Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Αστραπέλλου Μαριλένα Τζόναθαν Κόου: Αυτό που με φοβίζει είναι ο κυνισμός ΤΟ ΒΗΜΑ, 1 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2013


Προτού έρθει στην Ελλάδα ο αγαπημένος βρετανός συγγραφέας μιλάει για το «Expo 58», το τελευταίο του, πολύ κωμικό βιβλίο, που διαδραματίζεται στην Παγκόσμια Εκθεση των Βρυξελλών
Τζόναθαν Κόου: Αυτό που με φοβίζει είναι ο κυνισμός

εκτύπωση  


Τζόναθαν Κόου
Expo 58
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 362, τιμή 16 ευρώ

Ο Τζόναθαν Κόου μάς μεταφέρει στο μεταπολεμικό, ψυχροπολεμικό κλίμα που επικρατεί στην πρώτη Παγκόσμια Εκθεση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι συμμετέχουσες χώρες δηλώνουν απερίφραστα την ειλικρινή διάθεσή τους να συνεργαστούν και να συμπορευθούν όσο οι εντεταλμένοι εκπρόσωποί τους παίζουν κατασκοπικά παιχνίδια. Τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται και ο κεντρικός ήρωας Τόμας Φόλεϊ, ένας αφελής και καλόπιστος υπάλληλος της Κεντρικής Διεύθυνσης Πληροφοριών, πέφτει στην παγίδα των λανθασμένων, όπως αποδεικνύεται, εντυπώσεων καθώς προσπαθεί παράλληλα να ξετυλίξει το μπλεγμένο κουβάρι της προσωπικής του ζωής. Ο Κόου έχει κέφια στο δέκατο βιβλίο του και μας θυμίζει γιατί τον αγαπάμε. Για τους στέρεους χαρακτήρες του, για τον τρόπο που μεταφέρει την ιδιοσυγκρασία της εποχής στην οποία επιλέγει να διαδραματιστεί η δράση του και πάνω απ' όλα για την οξυδερκή ειρωνεία του. Αυτή που αποκαλούμε και αγγλικό χιούμορ.

Γιατί ανατρέξατε στη δεκαετία του '50 για να συνθέσετε την πλοκή του τελευταίου βιβλίου σας;
«Δεν είχα πρόθεση να γράψω για τη δεκαετία του '50 ώσπου επισκέφθηκα το Atomium και έμαθα για τη Διεθνή Εκθεση του 1958. Αυτή η πληροφορία πυροδότησε τη φαντασία μου. Είχε κάτι το συγκινητικό ο τρόπος που διακηρυσσόταν αυτός ο ιδεαλισμός. Αλλά και το ίδιο το κτίριο έχει ενδιαφέρον, το πώς εξέφραζε την πίστη στην τεχνολογία, την πίστη στη δύναμη της επιστήμης. Ολα αυτά μοιάζουν αφελή σήμερα, ένιωσα όμως ότι βρήκα κάτι πολύτιμο και θέλησα να υπενθυμίσω στον κόσμο ότι πριν από 50 χρόνια υπήρχαν αυτά τα συναισθήματα και οι προθέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών. Η επόμενη σκέψη μου ως βρετανού συγγραφέα ήταν τι θα έκαναν οι Βρετανοί σε αυτή τη συγκυρία, ποια θα ήταν η στάση τους. Ετσι ζυμώθηκε η ιδέα και από εκείνη τη στιγμή το βιβλίο εξελίχθηκε σε κωμωδία».

Πώς καταφέρατε, παρ' όλα αυτά, να συνδεθείτε με τη δεκαετία, ιδίως από τη στιγμή που προτιμάτε να γράφετε για «εποχές που γνωρίζετε από πρώτο χέρι»;
«Το σίγουρο είναι ότι μου αρέσει να δοκιμάζω διαφορετικά πράγματα, οπότε το είδα ως πρόκληση. Νιώθω ότι έχω σημείο επαφής με τη δεκαετία γιατί το κεντρικό ζευγάρι των ηρώων μου, ο Τόμας και η Σίλβια, ανήκουν στη γενιά των γονιών μου. Τους άκουγα να διηγούνται πολλές ιστορίες, οπότε μπορούσα να αντλήσω στοιχεία από τη δική τους ζωή για να αναπαραστήσω το κλίμα της εποχής. Σίγουρα ο γάμος των γονιών μου ήταν πιο ευτυχισμένος, η υφή της σχέσης τους, όμως, δηλαδή ο τρόπος που φέρονταν ο ένας στον άλλον, ακόμη και οι ρόλοι που είχαν μέσα στο σπίτι - εκείνη περισσότερο νοικοκυρά, εκείνος ο κουβαλητής, ακριβώς όπως και οι ήρωές μου -, ήταν το πρότυπο με το οποίο μεγάλωσα».

Τι σήμαινε να είσαι Βρετανός τη δεκαετία του '50 και ποια στοιχεία αυτής της «βρετανικότητας» παραμένουν αναλλοίωτα σήμερα;
«Διασκέδασα πολύ γράφοντας για τα καταπιεσμένα συναισθήματα των Βρετανών. Ο Τόμας και η Σίλβια δεν μπορούν ποτέ στην ουσία να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους ο ένας για τον άλλον. Ή o Τόμας δεν είναι σε θέση να καταλάβει τι πραγματικά αισθάνεται για μια άλλη γυναίκα, την Αννεκε. Οι Βρετανοί ήταν πολύ κλειστοί, ήταν κουμπωμένοι τη δεκαετία του '50. Τουλάχιστον η μέση και η ανώτερη τάξη στις οποίες αναφέρομαι στο βιβλίο μου. Δεν ήταν ευγενικό να εκφράσεις τα συναισθήματά σου, θεωρούνταν περίπου ντροπιαστικό. Νομίζω ότι αυτό έχει αλλάξει αρκετά τα τελευταία 50 χρόνια. Εχουμε "ανοίξει", είμαστε πιο εκδηλωτικοί».

Τι προκάλεσε αυτή την αλλαγή;
«Πιστεύω ότι το ορόσημο ήταν το 1997. Ο θάνατος της Νταϊάνας απελευθέρωσε έναν χείμαρρο συναισθημάτων από την πλευρά των Βρετανών. Η βρετανική κοινωνία άλλαξε σε βάθος έπειτα από αυτό το τραγικό γεγονός».

Αλήθεια; Πάντως ο δεσμός του βρετανικού λαού με τη βασιλική οικογένεια παραμένει αναλλοίωτος.
«Οι Βρετανοί είναι συναισθηματικοί άνθρωποι όπως και οι άλλοι λαοί. Η διαφορά μας έγκειται στο πώς εκφράζουμε τα συναισθήματά μας: με μετριοπάθεια, με ειρωνεία, μέσα από μια σειρά κώδικες. Εχω δε την εντύπωση ότι η βασιλική οικογένεια είναι κατά κάποιον τρόπο πιο σημαντική το 2013 απ' όσο ήταν το '50. Τότε ήταν μέρος ενός κατεστημένου που ήταν πολύ καθορισμένο. Υπήρχε από πάντα και σχεδόν δεν την προσέχαμε, είχε διακοσμητικό ρόλο. Η κοινωνία έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία 50 χρόνια, αλλά η βασιλική οικογένεια αποτελεί μια σταθερά για πολλούς ανθρώπους γιατί προσφέρει τη σιγουριά της αδιάρρηκτης συνέχειας. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να εξηγήσω την κατά τ' άλλα αινιγματική δημοτικότητα της βασιλικής οικογένειας».

Εχει αμβλυνθεί ο αυστηρός διαχωρισμός των τάξεων; Ο ήρωάς σας λοιδορείται γιατί ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης μιας παμπ...
«Οι αντιθέσεις είναι τεράστιες και στις ημέρες μας έχουμε ακόμη μεγαλύτερες ανισότητες στα εισοδήματα, με την ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς να μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Ακόμη μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της δεκαετίας του '50 θα έλεγα. Η Βρετανία είναι μια κοινωνία σαν όλες τις άλλες. Γίνεται όλο και περισσότερο άνιση. Οταν το συνδυάσεις αυτό με τις ταξικές διαφορές, οι οποίες προϋπήρχαν από πάντα, τότε οι αντιθέσεις γίνονται ακόμη πιο έντονες και πιο περίπλοκες. Πολύ ενδιαφέρον αυτό για τους συγγραφείς, πολύ δύσκολο για όλους τους υπολοίπους».

Η εθνική ταυτότητα ήταν ανέκαθεν ισχυρή και ισχυροποιείται όλο και περισσότερο. Η ευρωπαϊκή ταυτότητα πιστεύετε ότι κινδυνεύει;
«Σίγουρα θα έρχεται πάντα δεύτερη. Τουλάχιστον για τους Βρετανούς, οι οποίοι είναι ευρωσκεπτικιστές σήμερα περισσότερο από ποτέ. Αυτό που δεν έχουμε προς το παρόν είναι σοβαρές ενδείξεις νεοφασισμού, όπως έχετε στην Ελλάδα και αλλού στην Ευρώπη. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο ότι η οικονομία μας δεν είναι σε τόσο κακή κατάσταση. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με τη μυθολογία που περιβάλλει τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στη Βρετανία. Την εθνική υπερηφάνεια που αισθανόμαστε για τον ρόλο μας στην ήττα των Γερμανών, κάτι που καθιστά κάθε φασιστική ιδεολογία ανεπίτρεπτη για τους Βρετανούς».

Η κριτική που δέχεστε είναι ότι τα τελευταία βιβλία σας δεν έχουν την ίδια σατιρική δριμύτητα που διέθεταν τα παλαιότερα. Παραιτηθήκατε, μαλακώσατε ή σας έδωσε άλλη οπτική το γεγονός ότι στο μεταξύ γίνατε πατέρας δύο παιδιών;
«Δεν θα έλεγα ότι μαλάκωσα μεγαλώνοντας ή ότι έγινα πιο αισιόδοξος, το αντίθετο μάλιστα. Αυτό που με φοβίζει είναι ο κυνισμός. Οταν γίνεσαι απόλυτα κυνικός, νομίζω ότι έχεις τελειώσει και δεν έχεις άλλη χρησιμότητα ως συγγραφέας. Το πρόβλημά μου με τη σάτιρα -τουλάχιστον στη Βρετανία, γιατί δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα - είναι ότι την έχουμε συνηθίσει. Είναι πλέον ένα κλισέ. Είναι μια ασθενής αντίδραση στις πολιτικές εξελίξεις και βρίσκεται πολύ κοντά στον κυνισμό. Ενας πολιτικός επιδεικνύει κακή στάση, εμείς ανασηκώνουμε τους ώμους και κάνουμε ένα αστείο. "Είναι όλοι ίδιοι" σκεφτόμαστε και δεν ξεβολευόμαστε, δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να σκεφθούμε κάτι διαφορετικό. Η σάτιρα είναι άχρηστη αν δεν ανατρέπει τις προσδοκίες σου. Ο τρόπος που έγραψα για τον θατσερισμό στο "Τι ωραίο πλιάτσικο" ταίριαζε στην εποχή που γράφτηκε 20 χρόνια πριν, προτού εκφυλιστεί η σάτιρα. Δεν πιστεύω ότι θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα σήμερα».

Ποιος ο λόγος λοιπόν να γράψετε ένα τέτοιο βιβλίο από τη στιγμή που η κωμωδία και η σάτιρα δεν έχουν πλέον τη δύναμη της ανατροπής;
«Δεν ήταν συνειδητή απόφαση, προέκυψε στην πορεία. Η αφέλεια, η αθωότητα, ο ιδεαλισμός του '58 με οδήγησαν σε αυτή την κατεύθυνση. Είναι αλήθεια ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι ανατρεπτικό. Αν με ρωτούσατε, το πνεύμα της γραφής ποιου συγγραφέα προσπαθώ να ανασυνθέσω θα έλεγα ένα όνομα που παλαιότερα δεν υπήρχε περίπτωση να κατονομάσω γιατί δεν ήταν του γούστου μου: Π. Τζ. Γουντχάουζ. Προσπαθώ να πιάσω αυτό το κέφι το οποίο δίνει έναν πολύ διαφορετικό τόνο στο βιβλίο από το "Τι ωραίο πλιάτσικο" και "Το σπίτι του ύπνου". Οταν τα έγραψα η κωμωδία είχε άλλη δύναμη».


«Ανυπομονώ να έρθω στην Ελλάδα»

Πώς αισθάνεσθε που έρχεστε στην Ελλάδα;

«Ανυπομονώ να συναντήσω τους αναγνώστες μου. Οι Ελληνες έχουν υποδεχθεί τα βιβλία μου με μεγάλη θέρμη. Αυτό είναι ιδιαίτερα ευχάριστο όταν προέρχεσαι από μια χώρα με ανθρώπους οι οποίοι - ό,τι και αν λέμε - τελικά δεν εκφράζουν εύκολα τα συναισθήματά τους, οπότε ακόμη και όταν τους αρέσει η δουλειά σου δεν θα σου πουν πολλά γι' αυτό. Θα ήθελα επίσης να μιλήσω και με φίλους, για να δω τι συμβαίνει ακριβώς στην Ελλάδα».  

Ισως βρεθείτε αντιμέτωπος με ερωτήσεις που αφορούν την άποψή σας για την πολιτική και την κρίση, τις «δυσκολότερες», όπως τις έχετε χαρακτηρίσει.
«Δεν υπάρχει αντίστοιχη παράδοση στη Βρετανία, οπότε το βρίσκω αρκετά παράξενο όταν μου απευθύνουν τέτοιες ερωτήσεις. Γιατί να ρωτήσεις έναν συγγραφέα, κάποιον που ζει επινοώντας ιστορίες, για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, περιμένοντας από αυτόν να διατυπώσει μια λύση; Δεν λέω, είναι κολακευτικό που ο κόσμος πιστεύει ότι έχουμε τόσο βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης ή των διεργασιών που θέτουν σε κίνηση την Ιστορία. Εάν ήμασταν ικανοί να επιλύσουμε προβλήματα πολιτικής φύσεως, θα ήταν πολύ ανεύθυνο από μέρους μας να σπαταλάμε όλον αυτόν τον χρόνο γράφοντας ιστορίες. Μάλλον θα έπρεπε να βρισκόμαστε στο Κοινοβούλιο ή να κατέχουμε κάποιο δημόσιο αξίωμα».  

Η σκιά της Μίκας - Δαλακούρας

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Μητροπούλου Ειρήνη,Αγιος Θάνατος και εξορκισμοί α λα μεξικανικά,ΤΟ ΒΗΜΑ,29 Νοεμβρίου 2013

 


Η έξαρση της βίας συνδέεται από κάποιους με τη λατρεία της «Santa Muerte»
Αγιος Θάνατος και εξορκισμοί α λα μεξικανικά
Πιστοί μετέχουν σε λατρευτική τελετή της «Sante Muerte» (η λέξη θάνατος στα ισπανικά είναι θηλυκού γένους)

Υπάρχει Θεός; Υπάρχει Διάβολος; Η Καθολική Εκκλησία πιστεύει στην ύπαρξη και των δύο - και μερικοί ιερείς λένε ότι το Καλό συγκρούεται με το Κακό σε μια επική μάχη σήμερα στο Μεξικό. Λένε ότι η χώρα δέχεται επίθεση από τον Σατανά και ότι χρειάζονται περισσότεροι εξορκιστές για να τον πολεμήσουν. Αυτή η επίθεση, λένε, έχει τη μορφή της βίας και των φρικιαστικών εγκλημάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, όπως οι ανθρωποθυσίες, που μαστίζουν το Μεξικό από το 2006.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τουλάχιστον 70.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους την τελευταία επταετία - ένοπλοι από τα καρτέλ, μέλη των δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και πολλοί άμαχοι. Δεν είναι μόνο οι αριθμοί. Πρωτοφανής είναι και η αγριότητα της βίας. Σε πολλά μέρη του Μεξικού δεν είναι, ας πούμε, ασυνήθιστο να βρίσκουν τα παιδιά διαμελισμένα πτώματα στον δρόμο για το σχολείο τους. Ή να βλέπουν οι περαστικοί πτώματα με σημάδια από φρικτά βασανιστήρια να κρέμονται από γέφυρες. Σκηνές από την Κόλαση.

«Πιστεύουμε ότι πίσω από όλα αυτά τα κακά υπάρχει μια σκοτεινή δύναμη, που την ονομάζουμε Δαίμονα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Κύριος θέλει να γίνονται εδώ εξορκισμοί στον αγώνα εναντίον του Διαβόλου» 
λέει ο πατήρ Κάρλος Τριάνα, ιερέας και εξορκιστής στην Πόλη του Μεξικού.

«Οσο πιστεύουμε ότι ο Διάβολος ήταν πίσω από τον Αδόλφο Χίτλερ, ότι τον είχε καταλάβει και τον καθοδηγούσε στα φρικτά εγκλήματά του, τόσο πιστεύουμε ότι ο Διάβολος είναι εδώ, πίσω από τα καρτέλ των ναρκωτικών» 
προσθέτει.

Εξορκιστές του Μεξικού λένε ότι υπάρχει πρωτοφανής ζήτηση για τις υπηρεσίες τους. Μερικοί δεν αναλαμβάνουν νέες υποθέσεις επειδή εξορκίζουν δαίμονες σχεδόν κάθε μέρα.«Αυτό δεν έχει ξαναγίνει» λέει ο πατέρας Φρανσίσκο Μπαουτίστα, ένας άλλος εξορκιστής στην Πόλη του Μεξικού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εξηγεί ο ιερέας, αρκεί μια μικρότερη μορφή εξορκισμού, κάποιες ευχές για την απελευθέρωση - αποτελεσματικές όταν ένα άτομο εξακολουθεί να ελέγχει μέρος του μυαλού και του σώματός του.

Μόνο σπανίως ο Διάβολος κατέχει κάποιον εντελώς, λέει ο πατήρ Μπαουτίστα, αλλά όταν συμβεί αυτό, πρέπει να γίνει απαραιτήτως εξορκισμός. Αλλη σωτηρία δεν υπάρχει. Κατά την άποψη του Μπαουτίστα, η αυξανόμενη ζήτηση για εξορκισμούς εξηγείται εν μέρει από τον μεγάλο αριθμό των Μεξικανών που έχουν προσηλυτιστεί στη λατρεία του Αγίου Θανάτου, ή «Santa Muerte».

Εκτιμάται ότι αυτή η αίρεση, οι οπαδοί της οποίας λατρεύουν ένα κρανίο που κρατάει ένα δρεπάνι και φοράει νυφικό, έχει περίπου οκτώ εκατομμύρια πιστούς στο Μεξικό - και περισσότερους ανάμεσα στους μεξικανούς μετανάστες στην Κεντρική Αμερική, στις ΗΠΑ και στον Καναδά.

«Τον λατρεύουν επίσης οι έμποροι ναρκωτικών, που του ζητούν βοήθεια για να αποφύγουν τη σύλληψη και να βγάζουν λεφτά» 
λέει ο Μπαουτίστα. «Σε αντάλλαγμα του προσφέρουν ανθρωποθυσίες. Και αυτό έχει αυξήσει τη βία στο Μεξικό» τονίζει.

Ενας άλλος λόγος για την αύξηση των εξορκισμών, υποστηρίζει ο ιερέας, είναι η αποποινικοποίηση των αμβλώσεων στην Πόλη του Μεξικού, το 2007. Η λατρεία του Θανάτου και οι αμβλώσεις έχουν εδραιώσει τα κακά πνεύματα στη χώρα, επιμένει. «Αυτά τα δύο είναι στενά συνδεδεμένα. Το Μεξικό έχει γεμίσει από δαίμονες επειδή ανοίξαμε τις πόρτες μας στον Θάνατο» καταλήγει ο Μπαουτίστα.

Ο εξορκισμός είναι μια αρχαία πρακτική, που εμφανίζεται σε πολλές διαφορετικές θρησκείες, αν και πολλοί πιστοί αμφιβάλλουν για την ύπαρξη των δαιμόνων. Για τους εξορκιστές του Μεξικού, το μέτωπο του πολέμου με τον Σατανά είναι η βόρεια περιοχή της χώρας, εκεί που ο στρατός συγκρούεται με τους βαριά οπλισμένους άνδρες των καρτέλ.

Παράλληλα με τους στρατιώτες, οι ιερείς δίνουν μια πνευματική μάχη. Ενας από αυτούς είναι ο πατέρας Ερνέστο Κάρο στο Μοντερέι, μια πόλη που μαστίζεται από τις ένοπλες συγκρούσεις και τις απαγωγές. Εχει εξορκίσει πολλά μέλη των καρτέλ ναρκωτικών - και υπάρχει μια περίπτωση που δεν μπορεί να την ξεχάσει. Ηταν ένας άνδρας ο οποίος ομολόγησε φρικτά εγκλήματα. Είπε ότι είχε ακρωτηριάσει ανθρώπους που ούρλιαζαν και του ζητούσαν έλεος. Αλλους τους είχε κάψει ζωντανούς.

Ο ιερέας λέει ότι ο άνθρωπος αυτός είχε αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία του Αγίου Θανάτου. «Η λατρεία του είναι το πρώτο βήμα προς τον σατανισμό, τις ναρκω-συμμορίες και τα εγκλήματά τους» λέει ο Κάρο.

“Mortuary TRADITIONS Memory, protocols, monuments” Interdisciplinary conference organised by the Maison Archéologie & Ethnologie, René-Ginouvès, 18-20 June 2014

Call for papers

“Mortuary TRADITIONS Memory, protocols, monuments”

Interdisciplinary conference organised by the Maison Archéologie &
Ethnologie, René-Ginouvès, 18-20 June 2014

Organised by Grégory Delaplace and Frédérique Valentin


In many respects, the question of mortuary traditions is a commonplace of
archaeology, history and anthropology. Actually, the study of the practices,
ideas and artefacts mobilised by a given society to the death of one of its
members is a classic topic –a topos– of these disciplines. Sometimes, the
sepulchres that past societies gave to their deceased are the only traces
left today to study them. Because they reflected an index of social
organisation and what economic activities and daily life were like, funerary
traditions have de facto been the chief topic of archaeological research
from the very start.
Historians and anthropologists took advantage of simultaneous access to the
remains and testimonies to study in a comparative perspective “the funerary
ideology” (Vernant 1989) of past and present societies; the form of the
sepulchre and the discourses about death and the afterlife then translate
the importance conferred to death in a given society.

In fact, in another sense, the subject of funerary traditions is also an
actual “common place” of these disciplines in that it is simultaneously
considered in different theoretical and methodological perspectives by
archaeology, history and anthropology. Although each of these disciplines
benefits from the results obtained by the others for its own research, this
“common place” has seldom resulted in actual common discussions. When they
did take place, these discussions generally turned out to be more dialogues
bringing disciplines together in pairs: archaeologists and historians (Gnoli
and Vernant 1982), historians and anthropologists (Gordon and Marshall 2000)
or archaeologists and anthropologists (Humphreys 1981; Thévenet, Rivoal,
Sellier, Valentin, in print).


At its annual conference, the Maison Archéologie  & Ethnologie offers to
take up the challenge of discussing the issues of funerary traditions
between archaeologists, historians and anthropologists throughout human
societies. This conference will provide a new overview of the research on
this issue by crossing the different approaches of the disciplines
represented in our institution while serving as a starting point for further
comparative perspectives between them. Three lines of inquiry are proposed:

Memory and regime of visibility of the sepulchre

Several anthropological works suggested that human sepulchres were not
always intended to be used to support the memory of the deceased. As a
matter of fact, many societies in Amazonia (Taylor 1993) as in Mongolia
(Delaplace 2011) use sepulchres as a way to forget, as it allows erasing all
traces of the deceased and helps to wipe out his memory. The idea that the
monumentality of a sepulchre isn't necessarily related to the prestige of
its occupant and that a rapid fade of memory could be intentional (without
the deceased being
banned) provides an opportunity for a general reassessment of the
relationship between death, remains and memory. If we admit that the grave
is not necessarily the best place to celebrate the memory of the deceased,
or even that remembering isn't a categorical imperative of funerary
practices, then it is necessary to consider how memory and forgetting
combine with the different regime of visibility of sepulchres and monuments
– the less visible not necessarily being the least prestigious. To what
extent can these contemporary examples "talk" to historians or
archaeologists, whose research depends on traces (written or constructed)
left by past societies?

Rituals, protocols, practice

Even though some societies forget about the remains of their deceased, or
even erase them totally like various populations of Bali (Sebesteny 2013),
upstream nevertheless, what will become of the body and soul is still a key
preoccupation (Hertz 1907; Thomas 1985). Care and treatment of the deceased
in all its aspects mobilise and engage to varying extents relatives and the
community around a set of gestures, rituals and protocols that have a
variable duration. What relationships can be established between biological
transformation of the corpse (thanatomorphose), human manipulation of the
body (preparation, storage, destruction) and rite of passage?

Under what conditions can we infer ways of doing and protocols, from what
the archaeologist find after an excavation as a result of these
transformations and/or manipulations? Under what conditions can the
testimonies of historians and anthropologists inform about the ways of doing
of societies of the distant past? In the comparative perspective of a
dynamic analysis of the traces left by the sepulchres, we will particularly
question the interpretations of sepulchral staging and the reconstructions
of sequences of gestures and their meanings.

Spaces of death: (dis) placing human remains

The treatment of the deceased body and the form given to the sepulchre
confers to the remains of the deceased a place, a space, more or less
sustainable and localized, before its total oblivion or its inscription in
other systems. Beyond the classic question of the "place of the dead"
throughout human societies, which is bound to be discussed anew by crossing
archaeological, historical and anthropological perspectives, attention will
focus on the problems of displaced or ill-placed deceased bodies, and
generally to situations where the place of the dead is not obvious anymore.
From the denial of burial (Polynices to Mohamed Merah) to moving the remains
of fallen or rehabilitated characters (Verdery 1999, Zempleni 2011) or even
the interventions of the state to legislate on the dignity or indignity of
certain treatments of the dead (Esquerre 2011), the idea is to bring a new
light on the question of spatialization of death.

Contributions developing interdisciplinary approaches and collaborations
between researchers will be preferred. Abstracts (200 words) should be sent
before December 20, 2013 to Grégory Delaplace (g.delaplace@yahoo.fr) or
Frederique Valentin (frederique.valentin@mae.u-paris10.fr).

References cited:

Delaplace, Grégory. 2011. «Enterrer, submerger, oublier. Invention et
subversion du souvenir des morts en Mongolie». Raisons Politiques 41:
87-103.
Esquerre, Arnaud. 2011. Les os, les cendres et l’Etat. Paris : Fayard
(Histoire de la Pensée).
Gnoli G. et J.-P. Vernant (eds.). 1982. La mort, les morts dans les sociétés
antiques. Cambridge et Paris : Cambridge University Press et Maison des
Sciences de l'Homme.
Gordon B. et P. Marshall (eds.). 2000. The Place of the Dead. Death and
Remembrance in Late Medieval and Early Modern Europe. Cambridge: Cambridge
University Press.
Hertz, Robert. 1907 [1928]. «Contribution à une étude sur la représentation
collective de la mort», in R. Hertz, Mélanges de Sociologie Religieuse et
Folklore: 1-98. Paris : Librairie Félix Alcan.
Humphreys, S. C. & H. King. 1981. Mortality and immortality : The
anthropology and archaeology of death. Londres : Academic Press.
Sebesteny, Aniko. 2013.   «Création collective d’une entité immatérielle :
la crémation à Bali», in Thévenet C., I. Rivoal, P. Sellier, et F. Valentin
(eds.)., op. cit. : 40-41.
Taylor, Anne-Christine. 1993. «Remembering to Forget. Identity, Mourning and
Memory Among the Jivaro», Man 28/4: 661-662.
Thévenet C., I. Rivoal, P. Sellier, et F. Valentin (eds.). 2013 à paraître.
La chaîne opératoire funéraire. Ethnologie et archéologie de la mort. Paris
: De Boccard.
Verdery, Katherine. 1999. The Political Lives of Dead Bodies. Reburial and
Postsocialist Change. New York : Columbia University Press.
Vernant, Jean-Pierre. 1989. L’individu, la mort, l’amour : Soi-même et
l’autre en Grèce Ancienne. Paris : Gallimard (Folio Histoire).
Zempleni, András. 2011. «Le reliquaire de Batthyány : du culte des reliques
aux réenterrements politiques en Hongrie contemporaine», in G. Vargyas
(éd.), Passageways : From Hungarian ethnography to European ethnology and
sociocultural anthropology. Budapest : L’Harmattan: 23-89 

 --

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Mapping Disciplinary History: Centers, Borderlands and Shared Spaces in Folkloristic Thought (Riga, October 20-24, 2014) Date: Wed, 27 Nov 2013 00:58

From: Davide Ermacora [mailto:davide.ermacora@gmail.com]
Subject: CFP: Mapping Disciplinary History: Centers, Borderlands and Shared
Spaces in Folkloristic Thought (Riga, October 20-24, 2014)
Date: Wed, 27 Nov 2013 00:58

Approaching its 90th anniversary, the Archives of Latvian Folklore (founded
1924) is organizing a conference to address the history of folkloristics. We
invite scholars to propose the papers. Please submit by February 28, 2014.
http://www.lu.lv/eng/news/t/23898/

-----
Call for papers - Conference "Mapping
Disciplinary History: Centers, Borderlands and Shared Spaces in Folkloristic
Thought"
    
Archives of Latvian Folklore, Institute of Literature, Folklore and Art,
University of Latvia, invites submissions of abstracts for International
Conference "Mapping Disciplinary History: Centers, Borderlands and Shared
Spaces in Folkloristic Thought" to be held in Riga on October 20-24, 2014.

Approaching its 90th anniversary, the Archives of Latvian Folklore (founded
1924) is organizing a conference to address the history of folkloristics,
with a particular focus on the international nature of scholarship.

This focus suggests a range of related questions. To what extent and in what
sense can folklore studies be regarded as a shared field of knowledge? Which
lines of authority have held it together and what forces have led to
segmentation? How have hierarchies of intellectual centers and peripheries
shifted over time? Do national or regional styles of scholarly practice
exist in folkloristics? What factors have contributed to regional formations
of intellectual space - common political history, geography and shared
research topics, traditions of intellectual cooperation? What roles have
scholarly micro-spaces - archives, institutes, museums - played?

By foregrounding 'geographies of knowledge' (Peter Burke), we also encourage
a debate on theoretical and methodological dissemination in folkloristics -
its sources, centers of influence and routes. With the concept of
'travelling theory' (Edward Said) as a reference point, we propose to
reflect upon relevant histories of border-crossing, dialogue, and transfer
within and across the discipline, including strategies and outcomes of
knowledge transmission (borrowing, adaptating, translating) and the
attitudes and conditions that prompt acceptance or resistance. We similarly
welcome attention to individual personalities, to the politics and economics
of scholarship, and to forms of communication, (e.g., conferences and
symposiums) as meaningful contexts for discussing the dynamics of theory and
method in folklore studies.

Without suggesting an exhaustive list of possible topics for the conference,
we invite scholars in folklore and adjacent fields, interested in various
aspects of the history of the discipline, to propose relevant papers based
on their research.

Please submit your proposals by February 28, 2014 (sandis.laime@lulfmi.lv).
Submissions should include the name and affiliation of the participant, the
paper title and an abstract (up to 300 words). Notification of acceptance
will be sent shortly after March 15. Online registration for the conference
starts in April. Updates are available at: www.lulfmi.lv. Do not hesitate to
contact us with questions.

Conference fees (covering conference materials as well as meals and
refreshments):

Early registration (by May 30)
Full registration fee: EUR 120
Student fee: EUR 80

After May 30
Full registration fee: EUR 150
Student fee: EUR 100


 --

 --

ALLS FOR PAPERS: Imagining Death and the Afterlife in the Middle East, 50C0-1800 CE) (MESA 2014) Date: Wed, 27 Nov 2013 10:56

Subject:

Imagining Death and the Afterlife in the Middle East (c. 500-1800 CE) Middle
East Association (MESA) Annual Meeting 2014 Washington, DC, 22-25 November
2014

Organizers:
Patricia Blessing and Ali Yaycioglu

Abstracts are requested for a panel on Imagining Death and the Afterlife in
the Middle East (c. 500-1800 CE).
Please send a 300-400 word abstract and a CV to pblessin@stanford.edu by
January 15, 2014.

Authors of selected papers will be notified by January 25, 2014 and will
have until February 15, 2014 to upload their abstract on the Middle East
Studies Association's conference website. MESA membership is required to
submit an abstract to the MESA online system. The MESA program committee
will decide on the acceptance of the entire panel.

For more information on the conference, see:
http://www.mesa.arizona.edu/annual-meeting/index.html

Imagining Death and the Afterlife in the Middle East (c. 500-1800 CE)

This panel brings together papers that investigate representations of death
and the afterlife in the Middle East, the Balkans, and Central Asia. The
focus of papers may lie on any pre-modern context from late antiquity to the
early 19th century. Studies in history, religious studies, art history, and
anthropology are all equally welcome in a panel that aims to produce an
interdisciplinary dialogue around the theme of death and the afterlife,
beyond our modern understanding and practices of dying. Relevant topics
might include perceptions, conceptions, descriptions, and representations of
death and the afterlife in Christian, Jewish, and Muslim contexts; funerary
rituals and practices and displays of mourning; preservation of memory
through the construction of shrines for rulers, the rich, and saints; urban
space and cemeteries; pilgrimage and the use of relics; being unable to die
(e.g. vampires); inheritance and its recording; disease and executions; and
theological discussions of death and the afterlife.

Papers may work with any combination of textual or material sources, ranging
from elegies, funerary litanies, gravestones, foundation documents, and
hagiographies to architecture, paintings, and textiles.
At the theoretical level, work on death, burial, and relics in Islam (Leor
Halevi, Brannon Wheeler), on the body in late antique and medieval
Christianity (Peter Brown, Caroline Walker Bynum), and on shrines and
pilgrimage (Pedram Khosronejad, Joseph Meri) are relevant points of
comparison and methodological entry points.

Organizers:

Patricia Blessing, PhD
Stanford Humanities Center
Stanford University
pblessin@stanford.edu

Ali Yaycioglu, PhD
Assistant Professor of History
History Department
Stanford University
ayayciog@stanford.edu



 --

 --