Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

ΘΕΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ TΖΟΥΜΕΡΚΩΝ & Ν.Α. ΠΙΝΔΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Συνεργασία με: Δήμο Βορείων Τζουμέρκων/Τοπική Κοινότητα Συρράκου Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου, Τζουμέρκων , Περιστερίου και Χαράδρας Αράχθου Σύνδεσμο Συρρακιωτών Πρέβεζας 5η Συνάντηση με θέμα: «Αρωματικά φυτά και βότανα στον παραδοσιακό και σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό» 27 Αυγούστου - 1 Σεπτεμβρίου 2017 Συρράκο

Επιστημονική Επιτροπή
Αυδίκος Ευάγγελος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πρόεδρος
Κουρέτας Δημήτριος, καθηγητής  Φυσιολογίας Ζωικών οργανισμών – Τοξικολογίας/Τμήμα Βιοχημείας και Βιοτεχνολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Γούσιος Δημήτριος, Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής Παν. Θεσσαλίας
Σμύρης Παύλος, καθηγητής Δασοκομίας-Οικολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Μάνθος ΝίκοςΑναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου  Ιωαννίνων
Μαχά Νάντια. Διδάσκουσα  Δημοκριτείου Πανεπιστημίου  Θράκης.  
Μπάδα Κωνσταντίνα, καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Οικονόμου Ανδρομάχη, Διευθύντρια Ερευνών Κέντρου Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας
Οικονόμου Λεωνίδας, Αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
Παπαηλία Πηνελόπη, Αν.  Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Γιακουμάκη Βασιλική, Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Γκαρτζονίκα Ελευθερία, πρώην Σχολική Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής
Δέλτσου Ελευθερία, Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Κακάμπουρα Ρέα, Επίκουρη Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε Πανεπιστημίου Αθηνών
Λύκας Χρήστος, Επίκουρος καθηγητής  Πανεπιστημίου  Θεσσαλίας/
Τμήμα Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος
Μάγος Κωνσταντίνος, Επίκουρος καθηγητής Παιδαγωγικού Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, καθηγητής –σύμβουλος Ε.Α.Π.
Πασσαλής Χαράλαμπος, Διδάκτορας Λαογραφίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Τραγάκη Δάφνη, Επίκουρη καθηγήτρια  Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Χρυσού Κυριακή,  Ερευνήτρια Γ' βαθμίδας του Κέντρου Έρευνας Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών


Οργανωτική Επιτροπή
Πρόεδρος
Αυδίκος Ευάγγελος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Ά΄Αντιπρόεδρος
Νικόλαος Γκίζας, Πρόεδρος της Τ.Κ. Συρράκου Δήμου Β. Τζουμέρκων
Β΄Αντιπρόεδρος
Φελέκης Μάκης, πρόεδρος του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου, Τζουμέρκων , Περιστερίου και Χαράδρας Αράχθου
Γ΄Αντιπρόεδρος

Σπυρίδων Νταλαούτης, Πρόεδρος του Συνδέσμου Συρρακιωτών Πρέβεζας

Γραμματέας
Βασίλης Ντερμάρης, Γεωπόνος
Αλεξάνδρα Ζήση : μέλος Γραμματείας

Βασίλης Σπ. Ευαγγέλου: Υπεύθυνος Επικοινωνίας-Δημοσίων Σχέσεων


Μέλη
Γιωτόπουλος Ευάγγελος, πρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Βορείων Τζουμέρκων
Σκαμνέλος Χρήστος, Αντιδήμαρχος Δήμου Βορείων Τζουμέρκων/πρόεδρος Συνδέσμου Συρρακιωτών Φιλιππιάδας
Καραμάνη Καλλιόπη(Κέλλυ), Γεν. Γραμματέας του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου, Τζουμέρκων , Περιστερίου και Χαράδρας Αράχθου
Ζαλοκώστα Άννα, Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Βορείων Τζουμέρκων
Μπάζιος Σπύρος, μέλος Τοπικού  Συμβουλίου Κοινότητας Συρράκου
ΒαϊτσηςΓιώργος, εκπρόσωπος επιχειρηματιών Συρράκου
Γκαρτζονίκα Ελευθερία, πρόεδρος Συνδέσμου Συρρακιωτών Αθήνας
Κατσάνος Γιώργος, πρόεδρος του Συνδέσμου Συρρακιωτών Ιωαννίνων
Μαντζαβίνος Γιώργος, πρόεδρος Συνδέσμου Συρρακιωτών Πάτρας
Κίστης Βασίλης, Αντίλαλοι του Συρράκου/Συντακτική Επιτροπή
Παπάς Γιώργος, πρόεδρος Πολιτιστικού Συλλόγου Ματσουκιωτών Ιωαννίνων «Η Βύλιζα»
Μαργώνης Κωνσταντίνος, υπεύθυνος περιοδικού Τζουμερκιώτικα Χρονικά
Κοζιού Βάσω, πρόεδρος Κέντρου  Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «ΑΠΟΛΛΩΝ» Καρδίτσας
Οικονόμου Ανδρομάχη, Κύρια Ερευνήτρια του Κέντρου Έρευνας Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Κακάμπουρα Ρέα,Επίκουρη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών
Γείτονας Δημήτριος, Επίκουρος καθηγητής ΤΕΙ Ηπείρου
Σιαχάμη Κωνσταντίνα, φιλόλογος
Σούλτης Αναστάσιος, φοιτητής Νομικής Σχολής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου



(Ανδρέας Εμπειρίκος, «Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες», από την ποιητική συλλογή Οκτάνα [εκδ. Ίκαρος]. Πεζό ποίημα για τον Κώστα Καρυωτάκη και ταυτόχρονα, ένα προσωπικό σχόλιο του ποιητή για την πράξη αυτοκτονίας του Κ. Καρυωτάκη.)

Μνημόσυνον σε μαύρο μείζον
με βαθυπράσινους κισσούς
για έναν άνθρωπο που εις την Πρέβεζαν εχάθη.
Όσοι καμιά φορά από την Πρέβεζα περνάτε και στην υγρή κουφόβρασι στα καφενεία κάθεσθε να πιήτε έναν καφέ, ή ένα γλυκό του κουταλιού να φάτε, βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο, ακούοντας βοήν φωνών και συζητήσεων, ήχους ζαριών και επικλήσεις αυτών που σκύβουν επάνω από τα τάβλια, την μοίρα μάταια προσπαθώντας με τέχνη να παραμερίσουν, τα πούλια ζωηρά χτυπώντας, φιλώντας στις χούφτες των τα ζάρια, κουνώντας τα με δύναμιν και τέλος φωνάζοντας, καθώς τα ρίχνουν με ζέσιν ελπιζόντων: «Ντόρτια!… Δυάρες!… Εξάρες!…» όσοι, λέγω, σε αυτά τα καφενεία κάθεσθε, στη ζέστη του καλοκαιριού, την ώρα που φέρνετε στα χείλη σας το δροσερό ποτήρι, ή, μέσα στο ψύχος του χειμώνα τον αχνιστόν καφέ, προσμένοντας κάποιαν υπουργικήν απόφασιν, μετάθεσιν, ή κάποιο κέλευσμα ανεξιχνίαστον της Μοίρας, όσοι στα καφενεία της Πρεβέζης κάθεσθε, προσμένοντας τις οίδε τιμην τον ξεχνάτε. Σε όλους τους τέτοιους καφενέδεςΠρεβέζης, Αθήνας, Πατρών – πάντα η ψυχή του πλανάται, όπως και εις τα στυγνά γραφεία τόσων νομαρχιών και υπουργείων, όπου ο ποιητής σε όλον του τον βίον, τις μέρες του εν μέσω τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόϊ βαρετό, αυτός που έσφυζε εν τούτοιςω, ειρωνείααπό θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο κόσμος ο πολύς, ο κόσμος ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα ονομάζει. Διότι, αναμφιβόλως, ο ποιητής αυτός επάλλετο από τοιαύτα οράματα και αν έλεγε ο ίδιος ότι ιδανικά δεν είχεείχε, μα από σεμνότητα ή απαλότητα ψυχής ή φοβον, ντρεπόταν να τα περιγράψη, ντρεπόταν να τα πη ή να τα ονομάση, αφού ήσαν όλα εδεμικά και πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε, παρά μονάχα στα οράματά του ταπόκρυφα να τα εκφράση, να τα φθάση, ωσάν να ήτο κατηραμένος, κολασμένος ο νέος αυτός, ο τόσον (έξω απ’ την πράξιν την στερνήν και ίσως μέσα σε αυτήν) ο τόσον πολύ εν τη ουσία ευλογημένος.
Ω, ναι, πάντα σε τέτοια μέρηΚρανίου τόπος, Γολγοθάς, ή χώρες της Στυγός – πάντα η ψυχή του θα πλανάται. Και θα πλανάται πάντα σαν του αδικοσκοτωμένου την ψυχή, που την δικαίωση ζητεί, σε όλα αυτά τα μέρη, καθώς και στα γραφεία εκείνα, όπου ο ποιητής αυτός, πίσω από σωρούς εγγράφων δημοσίου (βουνά υψηλά του χαρτοβασιλείου) και εμπρός στην ειδεχθή του κόσμου υποκρισίαν, νυχθημερόν ο ποιητής διαβιών, παρά την σκωπτικήν που κάποτε τον έπιανε μανίαν, με οίστρον σεραφεικόν και εξαίσιον τους ουρανούς της απολύτου αθωότητος ωραματίζετο. Και ίσως να έβλεπε εκ νέου ο ποιητής τα όνειρα των παιδικών του χρόνων, εις μίαν υπέρτατην προσδοκίαν νοσταλγών την άλλην εκείνην Εδέμ, την της ενδομητρίου ζωής, που εγνώρισε εις την κοιλίαν της μητρός του, πριν γεννηθή, πριν να κοπή ο ομφάλιος λώρος, επιθυμών, ίσως, να βρη εκ νέου τας ηδονάς των μη ορατών πλασμάτων, των αγεννήτων την ευδαιμονίαν επιζητών, την ύπαρξιν εν τη ανυπαρξία, που την ωνόμαζε ο ποιητής «μηδέν» (ίσως, εννοών την ένωσίν του με το Παν, ίσως ποθών μίαν αρραγή υπερατομικήν αθανασίαν) επιδιώκων την επιστροφήν του εις την καθολικήν, την αδιαφοροποίητον ύπαρξιν εκ της οποίας προήλθε, αναζητών τον όλβον των μακάρων στην χλωρασιά της μάνας γης, ένθα πάσα οδύνη απέδρα.
Μη πήτε λοιπόν ποτέ, ότι ο ποιητής αυτός δεν είχε ιδανικά, και την ύστατην πράξιν του δειλίαν μη την πήτε, μα πάντοτε να ενθυμήσθε, ιδίως όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες και βλέπετε κάποιον κατάκοπον εις την σκιάν των να κοιμάται, πάντα να ενθυμήσθε ότι αυτό που λέγεται Ειμαρμένη από δρόμους πολλούς μας έρχεται και προς σημεία απροσδόκητα συχνά πηγαίνει. Και να ενθυμήσθε πάντα τις πιστολιές εκείνες (τον Μαγιακόβσκη να ενθυμείσθε, τον Τρακλ, Εσσένιν και Κρεβέλ), τις πιστολιές εκείνες, που τις καρδιές τρυπούν και τις φωνές σωπαίνουν, πάντα να τις ενθυμήσθε, ό,τι και αν λεν, ό,τι και αν γράφουν οι εφημερίδες που τόσα και τόσα λενως παραδείγματος χάριν: «Υπό συνθήκας αυτόχρημα δραματικάς, ο Κ.Κ. δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως, έθεσε τέρμα εις την ζωήν τουΣτο Λύκειο των Ελληνίδων εδόθη χθες μέγας χορόςαι νεανίδες του Λυκείου, φέρουσαι εθνικάς ενδυμασίας, εξετέλεσαν Ελληνικούς χορούςτο φόρεμα της κυρίας Μαπό οργκαντί με ντεκολτέ πολύ μεγάλο ήτο απεριγράπτου ωραιότητοςΟ πρόεδρος της κυβερνήσεως εδέχθη χθες τον πρεσβευτήν της ΙαπωνίαςΟι φορτοεκφορτωταί της Ερμουπόλεως απήργησανΕυρέθη νέον φάρμακον κατά της σπειροχαίτηςΕις οίκον κακόφημον του Πειραιώς, ο εκδορεύς Ιωάννης Νκατέσφαξε την ιερόδουλον Αναστασίαν Χμητέρα τριών τέκνων».
Μη πήτε, λοιπόν, ποτέ, ότι ο νέος αυτός δεν είχε ιδανικά, διότι έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων (όπως αυτοί που κυνηγούν στα αλπικά βουνά, στην άκρη-άκρη των κρημνών τα εντελβάϊς), ακούων με φρίκην από υψηλά τους στόνους και τας οιμωγάς της Οικουμένης, ενώ, μεσστην ψυχή του αντηχούσαν ίσως νεροσυρμαί κρυστάλλινοι και ήχοι θεσπέσιοι των Παραδείσων. Λόγια μη πήτε που να ισοδυναμούν με ψόγον ή με καταδίκην, δια τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη, διότι η Πρέβεζα, όπου και αν βρίσκεσθε, πάντα κοντά σας θάναι. Και πάντα θα σας φοβερίζη, με καταχνιές, κουφόβρασι, με σπίτια που καταρρέουν, με τοίχους λεπρούς, με σκύλους ισχνούς και ψωραλέους, με ανθρώπους και κώνωπας ανωφελείς, με ελονοσίαν, με φυματίωσιν, με αιμοπτύσεις και φρικτήν αβάσταχτην ανίαν, με κάτι σαν πτώσιν λαιμητόμου σε νεκρικήν σιγήν, με κάτι σαν να εκσπερματίζης δίχως να έχης οργασμόν, με κάτι σαν περμαγκανάτ ή στύψι στον αέρα, με κάτι σαν άγονες γραμμές και αναμονές, με φράσεις ως οι ακόλουθες: «Ο κύριος Νομάρχης έρχεταιΔεν έρχεταιΟ κύριος Νομάρχης με το λαντώ του καταφθάνει!…» και με βαθειά, βαρειά μελαγχολία, καρδιοσπαράχτρα θλίψι, που φθάνει ως τους ουρανούς, πενθίμου καπνού τολύπη, πότε αργά, πότε γοργά, σαν σιγανού ή γρήγορου θανάτου λύπη, την ώρα που της καρδιάς, εν ακαρεί, ή με ανεπαισθήτως φθίνοντα βραδύ ρυθμό, σβήνουν για πάντα οι κτύποι.
Μη πήτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν δια τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους, μα που και έτσι είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ’ τους θεούς, όπως και η δάφνη. Μην τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις τας ακτάς τους Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μην τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκιςείναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης.
Αθήνα, 9.12.1964