Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Μaργαρίτας Κουλεντιανού,Αμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες, ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 4 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013






Την Τετάρτη κηδέψαμε τον Γιάννη. Παλιός φίλος από τη γειτονιά, σπούδαζε ήδη στη Θεσσαλονίκη και «μην ανησυχείτε, θα την προσέχω εγώ», είπε στους γονείς μου λίγες μέρες πριν φύγουμε με το βραδινό τρένο. Στον σταθμό μάς περίμενε ο Καρχαρίας – να το alter ego μου, είπε, βάζω στοίχημα ότι θα έχει φοβερά σάντουιτς στην τσάντα του. Είχε. Την άλλη μέρα, πριν καλά καλά ξυπνήσω, τα αγόρια μού είχαν ήδη βρει συγκατοίκους, πήγαμε να δούμε το σπίτι και χωρίς πολλά πολλά το νοικιάσαμε, τέσσερις κοπέλες πρωτοετείς από την Αθήνα, την πρώτη τους μέρα στη Θεσσαλονίκη, με μόνη ασφάλεια τα λόγια του Γιάννη ότι όλα θα πάνε καλά.

Πήγαν όλα καλά. Με βόλτες στην παραλία, παρέες και ατέλειωτες νυχτερινές συζητήσεις. Μοιραζόμαστε τη λαχτάρα να ξαναφτιάξουμε τον κόσμο και είμαστε σίγουροι ότι τον αλλάζαμε, μέρα τη μέρα, με κάθε μας σκέψη, κάθε μας λέξη, κάθε κρασοκατάνυξη στις ταβέρνες της Πάνω Πόλης, κάθε ρεφενέ για να αγοράσουμε κουλούρια μόλις έβγαιναν απ’ τον φούρνο στη Ροτόντα, στις πέντε το πρωί. Μοιραζόμαστε την υποθήκη γονιών και δασκάλων, πιστεύοντας όχι ότι θα γίνουμε αλλά ότι ήδη είμαστε καλύτεροι απ’ αυτούς. Στην πορεία χαθήκαμε. Οι περισσότεροι διάλεξαν να στριμώξουν την ιδεολογία τους στα ασφυκτικά πλαίσια κομμάτων. Ετσι και ο Γιάννης. Μαχόμενος δικηγόρος, με πίστη στο κόμμα του, χρόνια ολόκληρα στους δρόμους δουλεύοντας για τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που δεν ήρθαν. Τελευταία, μια βαθιά ρυτίδα χάραζε το μέτωπό του, κι είχε ξαναγυρίσει στις πρώτες του αγάπες, τη βάρκα του και το ψάρεμα.

Εκείνα τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, είχαμε την αίσθηση ότι θα είμαστε αιώνιοι. Οτι αιωνίως θα μπορούμε να φτιάχνουμε και να χαλάμε, να δοκιμάζουμε και πάλι απ’ την αρχή, να το κουβεντιάζουμε, να το αναλύουμε, ενίοτε να το ψηφίζουμε. Μετά, τα πράγματα πήραν άλλους δρόμους. Με μια ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη διαδικασία «εκμαυλισμού» -για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του καθηγητή Μπέη- χάσαμε τους στόχους μας και ακολουθήσαμε αυτούς τους άλλους δρόμους, ανέμελοι και αφελείς. Είναι άραγε αυτά όλα δικαιολογίες για να πει κανείς στα παιδιά που λιμοκτονούν, στους φοιτητές που βλέπουν το ακαδημαϊκό τους μέλλον να πιάνεται και να χτυπιέται στα δίχτυα της «Αθηνάς», στους νέους που μένουν άνεργοι ή δουλεύουν με μισθούς πείνας και ανασφάλιστοι, σ’ εκείνους που τα «κατάφεραν» και έφυγαν από την Ελλάδα; Μπορούμε να περιμένουμε από τα παιδιά μας, που τους επιφυλάξαμε για κληρονομιά την Ελλάδα των Μνημονίων, να είναι μεγαλόψυχα και να μας κρίνουν με επιείκεια; Θέλουμε;

Φαντάζομαι πως κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει ούτε σ’ αυτά τα παιδιά που είναι εκτεθειμένα σε απεχθείς δυνάμεις διατεθειμένες να τα συμπιέσουν όσο πιο κάτω γίνεται, ούτε στα παιδιά που υπήρξαμε εμείς κάποτε. Πήραμε τη ζωή μας λάθος και οι χειρισμοί μας αποδείχτηκαν ανεπιτυχείς. Ομως, οι βόλτες στην παραλία, τα μπιλιάρδα στην Αγγελάκη, ο κήπος του Χημείου, το σπίτι στις Σαράντα Εκκλησιές φτιάχνουν μια ιστορία που αξίζει τον κόπο να διηγηθούμε στα παιδιά μας. Στην επίθεση που υφιστάμεθα σήμερα, αυτές οι καλές στιγμές που ήμαστε παρέα, μιλάγαμε, γελάγαμε και εμπνέαμε ο ένας τον άλλο είναι τα πιο ισχυρά αμυντικά όπλα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου