Δεν κομίζω
γλαύκα εις Αθήνας. Για τη Μαρία Κάλλας. Δανείζομαι τα λόγια των ειδικών για την
υψηλόφρονα τέχνη της. Ομως, με ξάφνιασαν τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου, του ποιητή
που δεν τσιγκουνευόταν τα λόγια του όταν βρισκόταν μπροστά σε κάτι που παρέσυρε
τον νου και τις αισθήσεις του σε ατραπούς που του θύμιζαν τη σχέση του ριζικού
συστήματος με τον κορμό και τις διακλαδώσεις, τη σχέση της δημιουργίας στην
τέχνη με το παρελθόν που τροφοδοτείται και αναπλάθεται με όρους σύγχρονους.
Με ξάφνιασε, μολαταύτα, η άποψή του για
τη Γιώτα Βέη. Την αποκάλεσε «Κάλλας του δημοτικού τραγουδιού». Ενας τίτλος που
απογειώνει τη φωνή και την καλλιτεχνική θερμοκρασία της Βέη εγκαθιστώντας την
στις κορυφές του πατρογονικού Τυμφρηστού της δυτικής Φθιώτιδας όπου γεννήθηκε.
Την ίδια στιγμή, ο Ρίτσος έβγαλε το δημοτικό τραγούδι από τον χώρο της
προκατάληψης και της απαξίωσης, σε χρόνους δίσεκτους, και το τοποθέτησε δίπλα
στην υψιπετή προσωπική δημιουργία.
Βρίσκομαι
απέναντι στη Γιώτα Βέη. Εμπλεος σεβασμού και αγάπης για τις φωνητικές της
δυνατότητες. Αλλά και τη μακρά και κοπιώδη διαδρομή της ώς την κορυφή του
μουσικού Ολύμπου. «Μια πέρδικα παινεύτηκε σ’ Ανατολή και Δύση/ πως δεν ευρέθη
κυνηγός για να την κυνηγήσει κι ο κυνηγός σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη».
Τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα της
ιέρειας του δημοτικού τραγουδιού μετεωρίζονται στον αέρα του δωματίου.
Ανεβαίνουν ψηλά, χαμηλώνουν υπακούοντας στη δύναμη της ροδοπέταλης φωνής. Μέσα
από τον λάρυγγά της αναδύεται η μπαγκέτα εκείνη που ημερώνει τις λέξεις, εξαγνίζοντάς
τες και δίνοντάς τους τον όγκο που εκείνη, σαν άλλη μάγισσα, έχει αποφασίσει.
Γιατί αυτό ακριβώς είναι οι ραψωδοί. Είναι οι μάγοι που στήνουν όρθια την ψυχή.
Και ω του θαύματος. Ο πίνακας του
Ταλαγάνη, οι φωτογραφίες με τη Μελίνα, οι αφίσες, η Καραΐνδρου, η μέντοράς της
στο Τρίτο Πρόγραμμα, σχέδια και αφιερώσεις αποκολλώνται από τους τοίχους.
Πιάνονται από το χέρι σ’ έναν λιτό χορό, η φωνή της Γιώτας λειτουργεί σαν το
ραβδάκι της Κίρκης. «Ασπρα μου πουλιά, μαύρα μου χελιδόνια/μην την είδατε την
όμορφη την κόρη,/ψες την είδαμε στα όμορφα λιβάδια».
Κι όλοι αυτοί, πειθαρχημένοι στη φωνή
της, στην πολιτισμική παράδοση που τους γέννησε, καταθέτουν την οφειλή τους
στους δημιουργούς που προηγήθηκαν κι έψαλλαν τα πάθη και τις χαρές αυτού του
τόπου. Μαζί τους προσέρχεται ταπεινόφρων και γενναιόφρων ο Γιάννης Τσαρούχης,
χορεύοντας ζεϊμπέκικο. Αφήνει το σχέδιό του κι εκείνη τη στιγμή γράφει την
αφιέρωσή του. «Στην τελευταία Ελληνίδα, φοβάμαι».
Δεν ξέρω τι είχε στο μυαλό του ο
Τσαρούχης. Ομως, τώρα που αρχίζουν τα πανηγύρια, ας αφεθούμε στα φτερά του
ιαματικού δημοτικού τραγουδιού. Και όχι μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου