Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Ευάγγελος Αυδίκος*, Πονηρά αλώπηξ, ΕΦΣΥΝ, 7.11.17


Μου αρέσει να διαβάζω τις ανακοινώσεις και τα αγγελτήρια θανάτου. Προσέχω τα επίθετα που χρησιμοποιούνται για την έκφραση λύπης, την κοινωνική δραστηριότητα του εκλιπόντος.
Ψάχνω ανάμεσα στις λέξεις τις αντιλήψεις της κοινωνίας, που συνήθως στον θάνατο εγκαταλείπει, προς στιγμή, τον κοινωνικό της αυτισμό εκφράζοντας αφειδώλευτα συναισθήματα και αισθήματα.
Λέγεται πως όλοι είμαστε ίσοι την ώρα του θανάτου. Πως αποχωρούμε ακτήμονες και χωρίς κοινωνικά διακριτικά. Ορθό.
Ωστόσο, η αποχώρηση γίνεται με όρους κοινωνικής ανισορροπίας. Το βλέπεις στις επαγγελματικές και κοινωνικές ιδιότητες όσων αναγγέλλεται ο θάνατός τους. Διετέλεσαν αξιωματούχοι του κράτους, προβεβλημένοι καλλιτέχνες, κομματικοί ηγέτες.
Ειδικότερα δε οι επαγγελματικές και πολιτικές ομάδες προβάλλουν τον θάνατο εκείνων που με τη ζωή τους εξέφρασαν τα επαγγελματικά συμφέροντα και υπηρέτησαν το ιδεολογικό και πολιτισμικό κεφάλαιο της ομάδας.
Σπάνια θα συναντήσεις αφανείς στις εφημερίδες και τα μέσα επικοινωνίας, ιδίως τα πανελλαδικής εμβέλειας.
Απλούς ανθρώπους που διέτρεξαν τη ζωή τους με εντιμότητα και ταπεινότητα. Με συνέπεια στις κοινωνικές τους σχέσεις.
Τι κι αν έχει αλλάξει η οπτική της Ιστορίας. Τι κι αν ομνύουν όλοι στη δύναμη του πολίτη και στη σοφία -ή την ακρισία, ανάλογα με την οπτική- των πολλών.
Οι αφανείς εξέρχονται σιωπηλοί συνοδευόμενοι από τους οικείους και την εκτίμηση της γειτονιάς ή του τόπου όπου έζησαν.
Οι γενιές αλλάζουν, παραδίνουν τη σκυτάλη στους νεότερους. Η απουσία τους γίνεται αισθητή μόνο από τις κολόνες που λειτουργούν ως ανεπίσημα ληξιαρχεία αναγγέλλοντας τις αποχωρήσεις.
Πολλές φορές ακόμη και οι κολόνες είναι σιωπηλές, θες η κρίση που περιορίζει τα πολλά έξοδα, θες η βιασύνη των ανθρώπων που δεν ξοδεύουν χρόνο για ενημέρωση από τα ανεπίσημα ληξιαρχεία.
Φέτος κλείνουν δέκα χρόνια. Εφυγε όρθιος. Ταλαιπωρημένος. Τις τελευταίες ώρες του διαγραφόταν στο πονεμένο πρόσωπό του ένα μειδίαμα ικανοποίησης.
Γιατί δεν άφησε χρέη. Γιατί δεν κορόιδεψε κανέναν. Γιατί τον έκαιγαν οι τσέπες του αν χρωστούσε στην τράπεζα· αν είχε αγοράσει με πίστωση. Να καθαρίσουμε το πιάτο, έλεγε.
Και μόλις έπαιρνε στα χέρια του κάποια λεφτά, η πρώτη του κίνηση ήταν να ξεφορτωθεί το μικρό χρέος που του τσουρούφλιζε την τσέπη και την ψυχή.
Ηταν ο εκπρόσωπος ενός πολιτισμού που έχει ξεθωριάζει. Σκυροκέφαλοι, όπως έλεγε, αγύριστα κεφάλια σαν το σκυρόδεμα.
Με μια τρυφερότητα που ξάφνιαζε και με μια περηφάνια που σήμερα αντιλαμβάνομαι τη σημασία της. Που η καθαρότητα της ματιάς αναζητείται. Που η συνέπεια είναι είδος εν ανεπαρκεία.
Δέκα χρόνια μετά, το κερί στη μνήμη της χαμένης αθωότητας είναι η συνειδητοποίηση της απουσίας της σοφίας των αφανών. Της κληρονομιάς που γίνεται θηλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου