του Ευάγγελου Αυδίκου

 

Ένα βασικό θέμα που επανέρχεται στην επικαιρότητα, με αφορμή την υπερχειλίζουσα βιβλιοπαραγωγή, σχετίζεται με την τύχη των βιβλίων. Με άλλα λόγια, τι πιθανότητες έχουν να καταστήσουν αισθητή την παρουσία τους προσελκύοντας  την προσοχή, ή έστω και τη βιαστική ματιά, του αναγνωστικού κοινού;

Την ίδια σκέψη έκανα ερχόμενος σε επαφή με το μυθιστόρημα της Κατερίνας Βαρέλη, Τα κίτρα της Μόσχως,, Εναλλακτικές Εκδόσεις. Πρόκειται για το πρώτο της μυθιστόρημα. η διαβατήρια ένταξη στην πεζογραφία. Φυλλομετρώντας το , η τοπογραφία διήγειρε το ενδιαφέρον μου. Η δράση τοποθετείται σε οικεία γεωγραφία: πρωτίστως στο Σούλι και την Πάργα αλλά και την απέναντι Κέρκυρα. Επίσης, ένα μέρος τοποθετείται στα προεπαναστατικά χρόνια και τις περιπέτειες των κατοίκων στα χρόνια του Αλήπασα.

Ωστόσο, δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Χρησιμοποιείται το ιστορικό και γεωγραφικό περιβάλλον ως πλαίσιο για την ψυχογράφηση της Μόσχως/Μοσχούλας που λειτουργεί και ως απαρχή της θηλυκής εκδοχής της οικογενειακής σάγκας, που πλαισιώνει την  αφηγηματική περιδίνηση στον χώρο και τον χρόνο. Η Μόσχω θέτει τον θεμέλιο λίθο αυτής της οικογενειακής ιστορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας  οι αρμοί ατονούν και η μνήμη ξεθωριάζει.

Η αναφορά στα ιστορικά συμβάντα και ο τρόπος που αναδύεται η προσωπικότητα της Μόσχως συνιστά και ένα ενδιαφέρον παράδειγμα για το πώς η ιστορία δεν βαραίνει πάνω στους ώμους των πρωταγωνιστών. Η συγγραφέας επιτυγχάνει να αποφύγει το υψιπετές δοξαστικό της διακοσιοστής επετείου από το 1821. Αποφεύγει να εστιάσει στο ηρωικό στοιχείο. Επιλέγει την ανάδειξη  της προσωπικότητας της Μόσχως, στην οποία ανακλάται το πολιτισμικό ήθος των Σουλιωτών. Όμως, αυτό δεν προβάλλεται ως ηρωική διάσταση της κληρονομιάς της αλλά ως προϊόν μιας διαπαιδαγώγησης, που ζυμώνει την κατάφαση απέναντι σε ό,τι αντιμετωπίζει.

Η ένθετη ιστορική αναφορά στο Σούλι, τα Τζουμέρκα και την Πάργα οριοθετεί τη γεωγραφία των ιστορικών περιπετειών, που λειτουργεί και ως αφηγηματικός άξονας  της γυναικείας τριλογίας του μυθιστορήματος (Μόσχω/Μοσχούλα, Άννυ/Αννέτα, Βεατρίκη). Η πρώτη είναι εκείνη που  συγκροτεί τη συγκεκριμένη γενεαλογία, η οποία έχει ως αφετηρία της έναν διαρκή ξεριζωμό. Από το Σούλι στα Τζουμέρκα, στην Πάργα και μετά στην Κέρκυρα όταν ο Αλήπασας εξαγόρασε την περιοχή από τους Άγγλους. «Ήξερε πως ο ξεριζωμός ήταν αγιάτρευτη πληγή», σκέφτεται η Μόσχω την ώρα που ετοιμάζεται για έναν καινούριο. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα διάσταση του μυθιστορήματος. Ο λόγος της Βαρέλη είναι υπαινικτικός και αποφθεγματικός. Είναι ο λόγος του ξεριζωμένου ανθρώπου μπροστά στην καινούρια περιπέτεια. Έτσι, τα λόγια της Μόσχως που εκφέρονται χωρίς δραματική ένταση, συνοψίζουν τον ψυχοσυναισθηματικό τρικυμισμό της πρωταγωνίστριας. Και κάτι επιπλέον. Ο λόγος της μετασχηματίζεται σε κοινό τόπο όλων όσων ξεριζώνονται.

Ο λόγος  της Βαρέλη δεν είναι πυρακτωμένος με επίθετα. Ο συγκλονισμός είναι εσωτερικός. Ωστόσο, απομειώνεται από τον τρόπο που η Μόσχω διαχειρίζεται τις περιπέτειες. Είναι μια γυναίκα με δυναμισμό, με ευθύνη έναντι της οικογενείας της και με ευθύνη για το μέλλον, γεγονός που την οδηγεί να καταπνίξει τα συναισθήματά της για τον αποχωρισμό από τα παιδιά της που ακολουθούν τον πατέρα τους στην Εσπερία.. Αν η συνονόματή της Σουλιώτισσα καπετάνισσα τέθηκε επικεφαλής των αμάχων στο Σούλι για την προάσπιση του τόπου της, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος δίνει τον δικό της αγώνα, χωρίς μεγαλορρημοσύνη και  κουμπούρια.

Η ιστορία ωστόσο της Μόσχως πλαισιώνεται από δύο άλλες γυναίκες./Η πρώτη είναι η  Άννυ/Αννέτα, που ανήκει στη γενεαλογία που σύστησε η Μόσχω. Τις συνδέει η αίσθηση του καθήκοντος. Οι επιλογές τους επιβλήθηκαν από την ανάγκη να ανταποκριθούν σε ό,τι είχαν μάθει ως πρέπον. Και οι δύο αποδέχτηκαν τη σιωπή.  «Ήξερε πως είναι η αγάπη αυτή που ορίζει». Αυτός ήταν ο κανόνας της Μόσχως , που ταυτίζεται με την αίσθηση της υποχρέωσης. Για την Άννυ όμως η αγάπη ανατρέπει συθέμελα τον κόσμο της. Είναι ο έρωτας για τον Μανώλη, τη νεανική της αγάπη. Οι άντρες των δύο γυναικών (Ηλίας, Μανώλης) εντάσσονται ως δευτερογενείς αφηγηματικές περσόνες. Στο προσκήνιο προβάλλουν οι δύο γυναίκες. Η αγάπη στην περίπτωση της Μόσχως μετατρέπεται σε δράση επαγγελματική μέσα από την καλλιέργεια και το εμπόριο των κίτρων της. Για την Άννυ η αγάπη ξεθεμελιώνει τις προηγούμενες ορίζουσες. Και όταν οι συνθήκες συντρίβουν τις προσδοκίες της, τότε επιλέγει τον εθελούσιο θάνατο, όχι ως μορφή απόγνωσης. Η απόφασή της ορίζεται από την ανάγκη να  μην εγκαταλείψει, για μια ακόμη φορά, τον θανασίμως τραυματισθέντα έρωτα της ζωής της.

Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με τη Βεατρίκη, κόρη της Άννυς. Νέα, σύγχρονη γυναίκα, με άγνοια του παρελθόντος και ασαφή εικόνα για τη  γενεαλογίας της. Η συγγραφέας μέσω της νεαρής  γυναίκας θέτει το ζήτημα της επιστροφής της ιστορίας στη ζωή των ανθρώπων ως διαδικασίας  αυτοπροσδιορισμού και ιχνηλάτησης του χώρου τους. Η αυτοκτονία της μητέρας γίνεται αφετηρία διερεύνησης της προσωπικής ταυτότητάς της. Η πραγμάτωση σαρκώνεται με ταυτόχρονη αλλαγή των αφηγηματικών μέσων. Η Βαρέλη επινοεί ένα ημερολόγιο της  γιαγιάς, της προγιαγιάς, της γιαγιάς και της μητέρας της. Η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη και η αναγνώστρια Βεατρίκη μυείται σ’ ένα κόσμο που αγνοούσε. «Αυτός είναι και δικός μου τόπος», ψιθυρίζει όταν επισκέπτεται το Σούλι κλείνοντας τον κύκλο της οικογενειακής σάγκας.

Η συγγραφέας έχει γράψει ένα ενδιαφέρον βιβλίο , χωρίς να προσφεύγει στη μεγαληγορία της ιστορίας. Χρησιμοποιεί την οικογενειακή σάγκα, για να αναδείξει την προσωπικότητα  και τις αντιφάσεις των ανθρώπων που τη συγκροτούν. Είναι ένα μυθιστόρημα για τη σχέση με την ιστορία και τον τόπο. Πρόκειται για μια μυθοπλασμένη αφήγηση, στην οποία πρωταγωνιστούν οι γυναικείοι χαρακτήρες, με γήινα χαρακτηριστικά. Αναδύονται οι αντιφάσεις τους αλλά και οι επιλογές τους χωρίς έναν κραυγάζοντα λόγο.