Ποιος γράφει την ιστορία; Τι είναι πολιτισμός; Είναι ερωτήματα που μ’ έχουν απασχολήσει αρκετές φορές. Και όχι μόνο ως επιστημονική πραγμάτευση. Μ’ ενδιαφέρει ο τρόπος που οι άνθρωποι κατανοούν την ιστορία και τις διαδρομές της. Φαίνεται πως οι περισσότεροι είναι μονομερείς στην οπτική τους. Το διαπίστωσα σε μια συζήτηση που είχα με ακτιβιστές πολιτιστικών τοπικών συλλόγων. Όσο κι αν η προφορική ιστορία και η λαογραφία έχουν βάλει στον δημόσιο χώρο τους απλούς ανθρώπους. Όσο και αν οι ζωές των ταπεινών προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των επιστημόνων. Ο θάνατός τους σπάνια απασχολεί τη δημοσιότητα. Ελάχιστοι θα θεωρήσουν ως απώλεια για τον τόπο τον θάνατό τους. Ένας στενός κύκλος φίλων και γνωστών τους συνοδεύει στην έξοδο από τη ζωή.
     Οι σκέψεις αυτές επανήλθαν με αφορμή τον θάνατο του Ανδρέα Βαρτελά. Στην Πρέβεζα. Ψαράς από τα γεννοφάσκια του. Τον έφαγε η αρμύρα του Αμβρακικού και ο αγώνας για την επιβίωση. Η θάλασσα και το ψάρεμα ήταν τα αγχολυτικά του. Ακόμη κι όταν η ζωή έπαιξε μαζί του στερώντας του τον αγαπημένη μεγάλο γιο, η θάλασσα ήταν κοντά του να τον παρηγορήσει. Να του μαλακώσει την ψυχή.
    Στην επιστροφή μου στην πόλη ένιωσα την απουσία του. Αποτελούσε μια οικεία φιγούρα στην παραλία. Έξω από το ψαράδικο, στην είσοδο της παλιάς Λαϊκής. Με το τσιγάρο στο χέρι και τη δίψα για νέα. Με το φευγαλέο κοίταγμα, που προσπαθούσε να κρύψει τη θλίψη. Ήταν η μόνιμη συντροφιά του τα τελευταία χρόνια.
       Η απουσία του Αντρέα μας κληρονόμησε τη θλίψη του. Για την πόλη που άλλαξε. Για την αγνωμοσύνη και την αδιαφορία προς τους αδύναμους. Για τα μνημεία που μνημονεύουν μόνο τους τοπικούς «επιφανείς». Γι’ αυτούς που υποτιμούν τον πολιτισμό των φτωχών.
     Ο Αντρέας έφυγε. Πήρε μαζί του ένα κομμάτι της πόλης. Πήγε να συναντήσει τον γιο του. Ποιος ξέρει,  μπορεί να συναντήσει την παλιά του παρέα. Τους πιτσαδόρους. Ίσως να στρώσουν και μια παρτίδα στριφτό. Για να θυμηθούν τα παλιά. Θα μας λείψει. Ίσως, ο ίδιος θα είναι ευχαριστημένος. Πρώτα  με τον μεγάλο γιο του και μετά με την παλιά παρέα.