Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Σταυρούλα Τσούπρου, Αγάλματα, λάφυρα πολέμου, efsyn, /8/2019


 Για βαριά ψυχικά ασθενείς


 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
  • A-
  • A+



Αγάλματα, λάφυρα πολέμου
Μια πρώτη επίσκεψη σε κείμενα της νεοελληνικής ποίησης που εστιάζουν στην εικαζόμενη «εσωτερική ζωή» των (αρχαίων συνήθως) αγαλμάτων θα απέδιδε πλούσια αποτελέσματα, εκ των οποίων θα μπορούσε κανείς να αναφέρει, ενδεικτικά και μόνον, το «Ιωνικόν» του Κ. Καβάφη, «Το άγαλμα και ο τεχνίτης» του Γιώργη Παυλόπουλου ή το «Βρετανικό Μουσείο (Ελγίνου μάρμαρα)» της Κικής Δημουλά. Στην πεζογραφία, και πάλι απολύτως ενδεικτικά, θα μπορούσε να αναφερθεί το πρόσφατο μυθιστόρημα του Ευάγγελου Αυδίκου «Οδός Οφθαλμιατρείου», όπου ο νεαρός ήρωας συνομιλεί με τα αγάλματα του Κώστα Κρυστάλλη στις διάφορες περιοχές της χώρας μας, αλλά και το «Η Αφροδίτη της Μήλου κλαίει» (2010) της Σοφίας Γιαλουράκη, το οποίο μας φέρνει πιο κοντά στις ηλικίες στις οποίες, κυρίως, απευθύνεται το ανά χείρας βιβλίο.
Παρόμοια θεματική (τα ίχνη της οποίας φτάνουν έως τον μύθο της Γαλάτειας και του Πυγμαλίωνα, από όπου πιθανότατα εμπνεύστηκε και ο Κάρλο Κολόντι το μυθιστόρημά του «Οι περιπέτειες του Πινόκιο») επέλεξε και η αρχαιολόγος Εύη Πίνη, που θέλησε να «πει την ιστορία» του Λέοντος των Κυθήρων, τα πραγματολογικά στοιχεία για την οποία (συνοδευόμενα από φωτογραφίες του αγάλματος, των αποκομμάτων από τις εφημερίδες, της αρχαιολογικής συλλογής, καθώς και των διαφορετικών σταδίων που αυτή χρειάστηκε να διανύσει ώσπου να βρει, μαζί με τον Λέοντα, τη μόνιμη θέση της στο επισκευασμένο, μετά τον σεισμό τής 8.1.2006, Αρχαιολογικό Μουσείο των Κυθήρων και, κατόπιν, από τις 7 Μαΐου 2016, στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο του νησιού) παρατίθενται αναλυτικά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Η ως άνω ιστορία, δε, δεν είναι διόλου αναίμακτη ούτε συνηθισμένη, μόλο που συγγενεύει με τις διασημότητες του χώρου, όπως τα προαναφερθέντα Παρθενώνια γλυπτά ή η Μηλία Αφροδίτη.
Μέσω μιας γλαφυρής όσο και απλής, ρέουσας πρωτοπρόσωπης αφήγησης (χωρίς, ευτυχώς, υπερβολές και προκατασκευασμένες, εξ ου και ατυχείς, προσπάθειες προσέλκυσης του αναγνωστικού ενδιαφέροντος), ο Λέων των Κυθήρων κερδίζει την προσοχή και τη νοερή συμμετοχή μας στο ταξίδι του από το λίκνο της σμίλευσής του και τους πρώτους αιώνες τής (άγνωστης, χαμένης στη λήθη) χρήσης του, στο σκοτάδι, ύστερα, του χωμάτινου παπλώματος που τον κάλυψε, για αιώνες πάλι, μέχρι την ανάδυσή του (χάρη στο Χρονολόγιο, πληροφορούμαστε ότι αυτό έγινε το 1809) και πάλι στο φως από έναν Αγγλο (αρχαιολόγο;) και την τοποθέτησή του στο Κάστρο των Κυθήρων, η οποία, όμως, αλίμονο, δεν έμελλε να είναι η τελευταία στάση του ταξιδιού του· ούτε καν. «Ηταν ένα ζεστό καλοκαιρινό πρωινό, 6 Ιουνίου 1941 έγραφε το ημερολόγιο», μας διηγείται ο αρχαϊκός Λέων, όταν οι Γερμανοί τον κατεβάζουν από το Κάστρο, τον μεταφέρουν στο Γύθειο και από εκεί στη Γερμανία. Μετά το τέλος του πολέμου εντοπίζεται τυχαία σε ένα κεραμοποιείο του Βεστχάφελαντ και μεταφέρεται στο Μουσείο του Βερολίνου. Ο Λέων των Κυθήρων, τελικά, ήταν από τους τυχερούς: ύστερα από αίτηση της ελληνικής κυβέρνησης, επιστρέφει τον Αύγουστο του 1957 στην Ελλάδα. Ακολούθησαν αργότερα κάποιες περιοδείες στο εξωτερικό και μερικές ακόμη εγχώριες μετακινήσεις, αλλά αυτά, σε σχέση με τις προηγούμενες περιπέτειες, δεν ήταν «επώδυνα».
Το μικρό αυτό βιβλίο είναι προικισμένο με τη θέρμη της συναισθηματικής προσέγγισης (μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης), της ταιριαστής εικονογράφησης αλλά και του φωτογραφικού υλικού, ταυτόχρονα, όμως, στέκεται (όπως ο Λέων) μάρτυρας αξιόπιστος ενός ακόμη εγκλήματος που διαπράχθηκε επί Κατοχής και το οποίο συνίσταται σε κλοπές αρχαιοτήτων, λαθρανασκαφές και καταστροφές μνημείων από τους ναζί. Με «περίεργο» τρόπο απέδειξαν αυτοί οι τελευταίοι τις γνώσεις και τον σεβασμό τους για την αρχαία ελληνική πολιτιστική κληρονομιά και εξίσου περίεργη είναι η παραδοχή εκ μέρους των σύγχρονων απογόνων τους ότι υπάρχουν πολλοί ακόμη κλεμμένοι θησαυροί στη χώρα τους, ενώ την ίδια στιγμή το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων χρονίζει. Η σχετική με τα παραπάνω ενημέρωση των νεότερων σε ηλικία αναγνωστών μέσα από μια θελκτική αφήγηση, όπως η παρούσα, είναι ένα αξιέπαινο βήμα στη σωστή κατεύθυνση.
Σταυρούλα Τσούπρου καθηγήτρια-σύμβουλος στο ΕΑΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου