Χάνι το
σπίτι. Στέκομαι μπροστά στην επιβλητική είσοδο του χανιού του Βρόσγου. Στα
Γιάννινα. Στο υπέρθυρο, η χρονολογία: 25 Ιουνίου 1865. Σαν να ακούω το
μπαχλάτισμα στους κοντινούς τούρκικους καφενέδες. Που ζυμωνόταν με τις εντολές
του καρβανάρη στα ζώα του. Να πάρουν τον δρόμο για τα παχνιά. Κι αυτός να
ανεβεί τα ξύλινα σκαλοπάτια να ξαποστάσει στα δωμάτια.
Χάνι το σπίτι. Το μπαχλάτισμα ανακατεύεται
με αγαπημένες φωνές που χάνονται στο σύννεφο του χρόνου. Ορθάνοιχτο το σπίτι.
Ολες οι πόρτες και τα παράθυρα. Ευάλωτο στους αέρηδες.
Ορθάνοιχτο είναι και το χάνι του Βρόσγου. Στο βάθος φαίνονται τα δυο μεγάλα πλατάνια. Στη σκιά τους θα βρίσκανε δροσιά όσοι έμπαιναν με τα άλογα ή τα κάρα τους από τη βόρεια πλευρά της πόλης. Στις ρίζες του θα μετέφεραν τους καημούς αλλά και τις έγνοιες τους. Ανθρωποι από την Κόνιτσα και το Αργυρόκαστρο. Από το Ζαγόρι και το Πωγώνι.Ακούω την ξύλινη σκάλα να τρίζει. Ο ήχος διακόπτεται απότομα. Γίνεται πιο γρήγορος. Είναι τα βήματα της Ελένης και του αγροφύλακα. Στέγασαν την τελευταία ημέρα του έρωτά τους σ’ αυτό το χάνι. Νιώθουν να στενεύει ο κλοιός. Ο έρωτάς τους άφησε κηλίδες αίματος στην παντέρημη γη της Ηπείρου. Τρομοκρατούνται από τις φωνές που φτάνουν από το γυαλί καφενέ. Ψάχνουν για καταφύγιο. Να ξεφύγουν από τα χέρια που έχουν γίνει τεράστια, νιώθουν τις ζεστές ανάσες στην πλάτη.Στοπ. Η φωνή του Αγγελόπουλου ακούγεται κοφτή. Εχουν εξαντληθεί να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν τη σκάλα. Ομως, δέχονται τις εντολές του αγόγγυστα. Είναι τυχεροί που παίζουν σ’ αυτή την ταινία. Που βρίσκονται σ’ έναν χώρο που αλλάζει. Ο μικρόσωμος σκηνοθέτης γίνεται γίγαντας. Βάζει την πλάτη της τέχνης του να καθυστερήσει τον χρόνο. Να τον κάνει ταινία, να δώσει φωνή στις σιωπές του τόπου, να τις κάνει μοιρολόι για τον κόσμο που βρίσκεται σε αποδρομή. Να μιλήσει για τις πληγές.Στο βάθος η Ανεξαρτησίας. Ζει στο παρελθόν της. Ακόμη και ο γυαλί καφενές έχει κλείσει τα δεφτέρια με το παρελθόν του. Οσο κι αν η αγέλαστη προτομή του Γεωργίου Σταύρου, απέναντι, χαμογελάει ακούγοντας το βουερό, πολύχρωμο πλήθος να ψωνίζει στα μαγαζιά του δρόμου.Διασχίζω την είσοδο. Οι πέτρες έχουν ακόμη τα σημάδια όσων έκαναν την ίδια κίνηση. Η ξύλινα σκάλα αμπαρωμένη. Τα παχνιά κι αυτά στη μοναξιά τους. Ο τσατμάς του τοίχου των δωματίων μαρτυρά τη νίκη του χρόνου. Μια εύκολη νίκη μπροστά στην αδιαφορία των ανθρώπων.Το χάνι καταρρέει. Η μνήμη θολώνει. Ο τόπος αλλάζει. Το χάνι ζει με την τελευταία αναλαμπή του. Στην «Αναπαράσταση» του Αγγελόπουλου. Νιώθω την παρουσία του στην αυλή, ακούω την κοφτή φωνή του. Στοπ. Αμποτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου