Προδημοσίευση
Μετά τα γεγονότα τον Σεπτέμβριο του 1944 με τη σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στον ΕΔΕΣ και τον ΕΛΑΣ που είχε ως αποτέλεσμα την εκτέλεση των ανταρτοεπονιτών και πολιτών αλλά και το σκοτωμό ανταρτών στο πεδίο της μάχης, ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά της Αθήνας που έκαναν τον ΕΛΑΣ να επιτεθεί στον ΕΔΕΣ. Ο Ναπολέων Ζέρβας διέταξε τη μετακίνηση των μονάδων του αλλά και πολλών πολιτών που είχαν ανάμιξη στα διαδραματιζόμενα ή ήταν φιλοεδεσικοί να επιβιβαστούν σε πλοία και να καταφύγουν στην Κέρκυρα με σκοπό ν’ αποφύγουν την εκδίκηση του ΕΛΑΣ για τα όσα έγιναν στην Παργινόσκαλα. Έτσι τουλάχιστον διαδιδόταν. Αρκετοί λοιπόν πολίτες της Πρέβεζας επιβιβάστηκαν στο αντιτορπιλικό ΠΑΝΘΗΡ που τους μετέφερε στην Κέρκυρα.
 " Συνεχίσαμε τα μαθήματα με τον Αγαθοκλή και στην Κέρκυρα, ο ΕΔΕΣ πήρε την απόφαση ν’ αποχωρήσει από την Πρέβεζα, θα γίνει μεγάλο κακό, οι κομμουνισταί θα πάρουν εκδίκηση για την Παργινόσκαλα, κάτω στην παραλία, περιμένουν τα πλοία. Αυτή η αντάρα υπήρχε παντού στην πόλη. Γύρναγαν στους δρόμους και φώναξαν, κατεβείτε στ’ν παραλία, μπάτε στα πλοία, έρχονται οι Αμίτες, θα σας σφάξουν, βιαστείτε, παρακινούσαν τους κατοίκους να ακολουθήσουν τον Ζέρβα και τους αντάρτες του. Η μάνα μου φοβήθηκε, άρχισε τα σταυροκοπήματα, Θε μ’, λυπήσου μας, ο πατέρας επέμενε, θα μείνω εδώ, πάρε τα παιδιά και φύγε. Η μάνα μου δίσταζε, ώσπου έστειλε μήνυμα ο αδερφός της, αντάρτης στον Ζέρβα, μην κάθεστε ούτε στιγμή, θα εκδικηθούν για την Παργινόσκαλα, δεν θα μείνει κανείς, σώστε τα παιδιά.
Μας ετοίμασε, πήρε μερικές αλλαξιές, κατεβήκαμε στην παραλία, ήταν παραμονή Χριστουγέννων του ’44. Η μικρή αδελφή έκλαιγε, σέρνοντας μάς  ακολουθούσε. Έσκουζε σα να την  έσφαζαν, δεν ήθελε να φύγει απ’ το σπίτι. Τι να κάνει η μάνα μ’, μπροστά μας ο Πάνθηρας, ένα μεγάλο πλοίο, δίπλα, δυο τρία άλλα ήταν αρόδο. Το κλάμα της αδελφής μου ίδιο τρυπάνι, έσπασε τα νεύρα της μάνας, που γύρισε πίσω, θα μου πεθάνει το παιδί, την άκουσα να μουρμουράει. Δεν είχε προλάβει να προχωρήσει παραπάνω από εκατό μέτρα και της κόβει τον δρόμο ένας μεγάλος ίσκιος, ήταν ο αδελφός της, καβάλα στο άλογο, τρελάθηκες, τι είναι αυτό που κάνεις, όλοι φεύγουν και εσύ γυρίζεις πίσω; Κατεβαίνει από το άλογο, αρπάζει την μικρή στα χέρια, με το άλλο χέρι κρατούσε τον μπόγο με τα ρούχα και, χωρίς άλλη κουβέντα, μπαίνουμε στον Πάνθηρα. Την ώρα που το πλοίο περνούσε από τον αύλακα του Ακτίου, πού πάτε αδέλφια, φώναζαν οι συγκεντρωμένοι αντάρτες, γυρίστε πίσω, δεν θα σας πειράξει κανείς."
 *Απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα του Ευάγγελου Αυδίκου που θα εκδοθεί τον Μάρτιο του 2016 με τίτλο «Καρακαμπίλα» και άξονα τα γεγονότα στην Παργινόσκαλα.
*Στη φωτογραφία νέοι της ΕΠΟΝ