Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Συρράκο: οικονομική και κοινωνική διάχυση του ορεινού χώρου.Σχόλια σε «Γεννεαλογικόν Βιβλίον και Διαθήκη» υπό D.F.Μπούτικο.

περιοδικό
Γεωγραφίες, 5(2003). Αφιέρωμα στην Ήπειρο, σελ.135-47


Χρειάστηκαν να περάσουν πάνω από 150 χρόνια από τότε που ο Leake πέρασε από το Συρράκο και τους Καλλαρύτες και περιέγραψε με θαυμασμό τα δύο δίδυμα βλαχοχώρια[1],ώστε να ασχοληθούν οι επιστήμονες με τη μελέτη του Συρράκου,ένα ορεινό χωριό,κτισμένο στο βουνό Περιστέρι της οροσειράς της Πίνδου,στα σύνορα με τη Θεσσαλία,που ξεκίνησε ως κτηνοτροφικό και μετεξελίχτηκε σε βιοτεχνικό κέντρο μάλλινων ειδών το 19ο αιώνα[2],χρησιμοποιώντας την πρώτη ύλη της ακμάζουσας κτηνοτροφίας και αναπτύσσοντας στο εσωτερικό του κοινωνική διαφοροποίηση(κτηνοτρόφοι-ραφτάδες,οι τελευταίοι προήλθαν από κατανομή ρόλων μέσα στις κτηνοτροφικές οικογένειες) και επαγγελματικές εξειδικεύσεις[3].
  Την πρώτη συστηματική έρευνα  ανέλαβε το 1985  ερευνητική ομάδα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών με επικεφαλής τον Ψυχογιό, που εστίασαν στο Συρράκο και τη Ζαβέρδα Αιτωλοακαρνανίας για τη μελέτη της μετακινούμενης κτηνοτροφίας,χωρίς ωστόσο να προκύψουν δημοσιεύματα εκτενή.
  Έτσι, οι μελέτες που εστιάζουν αποκλειστικά στο Συρράκο και επεξεργάστηκαν διάφορες πλευρές της οικονομικής,κοινωνικής και πολιτισμικής φυσιογνωμίας του είναι οι διατριβές της Καυταντζόγλου και του Δήμα.Η πρώτη υποστηρίχτηκε μεταγενέστερα(1992,δημοσίευση 1997) από τη δεύτερη(1989).Εκδόθηκε με τον τίτλο Συγγένεια και Οργάνωση του Οικιακού Χώρου.Συρράκο,1989-1930 και,όπως ορίζεται στην Εισαγωγή,θέμα της είναι «η οργάνωση του οικιακού χώρου σε μια ορεινή κοινότητα Βλάχων της Πίνδου,το Συρράκο.Παρακολουθώντας τη διαχρονική εξέλιξη των οικιακών δομών σε αυτή την κοινότητα,επιχειρώ να εντοπίσω τα πρότυπα της οικιακής οργάνωσης,τους κανόνες που διέπουν τη συγκρότηση των οικιακών δομών και τους καθιστούν που καθιστούν εφικτή την παραγωγή και αναπαραγωγή τους,ό,τι δηλαδή ονομάζουμε «σύστημα οικιακής οργάνωσης»,σε αυτή την κοινωνία»[4].
  Πρόκειται για μια κοινωνιολογική προσέγγιση της οικιακής ομάδας,όπως προκύπτει και από τα μεθοδολογικά εργαλεία. Η Καυταντζόγλου χρησιμοποιεί τις απογραφές του πληθυσμού των ετών 1998,1905 και 1929,προικοσύμφωνα των περιόδων 1835-1870 και 1925-1934,καταγραφές των κοπαδιών των κτηνοτρόφων στις αρχές του 20ου αιώνα,πρακτικά των κοινοτικών συμβουλίων και έγγραφα που αφορούν δοσοληψίες των κατοίκων και επικοινωνία με διάφορες διοικητικές αρχές[5].
  Καταλήγει η συγγραφέας στη διατύπωση ενός τοπικού μοντέλου ,που οργανώνει τη σύσταση του νοικοκυριού στο Συρράκο,το οποίο διαφοροποιείται στο εσωτερικό του,καθώς οι μονομελείς και λειψές οικογενειακές δομές ανάμεσα στους μόνιμους κατοίκους(ραφτάδες),τους μη κτηνοτρόφους, οφείλονται «στην οικονομική και κοινωνική κρίση που διέρχεται αυτό το τμήμα του πληθυσμού»[6].
  Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα μελέτη ,την πρώτη στο είδος, που επιχειρεί να διεισδύσει στις κοινωνικές δομές του Συρράκου,παρά το γεγονός ότι στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε αρχειακό υλικό.Πέρα απ` αυτό, η μελέτη της Καυταντζόγλου,παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον σε σχέση με το φαινόμενο της κινητικότητας των νοικοκυριών,γεγονός που θα απασχολήσει και την παρούσα προσέγγιση[7].Συγκροτεί η Καυταντζόγλου τυπολογία κινητικότητας,που συνίσταται από την εξαφάνιση, διατήρηση και εμφάνιση νέων νοικοκυριών.
  Από την άλλη μεριά, ο Δήμας,αφού θέτει το γενικό ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, επικεντρώνει στη μελέτη του χορού,αξιοποιώντας τα δεδομένα έρευνάς του τους καλοκαιρινούς μήνες του 1987,καθώς και τη βιωματική του γνώση.Σκιαγραφεί τη θέση του χορού στις διάφορες τελετουργίες και τα κοινωνικά δρώμενα και συνεχίζει με την παρουσίαση του χορευτικού ρεπερτορίου του Συρράκου.Τον ενδιαφέρει,ιδιαίτερα, η σχέση των Συρρακιωτών,στα τέλη του 20ου αιώνα, με το χορό ως συνδετικό ιστό της πολιτισμικής τους καταγωγής[8].
  Η παρατήρηση αυτή μας οδηγεί στις μεταπολεμικές δεκαετίες,σε μια περίοδο που η κινητικότητα και η εποχιακή μετακίνηση των Συρρακιωτών ανάμεσα στο Συρράκο-μόνιμο οικισμό και τον κάμπο-ξεχείμασμα διερράγη μέσα στο πλαίσιο των οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών,που έλαβαν χώρα αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο.Ο Ψυχογιός αναφέρεται στη μετακίνηση[9],ενώ ο γράφων,στη δική του διατριβή για τις οικονομικές,κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές σε μια επαρχιακή πόλη(Πρέβεζα),ασχολείται με τους Συρρακιώτες που επέλεξαν τον ελαιώνα της Πρέβεζας,στα κράσπεδα της πόλης,και εξετάζει τη σχέση τους με την πόλη και τις διαδικασίες ένταξης και αντίστασης.Οριστικά πλέον, οι Συρρακιώτες που ανήκαν στην ομάδα των κτηνοτρόφων(αγωγιάτες,τυροκόμοι) επιλέγουν τη μόνιμη εγκατάσταση και παρακολουθούνται τα πρότυπα εγκατάστασης και η χρήση του συρρακιώτικου πολιτισμικού ήθους για την ένταξη στην πόλη με όρους που υπαγορεύονται από το αξιακό τους σύστημα[10].
  Εξάλλου,σ` ένα άλλο άρθρο μου ασχολούμαι με τη φαντασιακή κοινότητα των Συρρακιωτών, που συγκροτείται από τα γεωγραφικά σημεία όπου εγκαταστάθηκαν (Πρέβεζα, Άρτα, Φιλιππιάδα, Ιωάννινα,Αθήνα,Πάτρα),γεγονός που στις πρώτες δεκαετές εκφράστηκε με τη λειτουργία της ως αυστηρού πολιτισμικού ορίου της ενδογαμίας τους[11].Παράλληλα, μετά τη δεκαετία του 1970,η κοινότητα  αποκτά τη συμβολική της συμπύκνωση με τα καλοκαιρινά πανηγύρια στο Συρράκο,το οποίο προσελκύει Συρρακιώτες της διασποράς.
  Το παρόν άρθρο στοχεύει στην αναπαράσταση της κινητικότητας των Συρρακιωτών το 19ο αιώνα,όπως εγγράφεται στο «Γεννεαλογικόν Βιβλίον και Διαθήκη»,που συνέγραψε ο D.F.Μπούτικος εκ Συρράκου,όπως υπογράφει.Ο συγγραφέας ζει στην Πρέβεζα,όπου υπηρετεί ως τραπεζικός υπάλληλος στο Μεσοπόλεμο.Φαίνεται ότι παρακολουθεί τα σχετικά με τους Βλαχόφωνους κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που αποφασίζει να συγγράψει τη γενεαλογία του. «Πας τόπος,πάσα χώρα,παν έθνος έχουσιν την ιστορίαν των.Τοιαύτη δεν αμοιρεί και το γένος μας.Πολλά περί ημών ελέχθησαν,ολιγώτερα δε εγράφησαν και εγράφησαν παρ` ανθρώπων οίτινες εκ του καφφεπωλείου εμελέτησαν την καταγωγήν μας.Άλλοι μεν μας έδωκαν το επίθετον Μικροβλάχους,άλλοι δε Κουτσοβλάχους και Τζιντσάρους και τελευταίως ο Βαϊγάν αρουμούνους»[12]. Κατηγορεί τον Weigand ότι «επειδή ανήκει εις τον Ρουμανικόν σύλλογον του Μονάχου ειργάσθη δια τους σκοπούς του τυχοδιώκτου Αποστ.Μαργαρίτη και συντροφίας»[13].
  Η γενεαλογία του, λοιπόν, εντάσσεται στην υπεράσπιση των Βλαχοφώνων έναντι όσων υποστήριζαν ότι δεν είχαν ελληνική καταγωγή[14] και αυτό για τους Συρρακιώτες συμπυκνωνόταν στο πρόσωπο του Μαργαρίτη[15],που είχε ατυχή συνάντηση με τον πατέρα του ποιητή Κων.Κρυστάλλη[16].Ωστόσο, η γενεαλογία του Μπούτικου δεν αποκτά τέτοιο σαφή προσανατολισμό.Ενδεχομένως, πιστεύει ότι η ανάδειξη των έργων των Συρρακιωτών θα αποτελούσε υποστηρικτικό παράγοντα της συνείδησής τους[17].Η γενεαλογία του αποτελεί προσπάθεια αποτύπωσης του συρρακιώτικου habitus[18].
  Ο δεύτερος λόγος που συντάσσει τη γενεαλογία του είναι η γενικότερη παρακμή,στην οποία έχει περιέλθει το Συρράκο με το θάνατο του Κρυστάλλη και την εξασθένιση της βιοτεχνίας των μάλλινων. «Ουδείς λόγος γραπτός,ουδεμία ιστορία,παράδοσις,μόνον και μόνο αύτη κινδυνεύει να απολεσθή,αφού δεν βλέπω να ορέγεται και να συνεχίση κανείς τας παλαιάς μας παραδόσεις.Αυτό απήτουν παρά της νεολαίας της πατρίδος μας.Μέχρις ότου παρουσιασθή νέος Κρυστάλης και συνεχίση το ατελές έργον του,εγώ θα περιοριστώ εις όσα εκ παραδόσεως και εξ ιδίας αντιλήψεως έμαθον κατά το χρονικόν διάστημα του βίου μου»[19].
  Ο Μπούτικος νιώθει την ευθύνη μιας ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς,που υφίσταται τους κραδασμούς της κινητικότητας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.Πολλές οικογένειες εγκαταλείπουν  χωριό, ο πληθυσμός μειώνεται, η συλλογική μνήμη είναι προφορική και μετεωρίζεται σε ξένα περιβάλλοντα[20].Η συγκεκριμένη οπτική εγγράφεται και στο χαρακτηρισμό «διαθήκη»,που επιλέγει ως τίτλο για το σύγγραμμά του[21].Είναι μια διαθήκη της συλλογικής μνήμης του Συρράκου.Συλλέγει ό,τι θρυλείται, είναι ο ταξινόμος της συλλογικής μνήμης του χωριού,που αρχίζει να υφίσταται σχάση  εξαιτίας της οικονομικής κρίσης[22].Διαβλέπει την εξελισσόμενη παρακμή και βιάζεται να εναποθηκεύσει τη μνήμη,αντιλαμβανόμενος ότι ο δικός του ρόλος είναι διεκπεραιωτικός,δεδομένου ότι έχει επίγνωση της βαριάς πολιτισμικής σκιάς του παρελθόντος,που μπορεί να διαχειριστεί μόνο από έναν εμπνευσμένο Συρρακιώτη,συνεχιστή του Κρυστάλλη[23].
  Ο Μπούτικος,λοιπόν,περιλαμβάνει στο έργο του τη συλλογική μνήμη,της οποίας κεντρικά σημεία είναι η ίδρυση του χωριού και η καταστροφή του.Για το τελευταίο,το οποίο συνδέεται με την πρώτη αναγκαστική κινητικότητα των κατοίκων,γράφει. «Κατεστράφη καθ`ολοκληρίαν των `21, 26 Ιουνίου, υπό του Ομέρ Κουμπάρου και έμειναν μόνον τα Κοκοτέικα σπίτια και του Παπαϊωάννου Μακρυδήμα(Νταλαγιάννη).Επιστρέψαντες οι περισσότεροι των προγόνων μας αμέσως ήρχησαν τον ανασχηματισμόν του»[24].
  Πράγματι, ανεξάρτητα από τον αριθμό και το χρόνο επιστροφής,βέβαιο είναι,ότι η επανάσταση των Συρρακιωτών και των Καλλαρυτινών το 1821 ,που υποδαυλίστηκε από τον Κωλέττη και Τουρτούρη,λειτούργησε ως ενεργοποιητικός παράγοντας,σε κάποιες περιπτώσεις,για προσωρινή εγκατάλειψη του χωριού και,άλλοτε,για οριστική μετακίνηση[25].Η τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει κτηνοτρόφους,ράπτες και καποτάδες.Γράφει ο Μπούτικος για το επώνυμο Θάνης[26]. «Ποιμήν.Μετά την καταστροφήν της επαναστάσεως έμεινεν εις Ακαρνανίαν,όπου κατετρόμαξεν τους αγρίους Ακαρνάνας»[27].
  Άλλη οικογένεια που μετακινήθηκε από το Συρράκο είναι οι Ζαρκαίοι,που αφομοιώθηκαν από τον πληθυσμό της Παραμυθιάς και έτσι εξαφανίστηκε η οικογένεια από το δημοτολόγιο του Συρράκου. «Ζάρκος Ζήκας/Πανταζής/.Εκ της οικογενείας ταύτης μόνο ο ειρημένος εσώθη.Κατά τα τελευταία έτη και μετά την επανάστασιν του `21,το τιμάριον της οικογενείας ταύτης ήτον η Παραμυθία και τα χωρία αυτής,όπου και συνεχωνεύθησαν.Ως κτήματα αυτών εσώζοντο οι κήποι και λεύκαι στην αρμπουριάτικα των Ζαρκέων»[28].
  Η οικογένεια αυτή χρησιμοποίησε το δίκτυο του τιμαρίου για τη μετακίνησή της,που είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστεί,μη αναφερόμενη από την Καυταντζόγλου στον πίνακα 21,όπου συμπεριλαμβάνει παρούσες οικογένειες στο Συρράκο κατά το διάστημα 1898-1929[29].
  Στην τυπολογία της Καυταντζόγλου «εξαφάνιση νοικοκυριών»[30] ανήκει η οικογένεια Γιαννιώτη,που,ωστόσο,συνδέθηκε στενά με τη συλλογική μνήμη και την ταυτότητα των Συρρακιωτών,καθώς η οικονομική τους ακμή στη Βενετία δημιούργησε προϋποθέσεις για ευεργεσία στο χωριό. «Γιανιοτέοι.Οικογένεια αρχαία.Εξυφάνησεν από την πατρίδαν μας από του `21.Ζει και βασιλεύει εν Βενετία οπόθεν ήτον εγκατεστημένοι προ του παρόντος αιώνος,το πρώτον μετερχομένη την ραπτικήν κοπτικήν εν Κιέζα της Ενετίας.Κατόπιν το εμπόριον.Εις αμφότερα τα επιτηδεύματα ευδοκίμησαν και ουδέποτε έπαυσαν ευεργετήσαι την πατρίδα και τους πατριώτας.Πάντοτε αρωγοί και συνδρομηταί ηθικώς τε και υλικώς.Σώζονται δύο τέκνα αυτών(…)Εις την ειρημένην οικογένειαν συγκαταλέγεται και ο αείμνηστος Γεώργιος Γιανιότης-μητρόθεν ,διότι πατρόθεν είναι Ζάμπρακας.Ούτος είναι ο μέγιστος ημών ευεργέτης και δια των χιλίων 20/φραγκων ηγοράσαμεν το τέταρτον του Ακτίου Κούμαρο(αν) προς συντήρησιν των ελληνικών σχολείων,αιωνία του η μνήμη.Πολλάκις,εγράψαμεν εις τους ειρημένους συμπατριώτας μας,ίνα μας δίνωσι λεπτομερείας,καθώς και εις τον εν Τεργάστη διαμένοντα φίλον μας Χρ.Δ.Μακρυδήμα και μέχρι τούδε ουδεμίαν ελάβομεν»[31].
  Από την αναφορά στην οικογένεια Γιαννιώτη προκύπτουν διάφορες γενικότερες παρατηρήσεις.1.Η Ιταλία ήταν από τους επιθυμητούς προορισμούς των Συρρακιωτών για την άσκηση της καποτικής,όπως θα αναδειχθεί στη συνέχεια.2.Η μετακίνηση των Συρρακιωτών ξεκίνησε από τα τέλη του 18ου αιώνα[32].Ο Μπούτικος αναφέρει ότι «ήτον εγκατεστημένοι προ του παρόντος αιώνος» και κάποιος θα υπέθετε το 19ο,αν ληφθεί υπόψη ότι το σύγγραμμά του ολοκληρώθηκε τον 20ο αιώνα.Η αντίφαση αυτή,ενδεχομένως,οφείλεται είτε στο ότι «παρόν» γι` αυτόν είναι ο 19ος αιώνας, η περίοδος της ακμής του Συρράκου,είτε ξεκίνησε το γενεαλογικό του δέντρο στα τέλη του παραπάνω αιώνα.Είναι,όμως,πιο πιθανή η πρώτη εκδοχή.Πάντως, η πληροφορία του είναι σημαντική για την ανασύσταση της ιστορίας της «μάλλινης» οικονομίας[33] στο Συρράκο και την έγκαιρη εξαγωγική δράση,καθώς και για τον προνομιακό ρόλο της Ιταλίας στην ανάπτυξη της καποτικής.
  3.Η οικογένεια Γιαννιώτη εξαφανίστηκε από τα δημοτολόγια,όχι όμως από τη συλλογική μνήμη,κυρίως εξαιτίας της δωρεάς για την αγορά κτήματος στο Άκτιο,απέναντι από την Πρέβεζα,που αποτελούσε σημείο του συρρακιώτικου τοπίου,όπου ξεχείμαζε ένα μέρος της κτηνοτροφίας του χωριού.Κάποιες από τις οικογένειες που εγκατέλειψαν το χωριό,συνέδραμαν την προσπάθεια για δημιουργία εκπαιδευτικών και λατρευτικών χώρων[34].4.Ο Μπούτικος μας δίνει πληροφορίες για τον τρόπο που εργάστηκε,σημειώνοντας ότι αλληλογράφησε με την οικογένεια Γιαννιώτη,προφανώς στο πλαίσιο της προετοιμασίας και συγγραφής του πονήματός του.Με την ευκαιρία αυτή,παραθέτει και το όνομα του Χρ.Δ.Μακρυδήμα,που διέμεινε στην Τεργέστη[35],χωρίς άλλα στοιχεία για την επαγγελματική του δραστηριότητα[36].
  Στην Ιταλία εξαφανίστηκε και μια άλλη οικογένεια μετά την εξέγερση του 1821. «Ελεφάντης.Πιθανόν το επίθετον τούτο εδόθη από το λιφάντινος,αδύνατος.Μετά την καταστροφήν επήγαν εις την Ιταλίαν και επέστρεψεν μόνο μία γυναίκα,η οποία έζησεν μέχρι τω 1850 εντός της καλύβης της κατόπιν της οικίας Παλαιέων και άνωθεν οικίας Σπυρ.Κ.Ζαλοκώστα σήμερον»[37].Για την οικογένεια αυτή δε μας δίνει περισσότερες πληροφορίες,όπως και για την οικογένεια Χρηστοδήμα,προερχόμενη από τους Δημαίους,η οποία «εξηφανίσθη εις Ρωσίαν μετά την καταστροφήν και δεν επανέκαμψεν»[38].
  Την κινητικότητα,λοιπόν,των Συρρακιωτών τροφοδότησε η εξέγερση του `21,που είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση πολλών νοικοκυριών,αλλά και η βιοτεχνική δραστηριότητα του μαλλιού, η καποτική. Η τελευταία αρχίζει να αποκτάει βιοτεχνικά χαρακτηριστικά στα τέλη του 18ου αιώνα και φτάνει στην κορύφωσή της τον επόμενο αιώνα.Στις αρχές του 19ου αιώνα η επαγγελματική κατηγορία «ραπτική» είναι πολυπληθής στο Συρράκο.Αυτό οδήγησε την οικογένεια Ζαβογιάννη να ασχοληθεί μ` αυτή τη δραστηριότητα,εγκαταλείποντας τη γεωργική. «Ζαβογιάνναι.Επίθετον ίσως δοθέν εις κανέναν Γιάννην Ζαβόν ως εσυνήθιζον οι αρχαίοι μας.Η οικογένεια αυτή φαίνεται πολύ αρχαία και εκ των πρώτων κατοίκων.Ήσαν μάλλον γεωργοί και κτηματίαι εν Παλαιοχώρι.Κατόπιν και ούτοι ησπάσθησαν την τέχνην των ευπορούντων τότε,την ραπτικήν,κατά τας αρχάς του παρόντος αιώνος»[39].
  Η γενεαλογία αυτής της οικογένειας διευκολύνει την κατανόηση της ανασυγκρότησης της οικονομίας του χωριού,καθώς και την κινητικότητα που τροφοδότησε.Είναι γνωστό, ότι αρχική οικιστική κοιτίδα του Συρράκου θεωρείται,κατά την προφορική παράδοση,το Παλαιοχώρι,απ` όπου μετακινήθηκαν οι κάτοικοι στη μεταγενέστερη θέση του,διατηρώντας κτήματα και υποστατικά.
  Οι Ζαβογιανναίοι που ανήκουν στους πρώτους οικιστές- «αρχαία οικογένεια»-,διατήρησαν ως τις αρχές του 19ου αιώνα τη γεωργική ενασχόληση στο Παλαιοχώρι.Η πληροφορία αυτή δημιουργεί ερωτηματικά όσον αφορά τον αμιγή κτηνοτροφικό χαρακτήρα της οικονομίας του Συρράκου,παρόλο που δεν μπορεί να δοθεί απάντηση αν η αποκλειστική γεωργία,μη υποστηριζόμενη από την κτηνοτροφία,αρκούσε για την αναπαραγωγή του νοικοκυριού[40].
  Πάντως, η πληροφορία του Μπούτικου ενισχύει την άποψη ότι στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα ενισχύεται η βιοτεχνική δραστηριότητα,καθώς οι Ζαβογιανναίοι εγκαταλείπουν τη γεωργία,δεδομένου ότι η ραπτική των μάλλινων χαρακτηρίζεται ως «τέχνη των ευπορούντων».Είναι το επιτήδευμα που συμβάλλει στον εκχρηματισμό του εισοδήματος και αυτό οφείλεται στο άνοιγμα της αγοράς στις πόλεις της Ιταλίας[41].Η οικογένεια του Γιαννιώτη βρίσκεται εκεί από τα τέλη του 18ου αιώνα[42],ενώ,σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Συρρακιώτες έμποροι καποτάδες προμήθευσαν το στρατό του Μεγάλου Ναπολέοντα και ένα μέρος από τα κέρδη της μη εργάσιμης ημέρας,μετά από την επιμονή των αξιωματικών που βιάζονταν,δόθηκε για το κτίσιμο της εκκλησίας της Παναγίας στο Συρράκο.
  Η Ιταλία είναι προορισμός πολλών Συρρακιωτών,ιδίως όταν διαθέτουν αρκετούς άρρενες απογόνους και μπορούν να συνδυάζουν κτηνοτροφία και καποτική ,ή ραπτική και εμπόριο.Η επιλογή της Ιταλίας είναι αναπότρεπτη,καθώς η αγορά είναι ανθηρή και η εμπορευματική παραγωγή ενσωματώνεται στην οπτική των Συρρακιωτών.
  Η οικογένεια Ζαβογιάννη δίνει στοιχεία γι` αυτό το μετασχηματισμό. «Ζαβογιάννης Αθανάσιος,Αλέξιος/Λέτσιος/και Δημήτριος.Τρεις αδερφοί.Ο πρώτος μεταβάς εις Βάριον της Απουλίας μετά του μικροτέρου Δημητρίου,ήρχησαν το νέον στάδιόν των,αλλ` ένεκα του αγρίου συναγωνισμού μετά του τότε ισχυρού Ζαχαρίου Βρύκου απέτυχον εντελώς και λάθρα και εντός βυτίου εφυγάδευσον τον Δημήτριον, ο δε Αθανάσιος μετά διαφόρων πατριωτών εγκατεστάθη οριστικώς εις Βάριον ουχί ως καποτάς αλλά ως μικρός έμπορος ευδοκιμήσας κάλλιστα.Αυτός δε μετά των `21 ήφερεν τον Δημ.Ζαβογιάννην,υιόν του Λέτσιου, ο οποίος εκληρονόμησεν αυθαιρέτως τον θείον του και έμεινεν διαρκώς εκεί μέχρι του θανάτου του»[43].
  Οι γιοι του Ζαβογιάννη,λοιπόν,ακολουθούν ένα γνωστό δρόμο στους Συρρακιώτες,που έχουν υιοθετήσει το βιοτεχνικό προσανατολισμό,την Ιταλία.Μετακινούνται στο Μπάρι,όπου δραστηριοποιείται ένας άλλος Συρρακιώτης,ο Ζαχαρίας Βρ(Μπρ)ύκος.Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία για τον άγριο ανταγωνισμό ανάμεσά τους,που οδήγησε και στη φυγάδευση του μικρότερου αδελφού με περιπετειώδη τρόπο.Οι συγκρούσεις,προφανώς, αφορούν τον έλεγχο της αγοράς στην περιοχή του Μπάρι σε σχέση με το εμπόριο της κάπας,γεγονός που υπογραμμίζει την ύπαρξη διαμορφωμένης εμπορευματικής συνείδησης.
  Όσον αφορά το παράδειγμα των Ζαβογιανναίων, φωτίζει και τη μετεξέλιξη μερικών συρρακιώτικων οικογενειών στην Ιταλία,μετά την αρχική μετακίνηση.Ο πρώτος αδελφός συνέχισε να διαμένει στο Μπάρι,μόνο που έπαυσε να είναι καποτάς και ασχολήθηκε με άλλο εμπόριο,όπου ήκμασε.Δεν είναι η μόνη οικογένεια που παρέμεινε στην Ιταλία και εντάχθηκε στην εκεί κοινωνία.Ωστόσο, ο γιος του Λέτσιου «εγκατασταθείς οριστικώς εις Βάριον έλαβεν εις γυναίκα του δυτικού δόγματος,μετά της οποίας εγέννησεν τον Βικέντιον,τον Νικόλαον,τον Γεώργιον,τον Σπυρίδωνα και τον Κωνσταντίνον.Άπαντα τα τέκνα αυτού είναι του δυτικού δόγματος και εκ των 5 ο Γεώργιος  απέθανεν,ο δε Νικόλαος είναι ευπορώτατος και πρόξενος της Τουρκίας μετά διαφόρων παρασήμων.Εφράγγεψαν».
  Δεν είναι οι μόνοι Συρρακιώτες που προσπάθησαν να ενταχθούν στις ιταλικές πόλεις,άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε με αποτυχία,επιλέγοντας άλλες εμπορικές δραστηριότητες.Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ιωάννη Αδάμ,του οποίου το επώνυμο εξαφανίστηκε από τα δημοτολόγια. «Ο διάσημος ούτος πατριώτης εχρημάτισεν εν Πανόρμω της Σικελίας μετερχόμενος τον καφφεπώλην και εν ημέραις του Φαλάριος της Ηπείρου.Κατόπιν δε μετέβη εις Νεάπολιν και έστησεν το ήδη εκείσε παλάτιόν του.Ηξιώθη παρά τω Φερδινάνδω της Νεαπόλεως του βαθμού γερουσιαστού και ως τοιούτος απέθανεν περί τω 1842 ουδένα αφήσας κληρονόμον»[44].
  Ο Αδάμ επέλεξε το Πάνορμο της Σικελίας, η οποία αποτέλεσε προορισμό και άλλων
Συρρακιωτών.Μετακινήθηκε κατά την περίοδο του Αλή Πασά,ενώ προκαλεί εντύπωση ότι αναφέρεται ως καφεπώλης.Όμως, το κυρίαρχο πλαίσιο που οδηγούσε τους Συρρακιώτες στην Ιταλία ήταν η καποτική[45].Έτσι, μπορούμε να εικάσουμε ότι το επάγγελμα του καφεπώλη υπήρξε δευτερογενής επιλογή,που μπορεί να οφείλεται στην αδυναμία προμήθειας πρώτων υλών από το χωριό ή και στην πρόθεσή του να μεταβεί σ` έναν τομέα,που του διασφάλιζε μεγαλύτερη ασφάλεια και ένταξη στον τοπικό ιστό,όπως συνέβη με αρκετούς άλλους.
  Ο Αδάμ,επιπλέον,αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχημένου Συρρακιώτη,του οποίου η ένταξη στην ιταλική κοινωνία και οικονομία συνοδεύεται και από μετακίνηση στο χώρο.Εγκαθίσταται στη Νάπολη, όπου αναπτύσσει σχέσεις με την καθεστωτική ηγεσία,αναδεικνυόμενος σε πολιτικό παράγοντα.Γίνεται γερουσιαστής.
  Πάντως, η μετακίνηση σε άλλα επαγγέλματα,εκτός από την πρόθεση πιο συστηματικής εμπορευματικής ανάπτυξης,οφείλεται και στα προβλήματα,που προέβαλε ο Αλή Πασάς,όπως υπογραμμίζει και η προσωπική περιπέτεια του Αδάμ[46]. «Υπανδρευθείς νέος και λαβών σύζυγον παρά της μεγάλης οικογενείας των Δημαίων έμεινεν επ`ολίγου χρονικού διαστήματος κατά το έθος των ξενιτευομένων της εποχής εκείνης και μέχρι των καθ` ημάς χρόνων,αναχωρήσας εις την θέσιν του εις Πάνορμον και αφού ο τύραννος μαθών ότι ο Γιάννης Αδάμ πλούτισεν ,του έστησεν την παγίδα του,ούτε ο Αδάμ εδυνήθη πλέον να ελθή εις την προσφιλή του,αλλ` ούτε και αύτη με όλα τα μέσα όπου διέθεντο αμφότερα τα μέρη κατώρθωσε να φύγη και εις την νεανικήν της ηλικίαν απέθανε φθιώσα»[47].Μέχρι ,λοιπόν, το 1820, υπήρχαν και τα προβλήματα με τον Αλή Πασά, που φαίνεται ότι είχε καλό δίκτυο πληροφοριών και δημιουργούσε προβλήματα στους επιτυχημένους, με όποιον τρόπο μπορούσε.
  Το Πάνορμο και η Σικελία ήταν χώρος που συγέντρωσε αρκετούς Συρρακιώτες.Από τους πιο επιφανείς είναι η οικογένεια Β(Μπ)αλτατζή.Ο Δημήτριος μάλιστα θεωρείται ο ιδρυτής εμπορικής επιχείρησης που έδρασε σ` όλη την Ανατολή. «Βαλτατζής Δημήτριος.Ούτος την παιδικήν του και νεανικήν του ηλικίαν εξακολούθησεν ομοίως τω αδελφώ του,αλλ` ενώ ο Ιωάννης έμεινεν εις πατρίδα,ούτος παραλαβών και τον ομομήτριον αδελφόν Νικόλαον άνοιξαν ραπτικόν εργαστήριον τη υποστηρίξει του Νικολ.Κρυστάλη και ιδία του εν Πραμάντι Κ.Ρίγγα.Η τύχη όμως του εφύλαττεν ευρύτερον μέλλον και εκ Ζακύνθου απηνώς ναυαγήσας εκεί μετέβη εις Πάνορμον της Σικελίας εξακολουθών την ιδίαν τέχνην.Εκεί δε πάλιν έστησεν τας παγίδας της η τύχη και ηθέλησεν να ανυψώση την οικογένειαν των Βαλτατζαίων.Έστειλεν τον εν Μεσσήνη άλλον πατριώτην μας Φ.Πάλιον και τους εδίωκεν απηνώς τούτους,ώστε αποκάμνοντες εκ της τέχνης αποφάσισεν ν` ανοίξη εν ψευδοπνευματοπωλείον και απ` αυτό ήρχησαν αι γνωριμίαι και αι συστάσεις μετά χιακών πλοιάρχων και τη συνδρομή του εν Βραϊλά τότε και νυν δε εν Βιέννη βαθυπλούτου και της ευεργικοτάτης μεγάλης οικογενείας των Τουαλέετ τέκνου, ο Δημήτριος ανυψώθη ηθικώς και υλικώς εις τα υψηλότατα στρώματα της κοινωνίας επί μιας δεκαπενταετίας.Η επωνυμία Δημ.Βαλτατζή και αδελφοί είχεν καταλάβει λαμπράν θέσιν καθ` όλην την Ανατολήν και εις τον ελληνικόν κόσμον.Αποσυρόμενος του Δημ. εκ της έδρας της ενεργείας τω `76 και αφήσας διευθυντάς τον Κωνστ. Και Σπυρ.,υιοί του Ιωάννου,τον Δημ.Δούλην και τον Νικόλαον Βαλτατζήν φαίνεται ότι αι εργασίαι κινηπόδησαν ολίγον, ο δε Δημ. μείνας ενταύθα από του 1878 χάριν των καλών πατριωτών και του ληστάρχου Τσιτσομήτσου,όπου ηνάγκασαν αυτόν και πολλούς άλλους, βαρυαλγούντος εγκατέλειψεν την πατρίδα.Είχεν συλληφθή εις το Δρίσκον εν γνώσει των Χασανέων και των Μακρυγιαννέων»[48].
  Η βιογραφική αναφορά στον Δ.Βαλτατζή αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της Επτανήσου ως προορισμού ίδρυσης εργαστηρίων ραπτικής μάλλινων.Ο Βαλτατζής μετακινήθηκε,αρχικά,στη Ζάκυνθο,όπου υπήρχαν Συρρακιώτες που τον συνέδραμαν.Στη συνέχεια ,επέλεξε το Πάνορμο της Σικελίας,που αποδεικνύεται σημαντικό κέντρο για τους Συρρακιώτες καποτάδες,δεδομένου ότι στη Μεσσήνη είχε την έδρα του ένας άλλος Συρρακιώτης,ο Φ.Πάλλιος[49].
  Ο Βαλτατζής απέτυχε και τις δυο φορές με την καποτική.Για τη Ζάκυνθο δε μας δίνονται λεπτομέρειες,αρκεί όμως η παρατήρηση ότι την εγκατέλειψε «απηνώς ναυαγήσας».Για τη διαμονή του στη Σικελία είναι σημαντικό το στοιχείο της σφοδρής σύγκρουσης με τον Πάλλιο, που εκδηλώνεται,προφανώς, με αιτία τον έλεγχο του τοπικού εμπορίου.Αυτό διευκολύνει να κατανοήσουμε ότι ο Δημήτριος είχε αναπτύξει την επιχείρησή του,διεκδικώντας ένα μέρος ή την κυριαρχία στη σικελική αγορά,γεγονός που προκάλεσε την οργή του Πάλλιου,που φαίνεται ότι είχε τον έλεγχο ως τότε.
  Αυτό το διπλό ναυάγιο αποκαλύπτει τη στενότητα της αγοράς για τους καποτάδες,που δικαιολογούσε την επιλογή κάποιων να επιχειρήσουν επιχειρηματικές δραστηριότητες σε άλλους τομείς.Από την άλλη μεριά, οι Συρρακιώτες καποτάδες εκδηλώνουν έντονες συγκρούσεις,γεγονός που δείχνει ότι υιοθέτησαν το σύστημα αξιών της αγοράς.Τους επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων η ανταγωνιστικότητα,οπότε είναι πολύ δύσκολο να υποστηρίξουμε την ύπαρξη μιας ομοιογενούς συρρακιώτικης διασποράς.Αντίθετα, οι συγκρούσεις λειτουργούσαν ως παράγοντας μετακίνησης και στο χώρο αλλά και σε άλλα επαγγέλματα.Κάποιες φορές,η μετακίνηση οφείλεται σε ατασθαλίες,όπως στην περίπτωση του  Βασιλείου,ανεψιού του Δημητρίου, γιου του αδελφού του Ιωάννου,ο οποίος «μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και εμπορεύεται ολονέν μέχρι τούδε»[50].
  Ωστόσο, είναι εντυπωσιακή η ευελιξία αξιοποίησης των ευκαιριών, που εκδηλώνει ο Δημήτριος.Το ψευδοπνευματοπωλείο που ανοίγει μετά το ναυάγιο της καποτικής, τον βοηθάει να αποκτήσει γνωριμίες(Χίοι ναυτικοί) και να οργανώσει ένα δίκτυο, το οποίο χρησιμοποιεί ,για να συστήσει «επωνυμία»,μεγάλη εμπορική επιχείρηση,που την επεκτείνει και στο Παλέρμο[51].
  Στην Ιταλία,λοιπόν, διαμορφώνεται μια αστική τάξη, που επενδύει στο χωριό μόνο σε κύρος με τις δωρεές και τα κληροδοτήματα.Ο ετεροθαλής αδελφός του Δημητρίου Σπυρίδων, «ανήκων εις την επωνυμίαν του Παλέρμου(..)εκτός των ιερατικών στολών έστειλεν εις τον ναόν του αγίου Νικολάου και πολυτελέστατον επιτάφιον,η δε κυρία του Διαλεκτή εις μέγα σχήμα την εικόνα του αγίου Νικολάου»[52].
  Οι Συρρακιώτες καποτάδες και έμποροι δεν επιστρέφουν για να επενδύσουν στην οικονομία του χωριού.Η σχέση τους με τον πατρογονικό τόπο είναι συναισθηματική,γεγονός που καταγράφεται και με τις επενδύσεις σε κύρος,διαρκής μαρτυρία της επιτυχίας τους[53],αλλά και με την επιστροφή τους ως συνταξιούχων,παρ`όλο που και αυτό παρεμποδίζεται από την ανεξέλεγκτη δράση ληστρικών σωμάτων που επιβουλεύονται τα πλούτη τους.
  Άλλη ιταλική πόλη όπου συναντώνται Συρρακιώτες, είναι το Λιβόρνο.Πρόκειται για τον Δημήτριο Ζαλοκώστα[54] που μετακινήθηκε εκεί από την Ισπανία,όπου έφτασε με τον πατέρα του Γεώργιο και τ` αδέλφια του Χριστόδουλο και Φίλιππο «προ του παρόντος αιώνος»[55].Διευκολύνθηκε η εγκατάστασή τους στο Λιβόρνο,όπου σπούδασε γιατρός ο γιος του Δημητρίου Γεώργιος-γνωστός από την ενασχόλησή του με την ποίηση-από  «το χρήμα της Ισπανίας».
  Πέρα από την Ιταλία,Συρρακιώτες καποτάδες μετακινήθηκαν στη Μάλτα[56].Ένας απ` αυτούς είναι ο Β(Μπ)ρύκος Ζαχαρίας,ο οποίος ήκμασε.Χαρακτηρίζεται ως πλεονέκτης που αποτέλεσε και την αιτία της παρακμής του αλλά και της μη ανάδειξης άλλων.Είναι γνωστός από τη σύγκρουσή του με την οικογένεια Ζαβογιάννη,που ζούσε στο Μπάρι.Αυτό δημιουργεί ερωτηματικά για το χώρο σύγκρουσης.
   Στη Μάλτα μετακινήθηκε και ο Κωνσταντίνος Καραμάνης,αφού πρώτα κληρονόμησε το εργαστήριο ραπτικής του αδελφού του Αθανασίου στην Κεφαλονιά «Ο Καραμάνης Κωνσταντίνος μη αρκούμενος εις το εν Κεφαλληνία στάδιόν του κατώρθωσεν και μετέβη εις Μάλταν περί τα 1852 και ακριβώς κατά τον Κριμαϊκόν πόλεμον του 1854 ήτον εκεί όπου ημπορούσεν να ωφεληθή μεγάλως και πολύ περισσότερον των πολλών χιλιάδων ταλλήρων όπου ωφελήθησαν οι εν Κερκύρα εγκατεστημένοι κατ` εκείνην την εποχήν άλλοι πατριώται μας,ως οι Μπαζέοι και Μακρυδημέοι και άλλοι.Αλλ` η μεγάλη προς την Ρωσίαν αφοσίωσις σχεδόν όλων των Ελλήνων της εποχής εκείνης δεν άφησεν και τον Καραμάνην μας να πλουτίση.Παρουσιάζοντο αγεληδόν οι Άραβες του Τήνιτος ν` αγοράσωσι καπότας(ως είχεν λάχει εν Ισπανία άλλοτε) και ο Καραμάνης μας τους ύβριζεν ελεεινά και κατώρθωσεν τίποτες»[57].
  Η βιογραφία της οικογένειας Καραμάνη διαφωτίζει το πλαίσιο ανάπτυξης και παρακμής της συρρακιώτικης καποτικής.Είναι εμφανές,ότι οι θαλασσινοί δρόμοι και τα λιμάνια της δυτικής Μεσογείου ήταν πολύ σημαντικοί για την προσέλκυση των Συρρακιωτών,δεδομένου ότι φιλοξενούσαν στόλους και στρατούς σε μια περίοδο έντονων πολεμικών συγκρούσεων.
  Οι πόλεμοι τροφοδότησαν την κινητικότητα των Συρρακιωτών και την ανάπτυξη της καποτικής.Ωστόσο, ένας τέτοιος,ο Κριμαϊκός,ευθύνεται για τις παρακμιακές τάσεις[58].Οι Συρρακιώτες δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν την ιδεολογική προσήλωση στους Ρώσους,που εξέφραζαν το ομόδοξο στρατόπεδο.Ο Καραμάνης εξύβριζε τους ετερόδοξους αντιπάλους σε βάρος του επιχειρηματικού του συμφέροντος,που επέβαλε να πουλά μάλλινες κάπες σ` οποιονδήποτε αγοραστή.Πρόκειται για μια συμπεριφορά που χαρακτήρισε και άλλους καποτάδες,χάνοντας έτσι την ευκαιρία να συσσωρεύσουν κεφάλαια και να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους.Αυτό που κυριαρχεί στην απόφασή τους, είναι η συνείδηση του υποταγμένου στον Οθωμανό,η ταύτιση των ετεροδόξων μουσουλμάνων με τον κατακτητή του τόπου τους,δεδομένου ότι η καταστροφή του χωριού τους  το 1821 από τους Οθωμανούς δεν απέχει πολύ χρονικά και είναι πρόσφατες οι εικόνες και έντονα τα συναισθήματα[59].
  Πέρα απ` αυτά,αναδεικνύεται και η σημασία της Επτανήσου για τα συρρακιώτικα εργαστήρια[60].Στη Ζάκυνθο[61],την Κεφαλονιά[62] και την Κέρκυρα υπήρχαν αρκετοί Συρρακιώτες.
  Όσον αφορά άλλες περιοχές,είναι αξιοπαρατήρητο,ότι στη Ρουμανία-Βλαχία δεν γίνεται αναφορά σε εργαστήρια.Η αναφορά σ` όσους βρέθηκαν, εκεί είναι πολύ σύντομη και συνοδεύεται από το χαρακτηρισμό «Άσωτος εν Βλαχία»[63], «ακατάστατος εις Ρουμανίαν»[64], «αγνοούμενος εν Ρουμανία»[65], «ζει εν Ρουμανία»[66].Στη Ρουμανία και τη Ρωσία χάνονται τα ίχνη μιας παλιάς συρρακιώτικης οικογένειας,των Κοϊμτζέων.Λεπτομέρειες για επιχειρηματικές δραστηριότητες στην περιοχή αυτή μας δίνει,αναφερόμενος ο Μπούτικος,σχολιάζοντας την τύχη των Κοϊμτζέων,στην οικογένεια Παπαστεφάνου,που πιστεύει ότι είναι κλάδος τους.Ο Ιωάννης «μετήρχετο τέχνην την χρυσοχοϊκήν εν Βλαχία όπου εγνωρίσθη με τον Ρήγαν κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνος.Και όταν συνελήφθη ο Ρήγας εν Τεργέστη είχον ταξιδεύσει ομού και δια τον φόβον των Ιουδαίων ο Ιωάννης ήλθεν εις Συρράκον και απέθανεν προ της επαναστάσεως αφήσας υιόν τον Γεώργιον,ο οποίος μετήρχετο και αυτός την ιδίαν τέχνην εγκατασταθείς οικογενειακώς εις Ζάκυνθον»[67]. Η οικογένεια αυτή μας δίνει την πληροφορία για την άσκηση της χρυσοχοϊκής[68] από Συρρακιώτες,γεγονός που σκιάζεται από την κυριαρχία της καποτικής.
  Πέρα απ` αυτά τα σημεία,οι Συρρακιώτες μετακινήθηκαν στην Αλεξάνδρεια[69],όπου ένας από τους τρεις γιους της οικογένειας «ευδοκίμησεν εις το εμπόριον τυριού»[70].Ούτε και για την περιοχή αυτή μας δίνονται περισσότερες πληροφορίες.
  Η μετακίνηση στην Ήπειρο είναι γνωστή και ο Μπούτικος δεν κάνει εκτενή αναφορά.Στέκει σε συγκεκριμένα παραδείγματα εμπορευματικών δραστηριοτήτων στα αστικά κέντρα και σε επεισόδια που αφορούν τους κτηνοτρόφους ,γεγονός που επιτρέπει να διαφανεί η αντιπάθειά του προς αυτούς[71].Ως παραδείγματα επιχειρηματιών  στα Γιάννενα αναφέρει τον Δημ.Κρυστάλλη, «τον πρώτον έμπορον»[72],και τον Δημ.Βασταρούχα,ο οποίος αγόρασε το ομώνυμο χάνι[73],καθώς και τον Κων.Αναμίχαν, ο οποίος «μετά την καταστροφήν μετέβη εις Ιωάννινα και επεδόθη εις τον κερδώον Ερμή από τα 1830  μέχρι τα 1847. Ο Αναμίχας ανυψώθη εις το κατακόρυφον της δόξης.Δεν είχεν ουδένα εφάμιλλον εις την πόλιν ταύτην.Είχεν σχετισθεί μετά της Εσπερίας και ιδίως μετά της Νεαπόλεως και είχεν το παλαιότερον εμπόριον ,το χρυσίον ή χρυσογαϊτάνια»[74].
  Ο Αναμίχας είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση Συρρακιώτη που μετακινήθηκε στο χώρο της Ηπείρου και, παρ`όλα αυτά, κατάφερε να οργανώσει μια επιχείρηση με ευρωπαϊκές διασυνδέσεις.Είναι το αποτέλεσμα της καταστροφής του Συρράκου που έδωσε την ευκαιρία σ` ένα λαμπερό μυαλό να αναπτύξει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε μεγαλύτερη κλίμακα. «Προ του `21 είχον οι Αναμιχαίοι τα πρόβατα και το εργαστήριόν των και φούρνον εις την εν μεσοχωρίω οικίαν του Χρ.Γ.Τζιόκου».
   Από την άλλη μεριά, ο Βαγγέλης Βαγγέλης «συνδεθείς με τον Τζιόκον Χρ. περί τα 1865 εσχημάτισεν το μεγαλύτερο εμπόριο»στην Πρέβεζα, που προσέλκυσε πολλούς Συρρακιώτες.[75]
  Από τις βιογραφίες του Μπούτικου προκύπτει ότι η εμπορευματική δραστηριότητα έχει,κυρίως, δυτικό προσανατολισμό(Ήπειρος,Επτάνησα,Ιταλία,Μάλτα).Ωστόσο,  παρατηρείται μετακίνηση προς τα ανατολικά,πέραν της Πίνδου, η οποία δεν κατέχει σπουδαία θέση στη συλλογική μνήμη των Συρρακιωτών.Περιοχές που προτιμούν οι μετακινούμενοι είναι η Λαμία,η Λιβαδειά και η Θήβα.Η οικογένεια Κατσογιάννη ή Κοντογιάννη εγκατέλειψε το Συρράκο το 1821 και «εγκατεστάθη εις Λαμίαν το πρώτον ως καποτάδες ή ραφτάδες.Κατόπιν επεδόθησαν εις το ζωεμπόριον»[76].Στη Λιβαδειά[77] μετακινήθηκε ο Χρήστος Βάγκος[78] το 1854 και στη Θήβα ο Σπυρίδων Βασιώτης «απομακρυνθείς τω 1859 της πατρίδος»[79].Σ` αυτές τις περιοχές μετακινήθηκαν  κάποιοι και για ληστρική δράση[80],ενώ άλλοι μετεξελίχθηκαν μετά την εγκατάλειψη του Συρράκου το 1821. «Αρβανίτης Αθανάσιος.Εκ της οικογενείας ταύτης κατήγοντο και οι διαβόητοι λήσταρχοι Τάκος και Χρήστος Αρβανιταίοι,οι ήρωες του Ωρωπού.Οι γονείς των,ως φαίνεται,θα εγκατεστάθησαν μετα το `21 εις τα χωρία των Θηβών,όπου εγεννήθησαν και ανετράφησαν .Ελάλουν και εφύλαξαν και το ιδίωμα της γλώσσης μας,διότι πριν επιδοθώσιν εις τον ληστρικόν βίον,υπηρέτησαν εις τον Πανταζή Μούζιον εις Θήβας»[81].Ένας άλλος,τέλος, λόγος για έξοδο των Συρρακιωτών από το χωριό τους ήταν η συμμετοχή στην επαναστατική δράση στο Μεσολόγγι[82], στο σώμα του Καραϊσκάκη[83] και αλλού.
  Συμπερασματικά, η κινητικότητα των Συρρακιωτών αναπτύσσεται με συγκεκριμένες γεωγραφικές,χρονικές και οικονομικές αναφορές.Είναι χαρακτηριστικό,ότι η Πίνδος λειτουργεί ως ένα τείχος,που προσδιορίζει την κατεύθυνση.Είναι πολλοί λίγοι εκείνοι που επιλέγουν την ανατολική Ελλάδα.Αφορμή γι` αυτό στάθηκε η εξέγερση του 1821.Πάντως, δε μαρτυρείται σημαντική εμπορευματική δραστηριότητα ούτε αναφέρονται οικογένειες που συσσώρευσαν πλούτο,τον οποίο επένδυσαν σε άλλες δραστηριότητες.Αντίθετα, υπάρχουν παραδείγματα μετασχηματισμού σε ληστές ή κομπογιαννίτες.
  Η πλειοψηφία των Συρρακιωτών μετακινείται στα δυτικά της Πίνδου,στην Ήπειρο,τα Επτάνησα,την Ιταλία, τη Μάλτα και την Ισπανία.Στην ύπαιθρο της  Ηπείρου μετακινείται η κτηνοτροφία και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα(Άρτα,Άκτιο),ενώ στα αστικά της κέντρα(Ιωάννινα,Πρέβεζα,κυρίως) οι εμπορευόμενοι και οι τεχνίτες.
  Ωστόσο, κατά το 19ο αιώνα είναι η δυτική Μεσόγειος που προσελκύει τους Συρρακιώτες καποτάδες,δεδομένου ότι η περιοχή αυτή είναι θέατρο πολεμικών συγκρούσεων και η κάπα είναι ιδιαίτερο χρήσιμο είδος για τους στρατιώτες.Η μετακίνηση ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα,συνεχίστηκε στις αρχές του επόμενου και κορυφώθηκε με την καταστροφή του 1821,που εξώθησε πολλούς σε έξοδο.
Η δυτική Μεσόγειος διευκόλυνε το συρρακιώτικο εμπόριο να ανθίσει και μέρος των κερδών επέστρεψε στο Συρράκο με τη μορφή δωρεών, στο πλαίσιο της επένδυσης σε κύρος ανάμεσα στους συγχωριανούς.Φαίνεται,όμως, ότι δεν μπόρεσαν,εκτός από λίγες εξαιρέσεις, να ξεφύγουν από το εμπόριο στο συγκεκριμένο είδος.Αυτό οφείλεται και στις ενδοσυρρακιώτικες συγκρούσεις,αλλά και στην αδυναμία να συμπεριφερθούν ως έμποροι και μόνο,όπως υπογραμμίζουν τα επεισόδια στον Κριμαϊκό πόλεμο.
  Πάντως, η μετακίνηση στη δυτική Μεσόγειο είναι φαινόμενο του 19ου αιώνα.Η καποτική εισέρχεται, έτσι και αλλιώς,σε κρίση και οι Συρρακιώτες κατευθύνονται στα Ελλαδικά αστικά κέντρα,ενώ οι κτηνοτρόφοι συνεχίζουν ως και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να πηγαινοέρχονται στα βοσκοτόπια της Λάμαρης,του Ακτίου και της Άρτας,πριν να πάρουν την απόφαση να εγκατασταθούν μόνιμα στις περιοχές αυτές.
 
 
 
 
 
 


[1] .William M.Leake.1835.Travels in Northern Greece.London(φωτ.ανατύπωση Amsterdam  1964),σ.272.
[2] .Ι.Λαμπρίδης.1888. «Μαλακασιακά»,στο:Ηπειρωτικά Μελετήματα.Αθήνα,τ.5,σσ.7-70.Ρωξάνη Λ.Καυταντζόγλου.1997.Συγγένεια και οργάνωση του οικιακού χώρου.Συρράκο,1898-1930.Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών,σσ.26-7,όπου και πλούσια βιβλιογραφία.
[3] .Για τη βιοτεχνική δραστηριότητα στον ορεινό χώρο βλ.Traian Stoianovich.1979. «Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», στον τόμο: Σπύρος Ασδραχάς(επιμ.),Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών,μετ.Ντόρα Μαμαρέλη.Αθήνα :Μέλισσα.,σσ.287-340.Βασιλική Ρόκου.1983. Συμβολή  στη μελέτη της κοινωνίας του κτηνοτροφικού χωριού,διδακτορική διατριβή.Γιάννενα.
[4] .Ρ.Καυταντζόγλου,ό.π.,σ.15.
[5] .Ό.π.
[6] .Ό.π.,σ.205.
[7] .Ό.π.,σ.103.
[8] .Ηλίας Σ.Δήμας 1989.Ο παραδοσιακός χορός στο Συρράκο.Λαογραφική και ανθρωπολογική προσέγγιση.διδακτορική διατριβή.Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
[9] .Δημήτρης Κ.Ψυχογιός.1987.Προίκες,φόροι,σταφίδα και ψωμί.Οικονομία και οικογένεια στην αγροτική Ελλάδα του 19ου αιώνα.Αθήνα :Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών,σ.43.
[10] .Ευάγγελος Γρ.Αυδίκος.2000.Πρέβεζα 1945-1990.Όψεις της μεταβολής μιας επαρχιακής πόλης.Δήμος Πρέβεζα.
[11] .Ευάγγελος Γρ.Αυδίκος.1992. «Η κοινότητα στον αστικό χώρο: αντιστάσεις και λειτουργίες των Συρρακιωτών της Πρέβεζας».Πρακτικά επιστημονικής ημερίδας «Η ελληνική κοινότητα,Δωδώνη(μέρος τρίτο,επιστημονική επετηρίδα του Τμήματος ΦΠΨ Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων),Ιωάννινα1992,σσ.49-70.
[12]. D.F.Μπούτικος, Γεννεαλογικόν Βιβλίον και Διαθήκη.
[13] .Ό.π.Aκόμη,βλ.Gustav Weigand. 2001.Οι Αρωμούνοι(Βλάχοι),τ.Α΄.Ο Χώρος και οι άνθρωποι,μετ.Thede Kahl.Θεσσαλονίκη :Εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη,που πρωτοεκδόθηκε το 1895.
[14] .Αντώνιος Δ.Κεραμόπουλος.1939.Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι.Εν Αθήναις. Τηλέμαχος Κατσουγιάννης.1964.Περί των Βλάχων των ελληνικών χωρών,τ. Α΄.Θεσσαλονίκη :Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
[15] .Πρόκειται για το δάσκαλο από την Κλεισούρα Καστοριάς,που είχε ενεργό ρόλο στην υποστήριξη της ρουμάνικης προπαγάνδας.Για το ρόλο του Μαργαρίτη βλ.Ν.Καζάζη.1902. «Το Μακεδονικόν πρόβλημα»,Ελληνισμός,τ.Ε΄,σσ.260-3.
[16] .Λέγεται ότι ο Μαργαρίτης ζήτησε από τον πατέρα του ποιητή Κ.Κρυστάλλη να επιτρέψει τις σπουδές του γιου του στη Ρουμανία,γεγονός που προκάλεσε την οργή του με αποτέλεσμα να τον χαστουκίσει.
[17] .Ο συγγραφέας ενεργοποιείται από την προοπτική να μετασχηματιστεί  η ζώσα συλλογική μνήμη των Συρρακιωτών σε αδρανή.Πβ.Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν.1997.Ανάποδα χρόνια.Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών(1900-1950).Αθήνα :Πλέθρον,σ.21.Πβ.Michael Hertzfeld.1991.A Place in History.Social and Monumental Time in a Cretan Time.Princeton,New Jersey:Princeton University Press,σ.257.
[18] .Pierre Bourdieu.1972.Esquisse d`Une Thiorie de la Practique .Paris:Droz,σ.178.Πρόκειται για τη βιωμένη εμπειρία ,σύμφωνα με τον  E.P.Thopmpson.1978.The Poverty of Theory and Other Essays.London:Merlin Press,σ.257, ή το πολιτισμικό υπόστρωμα,κατά τη Ρ.Βαν Μπούσχοτεν,ό.π.,σ.17.
[19] .Ό.π.
[20] .Ευάγγελος Γρ.Αυδίκος.2002.Χάλασε το Χωριό μας Χάλασε.Ιστορίες περί ακμής και πτώσης στη Λευκίμη Έβρου.Αλεξανδρούπολη :Πολύκεντρο Δήμου Τυχερού,σ.160.
[21] .Πβ.Ευάγγελος Γρ.Αυδίκος.1995. «Διαθήκη Ν.Κονεμένου ένα περίγραμμα νοοτροπιών και αντιλήψεων της εποχής»,στον τόμο : «Νικόλαος Κονεμένος: ένας ριζοσπάστης λόγιος του 19ου αιώνα».Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου(Πρέβεζα,3-4 Σεπτεμβρίου 1994).Πρέβεζα Εκδόσεις Δήμου Πρέβεζας,σσ.37-45.
[22] . «Το παρελθόν προσφέρει τα θεμέλια του παρόντος και του μέλλοντος».Ρίκα Μπενβενίστε.1999. «Ταξιδιωτική αφήγηση,μνήμη και ιστορία.Εβραίοι ταξιδιώτες τον Μεσαίωνα»,στο βιβλίο: Ρ.Μπενβενίστε-Θ.Παραδέλλης(επιμ.),Διαδρομές και τόποι της μνήμης.Ιστορικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις.Αθήνα Αλεξάνδρεια,σ.129.
[23] .Είναι γνωστός ο ρόλος του ιστοριογράφου για τη συγκράτηση και ανασυγκρότηση της συλλογικής μνήμης.Βλ. Michael Herzfeld.1998.Η ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη,μετ.Ράνια Αστρινάκη.Αθήνα:Αλεξάνδρεια,σσ.52-3(η εγγραμματοσύνη ως εξουσία).Αναστασία Καρακασίδου. 2000.Μακεδονικές ιστορίες και πάθη,1870 –1990,μετ.Ε.Αστερίου.Αθήνα Οδυσσέας,σ.80.Penelope Cecilia Papailias. 2001.Genres of Recollection:History,Testimony and Archive in Contemporary Greece.Ph.D,University of Michigan,κεφάλαιο 2.
[24] .Ό.π.
[25] .Για την εξέγερση και την καταστροφή βλ.Δ.Καρατζένης.1988.Επανάστασις και καταστροφή Καλαρρυτών-Συρράκου.Ιωάννινα: Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών.
[26] .Ο Μπούτικος συντάσσει το έργο του αλφαβητικά και αναφέρεται τόσο σε οικογένειες όσο και σε συγκεκριμένα άτομα.Δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο του.Ξεκινάει με το όνομα «Αβδίκος Γεώργιος» και τελειώνει με το «Κολέττης Ιωάννης».
[27] .Ό.π.,σ.27.
[28] .Ό.π.,σ.25.
[29] .Ρ.Καυταντζόγλου,ό.π.,σ.123.Εκτός απ` αυτές,έχουν χαθεί και άλλα επώνυμα: Αδάμ, Αλήμονας, Αμβράζης,Αναμίχας,Βάγκος,Βαρλήγκας,Βλάγκης,Γαρδαβάνης,Γραβάνης,Δουραμάνης,Δαμίρης,
Γκόλφης, ΕλεφάντηςΈξαρχος, Ζάπας ή Ζάμπας, Ζαμάνης, Ζαρίφης, Ντάρης, Ζάμπρακας, Ιωαννίδης, Καρτσούκης,Κοϊμτζής.
[30] .Ρ.Καυταντζόγλου,ό.π.,σ.103.
[31] .Μπούτικος,ό.π.,σ.20
[32] .Εντάσσεται στην ευρύτερη ανάπτυξη της ορεινής οικονομίας σ` αυτόν τον αιώνα.Βλ.Σ.Ασδραχάς.1988. «Η ελληνική οικονομία στον 18ο αιώνα.Οι μηχανισμοί»,στο βιβλίο του: Ελληνική κοινωνία και οικονομία.Αθήνα :Ερμής,σσ.9-12.
[33] .Πβ.Βασιλική Ρόκου.1994.Η υφαντική οικιακή βιοτεχνία.Μέτσοβο 18ος –19ος αι.Αθήνα.
[34] .Στο όνομα «Ζάμπρακας» σημειώνει για το Γιαννιώτη. «Οικογένεια όλοι άσημοι.Εξ αυτής όμως ευγήκεν ο μεγαλύτερος ευεργέτης μας ο αείμνηστος Γιανιότης,ο οποίος έζησεν εν Τεργέστη άγαμος και δια διαθήκης του αφήκεν 1000 20/φρ. εις την πατρίδα μας,άλλα τόσα εις την κοινότητα Τεργέστης και 2 χιλιάδες εις τον βασιλιά Γεώργιον και εξ αυτών των χρημάτων και άλλων ποσών εδόθη προ μικρού καιρού η αφορμή να κτισθή το εθνικόν θέατρον εν Αθήναις».Μπούτικος,ό.π.,σ.27.
[35] .Πβ.Ό. Κατσιαρδή-Hering.1986.Η ελληνική παροικία της Τεργέστης.Αθήνα :Πανεπιστήμιο Αθηνών/Βιβλιοθήκη Σ.Σαριπόλου,σ.346.
[36] .Στο όνομα «Βλάγκη Αικατερίνη» γράφει. «Ο αείμνηστος αδελφός της Κων.Μακρυδήμας δια διαθήκης του άφησεν 1500 τάληρα δια το σχολείον».Μπούτικος,ό.π.,σ.12.
[37] .Ό.π.,σ.24.
[38] .Ό.π.,σ.23.
[39] .Ό.π.,σ.25.
[40] . «Χωρίς βέβαια να μπορούμε να σταθμίσουμε με ακρίβεια τη συμβολή της αγροτικής εκμετάλλευσης σε αυτήν την οικονομία,δείχνει να είναι πιο σημαντική από όσο αφήνει να διαφανεί η βιβλιογραφία,που εστιάζει κατά κύριο λόγο στην κτηνοτροφία και τη βιοτεχνία».Ρ.Καυταντζόγλου,ό.π.,σ.43.
[41] .Η Δύση ευνόησε την ανάπτυξη της «μάλλινης» οικονομίας στην Οθωμανική αυτοκρατορία.Β.Ρόκου,ό.π.,σ.35.
[42] .Είναι χαρακτηριστικό ότι τα είδη της «μάλλινης» οικονομίας-σε πρώτη ύλη και βιοτεχνική επεξεργασία-είναι στην κορυφή των προϊόντων που εξάγει η Οθωμανική αυτοκρατορία και το εξαγωγικό αυτό εμπόριο ελέγχεται από τους Βλάχους της Πίνδου.Πβ.N.Svoronos.1956.Le Commérce de Salonique au XVIIIe s.Paris:PUF,σ.194.Κ.Μέρτζιος.1936. «Το εν Βενετία Ηπειρωτικόν Αρχείον»,Ηπειρωτικά Χρονικά,11, σσ.267-8.
[43] .Μπούτικος,ό.π.,σ.25.
[44] .Μπούτικος,ό.π.,σ.2.
[45] .Η Β.Ρόκου,ό.π.,σ.37 υποστηρίζει ότι η κυριαρχία της παραγωγής της Ηπείρου στην ιταλική αγορά οφείλεται στην καλύτερη ποιότητά του σε σχέση με το ισπανικό μαλλί.
[46] .Πβ.Σπ.Π.Αραβαντινού.1895.Ιστορία του Αλή Πασά του Τεπελενλή.Αθήνα Πύρρος(φωτοτυπική ανατύπωση 1979),σ.318.
[47] . Σημειώνεται ότι η γυναίκα του ,λίγο πριν πεθάνει, «προσεκάλεσε το φύλον της και παραγγείλας εις αυτάς αν οι άνδρες σας μείνουν πλέον των επτά ετών εις τα ξένα να υπανδρευθείτε δια να  μην πάθητε ό,τι εγώ έπαθον και αποθνήσκω φθισιώσα δια να του βαστάξω την τιμήν του κυρ Αδάμ».Μπούτικος,ό.π.
[48] .Ό.π.,σ.9.
[49] .Στη Μεσσήνη ο Πάλλιος έφερε και τον  πεθερό του Κοντάκη Ιωάννη του Χρήστου.Ό.π.,σ.36.
[50] .Ό.π.,σ.10.
[51] . «Βαλτατζής Κωνστ.Ιωάννου.Γεννηθείς τω `43 απέθανεν εις Παλέρμον.Συνετέλεσεν εις την προαγωγήν των εμπορικών επιχειρήσεων των Βαλτατζέων και εόσω έζη ο Δημήτριος.Εις τούτον όμως αποδίδεται η καταστροφή και η χρεοκοπία ήτις έλαβεν χώραν 1885».Ό.π.,σ.9.
[52] .Ό.π.,σ.10.
[53] .Η ευεργεσία είναι στοιχείο της «πολιτισμικής καλής θέλησης»,του αντικειμενικού μηχανισμού δηλαδή που εξασφαλίζει  διακριτές ιδιότητες στον ευεργέτη,την «αίσθηση της διάκρισης»,η οποία τους απομακρύνει αποό κάθετί «κοινό».Βλ.Pierre Bourdieu.2002.Η διάκριση.Κοινωνική κριτική της καλλαισθητικής κρίσης,μετ.Κική Καψαμπέλη.Αθήνα:Πατάκης,σ.291 και 365.
[54] .προίκισε τις αδελφές του.Για ευεργετισμό βλ.Πολ Βέιν.1993.Ο ελληνικός ευεργητισμός.Αθήνα Ζαχαρόπουλος.
[55] .Εκεί υπήρχαν και άλλοι πολλοί,κατά τον Μπούτικο,ό.π.,σ.25
[56] .Στη Μάλτα πέθανε και ο Κοντάκης Κωνσταντίνος, ό.π.,σ.36.
[57] .Ό.π.,σ.31.
[58] .Δόμνα Δοντά.1973.Η Ελλάς και αι Δυνάμεις κατά τον Κριμαϊκόν πόλεμον.Θεσσαλονίκη Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου,σ.86 και 116.
[59] .Φαίνεται ότι η στάση τους οφείλεται και στην πρόσφατη κίνηση  για εξισλαμισμό και ίδρυση τζαμιού,που επιχειρήθηκε,χωρίς επιτυχία, «από τους διοσκούρους της ατιμίας Κωνσταντίνο και Γεώργιο,υιούς Ιωάννου Καρτσούκη».Συνεχίζει ο Μπούτικος. «Κατά το 1833 ένεκα της περιφρονήσεως ην ελάμβανον παρά των τότε καλών μας πατριωτών,εσχημάτισαν την διαβολικήν ιδέαν και προς εκδίκησιν των περιφρονούντων αυτούς και προς καταστροφήν της πατρίδος μας,απεφάσισαν να σχηματισθή ο(…..)των 7 δια να έχουσι το ιερόν δικαίωμα να κάμνωσι και το τζαμί των».Για να επιτύχουν το στόχο τους πλησίασαν «τους δύο λαγουδέους Κώστα και Δήμον,διέβαλον και τον ανόητον Απόστολον Κουκούλην και τον φύσει δειλόν Γεώργιον Μακρυδήμαν».Η προσπάθειά τους διήρκεσε δύο έτη,αλλά «ενώ είχον πρόχειρον τον εξωμοτούντα τότε Γκιάταν ή Κουτρούμπαν Ιωάννη ,αλλ` ως φαίνεται μεταμελήθησαν Μακρυδήμας και Κουκούλης και ούτως εματαιώθη ο σκοπός».Μπούτικος,ό.π.,σ.30
[60] .Τα Επτάνησα και η Ιταλία αναφέρονται ως κύριοι προορισμοί μετά την εξέγερση του 1821 από τον Ι.Λαμπρίδη,ό.π.,σ.65.
[61] . «Βασταρούχας Γεώργιος Δημ. ζει εν Ζακύνθω τιμών την πατρίδα μας»,ενώ ο αδελφός του Κωνσταντίνος στην Πάργα.Μπούτικος,ό.π.,σ.12.
[62] .Εκεί,μετακινήθηκε ο Γκόλφης Γεώργιος,που έκανε φόνο,φυλακίστηκε στην Κέρκυρα και δραπέτευσε και εγκαταστάθηκε στην Πρέβεζα(ό.π.,σ.20).
[63] .Ό.π.,σ.3( Αλήμονας Χρήστος).
[64] .Ό.π.,σ.15(Γάτσιος Αναστάσιος).
[65] .Ό.π.,σ.40(Κουνάβης Ιωάννης).
[66] .Ό.π.,σ.33(Κουκούλης Χρήστος).
[67] .Ό.π.,σ.40.
[68] .Χρυσοχόοι ήταν και τα αδέλφια Ζαμάνης Δημήτριος και Ιωάννης,υιοί Γιάκα(ό.π.,σ.25).
[69] .Η Αίγυπτος ήταν μεταναστευτικός προορισμός των Ηπειρωτών.Βλ.Ευάγγελος Γρ.Αυδίκος.1993.Η ταυτότητα της περιφέρειας στο Μεσοπόλεμο.Το παράδειγμα της Ηπείρου.Αθήνα :Καρδαμίτσα,σ.46.
[70].Ό.π.,σ.3(Κασβογιανναίοι, «κακώς έχοντες»), σ.12(Βετούλιας Κωνστ.Γεωργ.,  «επνίγη εις τον Νείλον εν Αλεξανδρεία εις τον Νείλον τω 1864») και σ.40 (Κουνάβης Ιωάννης, «άσωτος απέθανεν εις Αίγυπτον άνευ προκοπής»).
[71] . «Kασβογιάννης Eυάγγελος.Eκ τούτου έχομεν το βαρυσήματον λόγιον εις τας εκάστοτε λαβούσας συγχύσεις και λογοτριβάς μεταξύ του αγρίου στοιχείου των πομένων ότι ευκολώτερον θα απαλλαχθώμεν από τον κατακτητήν και ουχί από την σπείραν των ποιμένων».Ό.π.,σ.34.Ακόμη αναφερόμενος στους Αυδικαίους,παρετυμολογεί το επίθετο από  επιμιξία με κάποιον Αβδή στον κάμπο της Άρτας,όπου ξεχείμαζαν οι κτηνοτρόφοι, και συμπεραίνει ότι «τοιαύτα οπωρικά μας εκόμισαν οι ποιμένες μας εκ των χειμαδίων των».Ό.π.,σ.2.
[72] .Ό.π.,σ.27.
[73] .Ό.π.,σ.11.
[74] .Ό.π.,σ.4.
[75] .Ό.π.,σ.7.
[76] .Ό.π.,σ.32.
[77] . Εκεί, μετανάστευσαν απόγονοι όσων ενεπλάκησαν στην κίνηση για εξισλαμισμό.Ό.π., σ.30, Καρστούκης, και σ.33,Κουκούλης).
[78] .Ό.π.,σ.10. Ακόμη, ο «Ζαμάνης Κων.,υιός Θεοδ.το πρώτον καποτάς εις Λιβαδείαν της Ελλάδος κατόπιν βαρενθείς την τέχνην ήρχησεν την τέχνην του κομπογιαννίτου εις την Θεσσαλίαν».Ό.π.,σ.25.
[79] .Ό.π.,σ.13.
[80] .Ο Κακοσήμος ή και Τουρκοσήμος «είχεν ως επιτήδευμα τον αρματολικόν και ληστρικόν βίον» στα Τζουμερκοχώρια,όπου τραγουδιούνται τα τρόπαιά του.Ό.π.,σ.27.
[81] .Ό.π.,σ.5.
[82] . «Βαρλήγκας Χρήστος.Ούτος ευρεθείς κατά την περίφημον πολιορκίαν Μεσολογγίου εσώθη και έμεινε εκεί».Ό.π.,σ.10.
[83] . «Γάτσιος Ζήκας/Πανταζής.Ούτος ήτον ο πρωτοπαλήκαρος του Καραϊσκάκη εν ταις πρώταις μάχαις εν Κομποτίω και αλλαχού.Δεν ηθέλησεν όμως να τον ακολουθήση εις όλον το στάσιον.Ήλθεν εις πατρίδα και απέθανεν φτωχός αγωγιάτης κατά τα `60».Ό.π.,σ.15.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου