Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από τότε που ανέβηκε στη σκηνή το θεατρικό έργο «Ο θάνατος του εμποράκου», γραμμένο από τον Αρθουρ Μίλερ. Ο Καταλειφός με τα λιτά εκφραστικά του μέτρα αναδείκνυε ενώπιον των θεατών τη δραματικότητα μιας κατάρρευσης. Ενιωθε να υποχωρεί το έδαφος κι αυτός δυσκολευόταν να δει κατάματα αυτό που εκτυλισσόταν. Ο κόσμος του βούλιαζε, όλα όσα ήξερε έχαναν το σχήμα τους, τα συναισθήματά του έπαιρναν μορφή θηλιάς που έκανε πρόβα στον λαιμό του.
Ο Λόιμαν, ο πρωταγωνιστής του έργου, ζούσε με ψευδαισθήσεις, πίστευε πως αυτή η στάση θα εξόρκιζε την πραγματικότητα, της έδινε την ευκαιρία να αλλάξει. Οι θεατές του έργου συμμετείχαν στη θεατρική μέθεξη έχοντας την εντύπωση πως αυτά συμβαίνουν μόνο στο θέατρο. Κι όταν θα έπεφτε η αυλαία, θα επέστρεφαν στη ζωή της πόλης και τη δική τους κουβαλώντας το βίωμα της θεατρικής παράστασης.
Να όμως που η τέχνη κατεβαίνει από τη σκηνή και γίνεται μια σκληρή πραγματικότητα. Στους εμπορικούς δρόμους, στις βιτρίνες που περιμένουν τους πελάτες. Προηγήθηκαν τα μνημόνια. Τότε ακούστηκε ο πρώτος, προειδοποιητικός ήχος. Αυτό που θεωρούνταν επιτυχές μοντέλο, άρχισε να τρίζει. Τα κλειστά μαγαζιά, οι άδειες βιτρίνες, η μειωμένη κίνηση θύμιζαν σε πολλούς πως τίποτε δεν είναι δεδομένο.
Με τις καραντίνες ακούστηκε ο δεύτερος παρατεταμένος ήχος. Ο εμποράκος άρχισε να πατάει σε κινούμενη άμμο. Χρέη, γραμμάτια, έξοδα πολλά και έσοδα συρρικνούμενα. Επιχειρήσεις οικογενειακές, καταστήματα με λίγους υπαλλήλους, μικρές εταιρείες στο χείλος της καταστροφής. Σε αντίθεση με τον Λόιμαν, αυτοί/ές γνωρίζουν την οριακή τους κατάσταση. Το ομολογούν αναζητώντας διέξοδο.
Είναι οι άνθρωποι του διπλανού διαμερίσματος. Τους συναντά κανείς παντού. Είναι εκείνοι, κάποιοι απ’ αυτούς, των οποίων τα καταστήματα αποτελούν τα τοπόσημα της γειτονιάς. Οργανώνουν τις συναντήσεις, τα ψώνια, τα κοινωνικά δίκτυα. Ακόμη, κάποιοι υποστηρίζουν την αλληλεγγύη και δίνουν νόημα στην εμπιστοσύνη. Αυτή η σχέση είναι πιο έντονη στην περιφέρεια, όπου όλοι γνωρίζουν πούθε κρατάει η σκούφια τους.
Η πανδημία έχει επιφυλάξει ισχυρό κτύπημα στον εμποράκο. Στο βιβλιοπωλείο, στο ρουχάδικο, στην καφετέρια, στη μικρή ταβέρνα. Σε όλα αυτά τα καταστήματα που σόδιαζαν στη διαμόρφωση του τοπικού αλλά και εθνικού εισοδήματος. Βλέπουν το μέλλον γκρίζο, ανησυχούν για τη μετά την καραντίνα εποχή. Αν μπορέσουν να συνεχίσουν.
Ο εμποράκος είναι το μεγάλο θύμα, ο αντιήρωας της πανδημίας. Δεν εισέπραξε το χειροκρότημα, έστω και το υποκριτικό. Νιώθει σαν τον Λόιμαν, να έρχεται το τέλος, αναζητεί κάποια υποστήριξη, εισπράττει υποσχέσεις. Η μόνη του προσδοκία είναι να έρθει ο Γκοντό, η στήριξη, με άλλα λόγια, από την πολιτεία. Ομως, αργεί, η αυλαία ετοιμάζεται να πέσει. Το διαισθάνεται κι ας μην ξέρει τον Μίλερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου