τις καινούργιες συμπεριφορές.

«Πενηνταράκι, φράγκο, δίφραγκο/ πάνω σε κέρματα κυλάει η ζωή./ Μπαχτσίσι, χαρτζιλίκι, φιλοδώρημα / γήπεδο, σινεμά, μπορντέλο/ και μεσοφόρι για την αδερφή». Δεν γνωρίζω αν ο Μιχάλης Γκανάς δούλεψε ως σερβιτόρος όταν πρωτόρθε στην Αθήνα, όμως φαίνεται ότι η εργασιακή καθημερινότητα ενός τέτοιου επαγγελματία γίνεται θέμα ολιγόστιχου ποιήματος (Βοηθός γκαρσόν).

Ασπρη ποδιά, με τσέπη, όπου έβαζε τα κέρματα για το σερβίρισμα. Ψιλοκέρματα, που χρειάζονται υπομονή και ανοχή στις ιδιαιτερότητες και τις προσβολές των πελατών, είτε σερβίρει λαϊκούς ανθρώπους είτε την παρέα του Μποντλέρ «Νω¬θρό κυ¬ρια¬κά¬τι¬κο πρωί. Ο σερ¬βι¬τό¬ρος φέρ¬νει/ (πρό¬θυ¬μα) τα μπλά¬ντι μέ¬ρι με τζιν,/ όχι βότ¬κα. Λάμ¬ψεις άρ¬κευ¬θου και πι-πε¬ριού/ και πνεύ¬μα αστρα¬φτε¬ρό νο¬στι¬μεύ¬ουν τη συ¬ζή¬τη¬σή μας».

Ο Λευτέρης δεν γνώρισε τον Μποντλέρ. Εζησε και πέθανε στα Γιάννινα. Δούλεψε στο καφε-ζαχαροπλαστείο «Διεθνές», ένα εμβληματικό κατάστημα. Αριστερά το στενόμακρο ψυγείο με τα φρέσκα γλυκά και δεξιά τα τραπέζια. Ανάμεσά τους κινούνταν ο Λευτέρης. Ηταν το σύμβολο μιας εποχής. Είχε όλα τα γνωρίσματα που το αφεντικό του Βέγγου, ο Μπούμπουρης, του θυμίζει πως αποτελούν το τετράπτυχο ενός καλoύ σερβιτόρου: αντίληψη, ταχύτης, προθυμία και ευγένεια.

Ο Λευτέρης ευτύχησε να μνημονευθεί η εκδημία του από τα μέσα ενημέρωσης στην Ηπειρο. Ενας σερβιτόρος που έκλεισε την πόρτα μιας εποχής.


Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Ευάγγελος Αυδίκος, Οι κλαπαδόρες του Καλομοίρη, EFSYN, 7 Iανουαρίου 2025



Ο Καλομοίρης είναι σεβαστός κλασικός μουσουργός που τόλμησε να εντάξει μοτίβα από το δημοτικό τραγούδι και τις λαϊκές παραδόσεις στη σύνθεση έργων της κλασικής μουσικής. Στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα συνέθεσε δύο όπερες (Πρωτομάστορας, Το δαχτυλίδι της μάνας).

Ο Καλομοίρης ευτύχησε να χαρακτηριστεί ιδρυτής Εθνικής Μουσικής Σχολής και αυτό χάρη στην άντληση θεματολογίας από τον χώρο του λαϊκού πολιτισμού. Ωστόσο, τα δύο πρώτα έργα του πυροδότησαν την οργή του Φώτου Πολίτη, ενός ικανότατου κριτικού, γιου του ιδρυτή της ελληνικής Λαογραφίας, του Νικολάου Πολίτη. Εγραψε ένα άρθρο στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς» (1918), με το οποίο καταχέριαζε την επιλογή του Καλομοίρη να κάνει μούσα του το δημοτικό τραγούδι. Του κακοφάνηκε ο ενθουσιασμός του κόσμου που παρακολουθούσε κάποια εκδήλωση με κάλαντα, στην οποία μαέστρος ήταν ο μουσουργός. Εξανίσταται ο κριτικός επισημαίνοντας ότι «ο κοσμάκης ενθουσιάζεται με τα μέρη εκείνα, που συμφωνούνε τέλεια με το βάρβαρο μουσικό αίσθημά του».

Ο Καλομοίρης επικρίνεται για σύμπλευση με το βάρβαρο μουσικό αίσθημα ενός κόσμου που καλά είναι να ασχοληθεί με τα δικά του. Δεν μπορούν όλα αυτά να συγκινούν και τους υπόλοιπους, τους αστούς, που έχουν άλλα ενδιαφέροντα. Εξ αυτού οι δημιουργίες του μουσουργού χαρακτηρίζονται «κλαπαδόρες». Η λέξη προέρχεται από το ομώνυμο μουσικό όργανο σε φιλαρμονικές. Στην περίπτωση του Καλομοίρη ο Φώτος Πολίτης τού προσδίδει μειωτική διάσταση. Είναι οι ηχηρές αερολογίες, τα ταρατατζούμ που διεγείρουν τα «βάρβαρα» μουσικά αισθήματα.

Ολα αυτά συνέβησαν έναν αιώνα πριν. Με αφορμή την ταινία «Υπάρχω» για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη επανέρχεται η απαξιωτική στάση για έναν πολιτισμό που εμπεριέχεται στα λαϊκά τραγούδια. Για τον λαϊκό πολιτισμό. Δεν προτίθεμαι να αξιολογήσω την ταινία. Είναι μια μυθοπλασία και ως τέτοια κρίνεται.

Αξιοσημείωτη όμως είναι η μαζική παρακολούθησή της. Γεμίζουν οι κινηματογράφοι και οι θεατές συμμετέχουν με τον δικό τους ενεργό τρόπο (χειροκροτήματα, τραγούδι). Αυτό ξάφνιασε πολλούς/ές. Οι αναλυτές σκέφτονται ερήμην της πραγματικότητας. Είχαν πιστέψει πως ξεμπέρδεψαν με αυτόν τον πολιτισμό. Που τον ταυτίζουν άλλοτε με βάρβαρο μουσικό αίσθημα κι άλλοτε με τη ματσίλα. Σκέφτονται και γράφουν κάποιοι βουλησιαρχικά. Παίρνουν τις επιθυμίες για πραγματικότητα.

Για πολλά χρόνια ο λαϊκός πολιτισμός θεωρήθηκε μη πολιτισμός. Ο κόσμος της υπαίθρου και των εργατικών συνοικιών αντιμετωπίστηκε ως στερούμενος τη δυνατότητα να δημιουργεί αισθητικές μορφές. Το είπανε για το ρεμπέτικό. Ωσπου αποθεώθηκαν οι δημιουργοί. Το φώναξαν για το δημοτικό τραγούδι. Μέχρι που πλέον αναγνωρίζεται αυτό ως υψηλή τέχνη.

Ο Καζαντζίδης υπήρξε γέννημα αυτού του πολιτισμού. Η συρροή στις αίθουσες νέων ανθρώπων είναι κι ένας δείκτης δυσφορίας για τα αισθήματα που λείπουν στους καιρούς μας. Γυρίζουν την πλάτη στον πολιτισμό των πλαστικών δημιουργιών.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Μαγική λέξη, EFSYN, 4 Δεκεμβρίου 2024

 

Ο Δεκέμβριος, τα Χριστούγεννα, ο καινούργιος χρόνος ξαναστήνουν τις μαγεμένες πόλεις· τα χωριά, όποιο όνομα κι αν έχουν, που ανοίγουν μια φορά τον χρόνο αφήνοντας ελεύθερο το τζίνι από το μαγικό λυχνάρι. Οσο πιο μικρή η ηλικία, τόσο πιο μεγάλη η δόση της μαγείας που εγχέεται στον οργανισμό. Τη βλέπω όπως φανταζόμουνα τις μαγεμένες πόλεις, γράφει ο Τσέχος ποιητής Νέζβαλ («Η Πράγα με τα δάχτυλα από βροχή»). Αναφέρεται στη γενέθλια πόλη του.

Κάπως έτσι νιώθουν όλοι, ακόμη και οι μεγάλοι, αυτές τις μέρες. Κι όταν επικαλούνται την ανάγκη των παιδιών ή των εγγονών τους. Για να απαλλαγούν από τον σταυρόκομπο του ορθολογισμού τον υπόλοιπο καιρό. Το τζίνι ακούει ευκολότερα τις επιθυμίες, ιδίως των μικρών παιδιών, βγαίνει από το λυχνάρι και δίνει στις λέξεις δύναμη μαγική. Μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους, να ανοίξουν οι ουρανοί των προσδοκιών.

Η λέξη μαγεία, πλέον, έχει δραπετεύσει από τα παραμύθια. Εγινε μέρος του λεξιλογίου της καθημερινότητας. Ολα γίνονται υπέροχα, εκπληκτικά και μαγικά. Κι έτσι οι λέξεις απομαγεύονται. Κρύβουν τη λιποταξία μας από τον κόσμο του μαγικού που δεν είναι για χόρταση. Ολοι ξέρουν πως στα παραμύθια η μαγεία διαρκεί όσο η αφήγηση. Μετά αποκαθίσταται η κανονικότητα. Η σκληρή πραγματικότητα. Δεν είναι για χόρταση η μαγεία. Είναι σαν το άρωμα σε μικρό μπουκάλι. Αρκεί μια σταγόνα, για να αλλάξει η διάθεση.

Ή και μια λέξη. Αυτό το κατάλαβε ο Καρίμ, ο αδελφός του Αλή Μπαμπά. Λαιμάργησε να σακιάζει χρυσάφι. Και ξέχασε τη μαγική λέξη που θα άνοιγε την πόρτα της σπηλιάς. Αυτό το παθαίνω συχνά με τις μαγικές λέξεις στις ποικίλες συσκευές (κινητό, τηλεόραση, υπολογιστή) αλλά και μύριους όσους λογαριασμούς (μέσεντζερ, φέισμπουκ, τραπεζικές κάρτες), ων ουκ έστιν αριθμός. Ξεχνάω το σύνθημα ή το παρασύνθημα που θα ανοίξει τη σπηλιά της τεχνολογίας. Και όταν αλλάζω τους κωδικούς, παθαίνω σαν τους κόμπους που δένονται σφιχτά και μετά δεν ξελύνονται. Θυμάμαι μια περίπτωση στην Αγγλία, σε καιρό που αυτά ήταν στην αρχή. Μου κλειδώθηκε η κάρτα κι εύρε γύρευε μετά.

Αυτό το αίσθημα της ασφυξίας διαχέεται τον τελευταίο καιρό. Οι λέξεις είναι δίσημες. Εύκολα απομαγεύονται. Χάνουν τη δύναμη κατανόησης. Τη δυνατότητα να ανοίγουν την πόρτα της συλλογικότητας. Εύκολα αποφορτίζονται. Και τότε οι παλιές λέξεις είναι η οριακή γραμμή για την έκλυση μίσους και δυσανεξίας. Απομαγεύονται οι ανθρώπινες, οι συντροφικές σχέσεις. Οι λέξεις γίνονται κουφάρια. Πουλιά που πετάνε τρομαγμένα, μακριά από εκεί που φώλιαζαν.

Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε. Οι ημέρες της μαγείας πλησιάζουν. Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να φωτίσουμε τη λέξη «αγάπη». Τη χρειαζόμαστε. Ως έγνοια για τους άλλους. Γιατί να μη στολίσουμε το χριστουγεννιάτικό μας δέντρο με τη λέξη αγάπη.

 

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Το κορίτσι με τα εσώρουχα, EFSYN, 5 Νοεμβρίου 2024

    Print

Μπήκε ξαφνικά στη ζωή μας. Αφορμή στάθηκε ο σωφρονιστικός έλεγχος της αστυνομίας στον τρόπο που η νεαρή φοιτήτρια φορούσε το χιτζάμπ, τη μουσουλμανική δηλαδή μαντίλα της. Στην Τεχεράνη, εκεί όπου παλιότερα άνθησαν η τέχνη και η επιστήμη. Ολα τα αυταρχικά καθεστώτα στοχεύουν στο σώμα, ιδίως το γυναικείο. Παλιότερα κατηγορούσαν το γυναικείο κορμί ως κατοικία διαβολικών απόψεων. Και γι’ αυτό το έκαιγαν. Ο Μεσαίωνας επέλεξε δραστικές λύσεις. Οι γυναίκες ήταν μάγισσες. Κουβαλούσαν ανατρεπτικές ιδέες.

Αργότερα, ο Πάγκαλος μέτραγε το μήκος της φούστας στους δρόμους της Αθήνας, που έγινε το μέτρο της γυναικείας ηθικής για τους κρατούντες. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες το σώμα της γυναίκας έγινε εργαστήριο για ρήξη με τις παλιότερες αντιλήψεις, που προόριζαν τη γυναίκα για συγκεκριμένους ρόλους. Οι πρώτες φεμινίστριες έσχιζαν τα σουτιέν τους. Θεωρήθηκε μέσο αμφισβήτησης των ισχυόντων στερεοτύπων. Θέλουμε έναν άλλο κόσμο, έλεγαν με την πράξη τους, στον οποίο το γυναικείο σώμα δεν θα εγκλωβίζεται. Οπως επιτάσσουν οι παλιοί νόμοι και οι οικονόμοι τους.

Η Νοτιοκορεάτισσα Χαν Γκανγκ, κάτοχος του Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2024, σκιαγραφεί με εξαιρετικό τρόπο τα ήθη της κοινωνίας της στο μυθιστόρημά της «Η χορτοφάγος» (Καστανιώτης). Ενα βιβλίο που αφηγείται τη ρήξη της πρωταγωνίστριας με τον ρόλο που είχαν ράψει για τον εαυτό της όλοι οι άλλοι. Πρωταγωνιστεί το σώμα στην αντιστασιακή της πράξη. Το πληρώνει. Γνωρίζει τις συνέπειες. Ομως, αντιστέκεται. Μια μορφή του ξεσηκωμού της είναι η απόφασή της να μη φοράει σουτιέν. Πώς τόλμησε, όλοι αναρωτιούνται. Οι θηλές του στήθους προκλητικές κάτω από το ρούχο. Μια άλλη πρόταση για την ηθική.

Αυτή η εντύπωση έγινε φανερή στην Τεχεράνη. Η νεαρή αφαιρεί τα ρούχα της και μένει με τα εσώρουχά της. Θυμήθηκα φευγαλέα το βιβλίο «Το κορίτσι με τα σπίρτα». Μόνο που εκείνο ήταν αδύναμο. Πάλευε με τη φτώχεια της. Ετούτη στην πανεπιστημιούπολη φαίνεται δυνατή. Συνειδητοποιημένη. Δίπλα της συμφοιτήτριες αμήχανες, μέσα στο μαύρο χιτζάμπ της υποκριτικής ηθικής. Ακούγονται οι φωνές άλλων που βιντεοσκοπούν τη σκηνή. Παρακολουθούν τα δρώμενα από την ασφάλεια του ρόλου που τους έχουν αναθέσει.

Το κορίτσι με τα εσώρουχα. Μια θαρραλέα γυναίκα. Που προτάσσει το σώμα της στην ισοπεδωτική δύναμη του αυταρχισμού. Είναι το μόνο όπλο που της απομένει. Την παρακολουθώ να κάθεται και μετά να σηκώνεται όρθια, με σταυρωμένα χέρια. Να βηματίζει. Γνωρίζει τι την περιμένει. Αναμένει τη σύλληψή της από εκείνους που φοβούνται τη γυμνή αλήθεια. Είναι ήρεμη. Θυμάμαι το επεισόδιο στο Πεκίνο. Με τον Κινέζο που πρόταξε το κορμί του. Διαμαρτυρία για όσα έγιναν στην πλατεία εναντίον των φοιτητών.

Το κορίτσι με τα εσώρουχα. Ξεγύμνωσε την ηθική της υποκρισίας με την πράξη της.

 

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Ευάγγελος Αυδίκος, Η σκούπα του Αϊ-Σουλά, EFSYN, 22 Οκτωβρίου 2024

 

«Τη μέρα εξυπηρετεί, τη νύχτα δεσπόζει. Τι είναι;» Παλιότερα το παιχνίδι με τα αινίγματα ήταν αγαπημένη δραστηριότητα. Αφορούσε τους πάντες. Με τον τρόπο αυτό πετύχαιναν τρία πράγματα. Το ένα ήταν η συνοχή της ομάδας, καθώς όλοι συμμετείχαν σε μια ψυχαγωγική και γνωστική διαδικασία. Το δεύτερο αφορούσε την πατριδογνωσία. Το αίνιγμα αντλούσε υλικό από οικείες εικόνες, των οποίων η απάντηση υπονόμευσε τον κυρίαρχο ορθολογισμό. Το τρίτο είναι η καλλιέργεια μιας δυνατότητας απεγκλωβισμού από τον θετικισμό. Και όλα αυτά, χωρίς θεωρητικολογίες.

Η απάντηση σ’ αυτό το αίνιγμα είναι: η σκούπα. Στις μέρες μας το μυαλό των νεότερων θα πήγαινε στις ηλεκτρικές σκούπες, μικρές και μεγάλες. Ομως, ακόμη και σήμερα υπάρχει βιοτεχνία, ιδίως στη Νέα Βύσσα του Εβρου, που φτιάχνουν σκούπες – αλλά και αλλαχού. Στην καθαρεύουσα η σκούπα είναι γνωστή με την ονομασία «σάρωθρον». Κατασκευαζόταν από την αφάνα, έναν ακανθώδη θάμνο, ή από τις κορφάδες του φυτού σόργου.

Το ενδιαφέρον με τη σκούπα, όποιο και αν είναι το υλικό, εντοπίζεται στην καθημερινή χρηστικότητα. Καθαρίζει το σπίτι αλλά και τους επαγγελματικούς χώρους. Μαζεύει τα σκουπίδια. Ομως, στη χρηστικότητα οφείλεται η πολλαπλή μεταφορική της σημασία. Πρώτα απ’ όλα, η ταύτισή της με την κοινωνική διαστρωμάτωση και τους έμφυλους ρόλους. Η σκούπα και το καθάρισμα ταυτίζονται με τις γυναίκες αλλά και με περιθωριοποιημένες κοινωνικές τάξεις (παραδουλεύτρες, καλφάδες). Είναι γνωστό πως προϋπόθεση για να θεωρηθεί ένα κορίτσι έτοιμο για γάμο, ήταν να αποκτήσει τη δεξιότητα να μη «σκουπίζει όσα βλέπει η πεθερά».

Πέρα από τα άλλα, ποιος /α δεν έχει ακούσει ή δει την ιστορία της μάγισσας Φούρκας, η οποία ανεβαίνει στη σκούπα της, καταργώντας τους νόμους της φύσης και προαναγγέλλοντας τις τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες έκαναν πράξη τις μύχιες επιθυμίες πολλών γενεών που μεγάλωσαν με την επιθυμία να απογειωθούν.

Η λειτουργία ως σαρώθρου της σκούπας την κατέταξε στα βασικά μέσα μαγικών πράξεων. Αναφέρεται συχνά στα ξόρκια με θεραπευτική πρόθεση. Να σκουπίσει το κακό. Σ’ αυτή την περίπτωση, όταν η μαγική αντίληψη συναντιέται με την έκκεντρη θρησκευτική πίστη παράγει σουρεαλιστικά αποτελέσματα. Ενα ζευγάρι, στη δεκαετία του 1980, που είχε αποκτήσει κορίτσια, προσέφυγε σε μοναστήρι, στο οποίο ένιοι μοναχοί τούς συνέστησαν, εκτός από τη νηστεία και τις προσευχές, να επιχειρήσουν τη συνεύρεση πάνω σε σκούπα, ώστε να σαρωθεί το «κακό».

Στο μοναστήρι του Αϊ-Σουλά, στη Σουρωνή Ρόδου, επισημαίνει η λαογράφος Μαρία Ανδρουλάκη, οι πιστοί αφιέρωναν σκούπες στον άγιο, ώστε, με τη βοήθεια του αγιάσματος να τους θεραπεύσει από τα δερματικά νοσήματα. Πολύσημη η σκούπα. Ακόμη και στην πολιτική είναι παρούσα. Πολυνομοσχέδια-σκούπα αλλά και σκουπίζουν οι έχοντες την εξουσία τους αντιπάλους. Και οι πολίτες; Να ’χε σκούπρα η σκούπα μας…