Την περασμένη εβδομάδα ήρθε στην επικαιρότητα  η απόφαση της επί του πολιτισμού υπουργού να ανακαλέσει την αρχική απόφασή της να εγκρίνει την ερευνητική πρόταση μιας ομάδας νέων ερευνητών να καταγράψουν  μορφές πολιτισμού των Βλάχων, όπως διασώζονται στην μνήμη και την προφορική παράδοσή τους.

  Προκλήθηκε θόρυβος, παράχθηκε  αρθρογραφία, έγιναν αντεγκλήσεις κι έτσι μετατοπίστηκε η εστίαση στον δημόσιο λόγο στο ανύπαρκτο θέμα για το αν υπάρχει βλάχικη γλώσσα. Κι αυτό οφείλεται και στην ατυχή διαχείριση του ζητήματος από την «Επιστημονική Εταιρία των Βλάχων».

   Με όλα αυτά, δεν αναδείχθηκαν αρκούντως δυο βασικά ζητήματα.

  1. Η ανάκληση της αρχικής απόφασης πλήττει καίρια την ανεξαρτησία της έρευνας, ιδίως στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Το κράτος εμφανίζεται να υποχωρεί σε ζητήματα δεοντολογίας. Με την απάντηση που έδωσε η υπουργός, εκχωρείται η ανάγκη για έρευνα στη διακριτική ευχέρεια ομάδων πίεσης, των οποίων τα κριτήρια πόρρω απέχουν από την επιστημονική δεοντολογία.
  2. Η πολιτεία, δια της υπουργού, συμπεριφέρεται απαξιωτικά σε νέους ερευνητές, όπως είναι αυτοί που υπέβαλαν την πρόταση. Κι αυτό γίνεται σε συνθήκες ανεργίας και εναγώνιας αναζήτησης ερευνητικών προγραμμάτων για την εξασφάλιση των προς το ζην. Οι υπουργοί, με άλλα λόγια, μιλάνε με στομφώδη τρόπο για την αναστροφή του κλίματος της μετανάστευσης των νέων σε άλλες χώρες. Άλλα λένε όμως οι πράξεις τους. Ασεβούν στους νέους επιστήμονες. Απαξιώνουν την επιστημονική τους επάρκεια. Κι εκπέμπουν το σήμα ότι ο μόνος τρόπος για να επιζήσει κάποιος νέος  είναι να καλλιεργήσει τις δημόσιες σχέσεις του – ή καλύτερα να γίνει κομματικό κυβερνητικό στέλεχος. Η εργατικότητα, η υποβολή προτάσεων ερευνητικών και η εντιμότητα είναι ανώφελες αρετές.