Το ταξίδι στην Άγκυρα(16 με 20 Μαΐου 2011) έγινε στο πλαίσιο διμερούς συμφωνίας με το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας για την ανταλλαγή φοιτητών και διδασκόντων. Η σύμβαση έγινε με την Σχολή Γλώσσας, Ιστορίας και Γεωγραφίας , στο οποίο ανήκει και το Τμήμα Γλώσσας και νεοελληνικής λογοτεχνίας. Υπάρχουν τρία συνολικά τμήματα στην Τουρκία(Άγκυρα, Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη) που διδάσκουν Ελληνικά σε Τούρκους φοιτητές.Μια μέρα μετά την άφιξή μου , με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ελύτη έγινε ημερίδα στο Αμφιθέατρο της Σχολής όπου συμμετείχα κι εγώ με το κείμενο που ακολουθεί.Η ομιλία έγινε παρουσία του Έλληνα πρέσβη στην Άγκυρα Φ. Ξύδα.
Συζητώντας με τον πρέσβη κ. Φώτη Ξύδα περιμένοντας την έναρξη της εκδήλωσης |
Θα ξεκινήσω από τις λέξεις του τίτλου που διαμορφώνουν το πλαίσιο για όσα θα πω. Είναι τα επίθετα ασυμβίβαστος και λοξή και το ουσιαστικό ελληνικότητα. Πώς συνδέονται αυτά τα τρία;Τι σημαίνει ασυμβίβαστος; Πώς ταιριάζει αυτό με έναν ποιητή με αστική καταγωγή, που δεν είχε ποτέ οικονομικά προβλήματα. Που δεν είχε προβλήματα επιβίωσης όπως οι περισσότεροι από τους ομοτέχνους του στο Μεσοπόλεμο , τη δεκαετία του 1930, που πρωτοξεκίνησε; Έπειτα, γιατί λοξή ματιά στην ελληνικότητα;Πώς γίνεται αυτό;Η φράση λοξή ματιά πιστώνεται στον Πεντζίκη και αναφέρεται σε μια άλλη, διαφορετική προσέγγιση. Σε μια ματιά που αμφισβητεί τον ως τότε τρόπο όρασης. Στόχος λοιπόν είναι να διερευνήσουμε αν υπάρχει και σε τι συνίσταται αυτή η λοξή, η ανατρεπτική ματιά στην ελληνικότητα που ενδεχομένως δικαιολογεί και τον χαρακτηρισμό του ποιητή ως ασυμβίβαστου. Με άλλα λόγια, στόχος μου είναι να εντοπίσω πώς αντιλαμβάνεται ο Ελύτης την ελληνικότητα.Ποια είναι τα στοιχεία που τη συγκροτούν και πώς αυτή η ματιά συνδέεται με το πώς τοποθετείται ο Ελύτης απέναντι στην ποίηση ως μια καλλιτεχνική δημιουργία, άρα και απέναντι στον ποιητή ως δημιουργό.
Για να αναπτύξω τις σκέψεις μου προτίθεμαι να κάνω δύο αρχικές, αφετηριακές επισημάνσεις.1.Η πρώτη αφορά την εικόνα που έχει διαμορφωθεί για τον Ελύτη. Υπάρχει η αναπαράσταση του ποιητή ως υμνωδού της θάλασσας και του φωτός. Είναι λοιπόν,λένε, ο ποιητής του Αιγαίου. «ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ είναι σαν να κοιτάς αιγαιοπελαγίτικο τοίχο το καταμεσήμερο. Θαμπώνεσαι. Κατεβάζεις τα μάτια». Δεν έχει άδικο ο Νίκος Δήμου. Ο Ελύτης είναι ο ποιητής που έχει γράψει εκπληκτικούς στίχους για το Αιγαίο, τα νησιά, τα χρώματά.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κύμα που αγριεύει
και σηκώνεται πέντε οργιές και επάνω
(Άξιον Εστί, 82)
Οι λέξεις του ποιητή στους πιο πάνω στίχους μετατρέπονται σε χρωστήρα που γεμίζει χρώματα.Που σε μεταφέρει σε μια αιγαιοπελαγίτικη ακρογιαλιά την ώρα που το κύμα παίζει δείχνοντας το ανάστημά του
Αναμφίβολα ο Ελύτης έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα, όπως όλοι οι θαλασσινοί, ιδίως οι νησιώτες. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο με καταγωγή από τη Λέσβο. Έτσι, ήταν αναπόφευκτος αυτός ο δεσμός. Η θάλασσα γίνεται ισοϋψής, μέσω της ποίησης του Ελύτη, με τα βουνά της στεριανής Ελλάδας που τραγουδήθηκαν και δοξάστηκαν στα δημοτικά τραγούδια.
Ο έρως
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
(Προσανατολισμοί, 13)
Ο ίδιος δε χάνει την ευκαιρία να τονίσει, να υπογραμμίσει τη βαθιά, υπαρξιακή σχέση με τη θάλασσα που προσδιορίζει τους όρους ύπαρξης και κατανόησης του κόσμου.
Γράφει ο ίδιος. «Εάν πω στα ελληνικά, π.χ. «ελιά» ή «θάλασσα», αυτές οι λέξεις έχουν ολωσδιόλου διαφορετική σημασία για εμάς από ό,τι έχουν π.χ. για έναν Αμερικανό. Η θάλασσα είναι για μας κάτι πολύ οικείο και διόλου άγριο»
Αυτή ήταν όμως η ελληνικότητα του Ελύτη; Περιοριζόταν στη φύση, σ’ έναν οικολογικό ντετερμινισμό όσον αφορά τη διαμόρφωση του πολιτισμού;Με άλλα λόγια , πίστευε πως ο πολιτισμός ήταν δημιούργημα του τόπου και μόνο; Η ποίησή του ήταν φυσιολατρική δοξολογώντας τις ομορφιές της; Προφανώς όχι.
2.Η δεύτερη συσχετίζεται με την εποχή στην οποία γαλουχήθηκε ως ποιητής. Γεννήθηκε το 1911. Ως ποιητής όμως πρωτοεμφανίζεται το 1935. Είναι 23 ετών και τα ποιήματά του δημοσιεύεται στο περιοδικό ΝΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ και εντάσσεται στον κύκλο των Κατσίμπαλη, Καραντώνη, Σεφέρη και Θεοτοκά, οι οποίοι επηρέασαν καθοριστικά τη λογοτεχνική παραγωγή, ιδίως την ποίηση του Μεσοπολέμου.
Αν θέλουμε να κατανοήσουμε σε βάθος τη σχέση του ποιητή με την ελληνικότητα αλλά και την ίδια τη ποιητική του ιδιοσυστασία, θα πρέπει να φωτίσουμε την εποχή του Μεσοπολέμου και να τοποθετήσουμε τον Ελύτη στα ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενα αυτής της εποχής. Η εποχή που στη λογοτεχνία αποδίδεται με τον όρο «γενιά του ’30» ξεκινά το 1931 με τη δημοσίευση της ποιητικής συλλογής «Η στροφή» του Σεφέρη που σταδιακά αναδεικνύεται σε γενάρχη. Ο Σεφέρης απέδωσε ποιητικά αυτό που όλοι αποζητούσαν: τη στροφή, την αλλαγή, την απομάκρυνση από κάτι. Η στροφή, η αλλαγή ρότας αφορούσε τους πάντες: το ελληνικό κράτος, τον ελληνικό πολιτισμό, την τέχνη. Για την ποίηση ήταν η απεξάρτηση από τον καρυωτακισμό, τον απαισιόδοξο τόνο που είχε εισαγάγει ο Καρυωτάκης. Ήταν όμως και η αναζήτηση ενός άλλου ποιητικού σύμπαντος, ενός άλλου ποιητικού οράματος. Το ποιητικό όραμα όμως συμπλέει, αντλεί από ένα άλλο όραμα(πολιτισμικό, κοινωνικό) κι όταν δεν υπάρχει το δημιουργεί. έστω με ποιητικούς όρους.
Τα όσα συμβαίνουν λοιπόν στη δεκαετία του 1930 έχουν τη ρίζα τους στο 1922 και τις επιπτώσεις του συνολικά στη νεοελληνική ιδεολογία. Η Μεγάλη Ιδέα βυθίζεται στα παράλια της Σμύρνης, η Ελλάδα γεμίζει με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και όλοι συζητούν για το νέο όραμα. Πάντα , σε περιόδους εθνικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης το κεντρικό ζήτημα είναι η ταυτότητα. Ποιοι είμαστε; Από πού ερχόμαστε και πού πάμε; Ποιος είναι ο στόχος μας, τι ονειρευόμαστε και με τι υλικά θα τροφοδοτήσουμε τα όνειρά μας; Το όραμά μας.
Αυτή η νέα ταυτότητα στην οποία όλοι αναφέρονται ονομάζεται ελληνικότητα. Η Μεγάλη Ιδέα εξάντλησε τη δυναμική της. Χρειαζόταν να βρεθεί κάτι άλλο. Γύρω από την ελληνικότητα έγινε μεγάλη συζήτηση. Ουσιαστικά, ήταν μια πολιτική συζήτηση. Μια συζήτηση για τον πολιτισμό. Για τη σχέση της Ελλάδας με το παρελθόν και το παρελθόν και το παρόν, την Ανατολή και τη Δύση.
Στη δεκαετία του 1930, κυρίως, έγινε μεγάλη συζήτηση για την ταυτότητα της Ελλάδας, για το περιεχόμενο της ελληνικότητας. Υπήρχαν δύο μεγάλοι κύκλοι: ο μαρξιστικός και ο φιλελεύθερος. Ο Ελύτης ανήκει στο δεύτερο, παρόλο που κάποια μέλη αυτού του κύκλου ανέπτυξαν στενές σχέσεις με τη δικτατορία του Μεταξά που προπαγάνδιζε τη δημιουργία του Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού, στοιχεία του οποίου ήταν η αναβίωση της αρχαίας Ελλάδας, ο αντιδυτικισμός, η αποστροφή δηλαδή προς οτιδήποτε ερχόταν από τη Δύση, η στροφή στον ελληνικό πολιτισμό με εστίαση στη λαϊκή τέχνη και το φυσικό της περιβάλλον. Στον αντίποδα αυτής της άποψη ήταν ο κύκλος των ΝΕΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. Ήταν φιλοευρωπαϊστές. Πίστευαν ότι η ελληνικότητα έπρεπε να ενισχυθεί με εξωστρέφεια, με σχέσεις με τη Δύση. Αυτό πίστευε και ο Σεφέρης που ήταν ο αρχηγέτης, όσον αφορά την τέχνη, του κινήματος για επικοινωνία με δημιουργούς της Δύσης..
Και ο Ελύτης; Προφανώς, δεν θα μπορούσε να αρνηθεί αυτή την εξωστρέφεια. Καταγόταν από αστική οικογένεια και είναι γνωστή η ποιητική του σχέση με τους γάλλους ποιητές. Όμως, ο Ελύτης δεν ικανοποιούνταν από αυτό το δίπολο που πλαισίωνε τη συζήτηση για την ελληνικότητα. Με άλλα λόγια, δεν μπορούσε να ανήκει κάπου. Καταλάβαινε πως δεν τον ικανοποιούσε αυτό. Έχανε ένα κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμού. Αδυνατούσε να χωρέσει την ελληνικότητα σε ένα στενό κύκλο.Ένιωθε ακρωτηριασμένος. Για το λόγο αυτό δεν συμβιβάζεται με τις ποιητικές μορφές που χρησιμοποιούνταν τότε στην Ελλάδα. Είναι ασυμβίβαστος . Και γι’ αυτό προσφεύγει στον υπερρεαλισμό . Λέγει σε μια συνέντευξή του. «Θεωρώ την ποίηση σαν μια πηγή αθωότητας, γεμάτη επαναστατικές δυνάμεις. Η αποστολή μου είναι να συγκεντρώσω αυτές τις δυνάμεις σ’ έναν κόσμο που δεν μπορεί να αποδεχτεί η συνείδησή μου. Με τρόπο ώστε μέσα από διαδοχικές μεταμορφώσεις να μεταφέρω τον κόσμο σε πλήρη αρμονία με τα όνειρά μου. Αναφέρομαι εδώ σ’ ένα σύγχρονο τύπο μαγείας, του οποίου ο μηχανισμός οδηγεί στην αποκάλυψη της αληθινής μας πραγματικότητας».
Ο Ελύτης, όπως εξομολογείται στη συνέντευξη, θεωρεί την ποίηση μια επαναστατική πράξη, μια μαγική διαδικασία. Ως τέτοια τον διευκολύνει να ξεφύγει από τον τρόπο που γινόταν η συζήτηση για την ελληνικότητα και την ποίηση, για τη σχέση με το παρελθόν και για το πώς οραματιζόταν το μέλλον. Ο ίδιος έχει πλήρη συναίσθηση ότι είναι ένας ‘μάγος’, ένας ποιητής δηλαδή που οφείλει να ανακαλύψει την αληθινή πραγματικότητα, αυτή που κρύβεται πίσω από ψευτοδιλήμματα και αντιτιθέμενους πόλους. Αυτή η στάση και η πίστη σε μια μαγική λειτουργία της ποίησης τον φέρνουν σε αντιπαράθεση με το δυτικό ορθολογισμό που πνίγει τη φαντασία, το πέταγμα ανάμεσα στα κενά, τη χαρά της λεπτομέρειας και την ηδονή της απρόβλεπτης πορείας. Αυτό νιώθει πως μπορεί να του το προσφέρει ο υπερρεαλισμός.
Η αντιδυτική του στάση ξενίζει πολλούς μελετητές του. Δεν μπορούν να την κατανοήσουν. Γράφει ο Βαγενάς. «Η θητεία του Ελύτη σ’ ένα υπερρεαλιστικό ιδεώδες απαλλαγμένο από στοιχεία αταίριαστα με το δικό του όραμα της ποιητικής καθαρότητας, τον κάνει να δυσφορεί προς ό,τι θα μπορούσε να εμποδίσει την άμεση πρόσβαση στο θαύμα, οδηγώντας τον σε μια κανονιστικής φύσεως (αρχαιο)ελληνοκεντρική(για την ακρίβεια ιωνοκεντρική) στάση, εχθρική προς το δυτικό πνεύμα, την οποία ο νηφαλιότερος Σεφέρης δεν συμμερίζεται.
Ο Βαγενάς δεν μπορεί να κατανοήσει τον αντιδυτικισμό του Ελύτη. Ίσως γιατί εστιάζει μόνο στο ένα σκέλος του ποιητικού κόσμου του Ελύτη. Είναι εναντίον κάθε μορφής χειραγώγησης, κάθε μεγάλης αφήγησης, κάθε θεωρητικού σχήματος που εγκλωβίζει τη σκέψη του σε συγκεκριμένα καλούπια που του στερούν τη δυνατότητα να δοκιμάσει όλες τις γεύσεις, όλη τη γνώση. Ο Ελύτης αναζητεί την πραγματικότητα που νιώθει ότι τη σκιάζουν τόσο ο τυφλός φιλοδυτικισμός όσο και η στείρα προσκόλληση στην παράδοση. «Ο Ελύτης εξεγείρεται ενάντια στην ορθολογική δυτική προσέγγιση της Ελλάδας, ενάντια στην ιστορική και την αρχαιοελληνική ψυχρότητα, αλλά και ενάντια στην κενοδοξία, την απομίμηση και την προγονολατρία. Ο Υπερρεαλισμός τον βοήθησε να αποκαλύψει την αληθινή ταυτότητα της Ελλάδας, πέρα από δόγματα και «κατεψυγμένες αλήθειες». Πέτυχε, έτσι, να προσδώσει στον Υπερρεαλισμό ένα πρόσωπο ελληνικό και στην Ελλάδα μια καινούργια άποψη για την ταυτότητά της, για το μύθο για την πραγματικότητά της.
Η πραγματικότητα του Ελύτη εδράζεται στην ταύτιση του Έλληνα με το γεωπολιτιστικό του χώρο, στην ενότητα ανάμεσα στην αισθητή, τη μυθική και τη φανταστική διάσταση μιας καθ’ όλα υπαρκτής πραγματικότητα, γεμάτης μυστήρια, αινίγματα, εικόνες και αισθήσεις».
Ο Ελύτης λοιπόν δεν εγκλωβίζει το όραμά του σε σχήματα. Σε μορφές. Τον ενδιαφέρει η ουσία.Η συνομιλία με όσους πέρασαν. Παίρνει αυτό που τον ενδιαφέρει. Δεν εξετάζει πού ανήκει.Σε ποια εποχή. Στην αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο, στην Οθωμανοκρατία.Η ελληνικότητα γι’ αυτόν δεν είναι επιφάνεια. Ένα δέρμα που φοριέται. Σαν τα πουκάμισα των φιδιών που αλλάζουν με τις εποχές. Είναι κάτι πιο βαθύ. Είναι καταβύθιση στον ανθρώπινο πολιτισμό. Είναι άσκηση κατανόησης της δημιουργίας. Της ανθρώπινης φύσης σε τελική ανάλυση.Έτσι, οι ταξινομήσεις του φαίνονται ατελέσφορα σχήματα. Εξυπηρετούν απόψεις και όχι τη βαθύτερη γνώση. Για το λόγο προσπερνάει τον χαρακτηρισμό «εθνικιστής» που του καταλόγισαν.
«Θα ήθελα να συζητήσω μαζί σας ένα άλλο ζήτημα, εννοώ την ελληνικότητά μου. Δεν είναι για μένα μια υπόθεση εθνική ή τοπική. Ουδέποτε και με οποιονδήποτε τρόπο ήμουν σωβινιστής. Η Ελλάδα συμβολίζει για μένα ορισμένες αξίες και στοιχεία που μπορούν παντού να εμπλουτίζουν τα παγκόσμια πνεύματα. Όντας Έλληνας, πασχίζω να δείξω αυτές ακριβώς τις αξίες σ’ ένα παγκόσμιο επίπεδο. Δεν είναι ροπή εθνικιστική ό,τι με εμψυχώνει να κάνω αυτό το πράγμα.
Αυτή είναι η ελληνικότητα του Ελύτη. Πώς το τοπικό συνδέεται με το παγκόσμιο. Αυτό ισχύει βεβαίως με κάθε εθνικό πολιτισμό. Η τάση αυτή γίνεται πολιτισμικός εθνικισμός όταν πιστεύεις ότι αυτό σε κάνει ανώτερο άνθρωπο. Ο Ελύτης είναι μακριά από τέτοιες αντιλήψεις. Ως ποιητής προσπαθεί να συλλάβει την ουσία του πολιτισμού, του ελληνικού μια και είναι Έλληνας. Στην εποχή του αλλά και όχι μόνο, ενοχοποιήθηκε η μελέτη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού επειδή χρησιμοποιήθηκε από τον Μεταξά. Ο λαϊκός πολιτισμός αντιμετωπίστηκε παθητικά. Από τη μια μεριά υπήρχαν αυτοί που μαϊμούδιζαν επιχειρώντας να αντιγράψουν και να αναβιώσουν έναν πολιτισμό, πράγμα αδύνατο, κι από την άλλη όσοι έστρεψαν την πλάτη σ’ αυτούς τους πολιτισμούς επιλέγοντας αυτή τη στροφή. Ο Ελύτης επιλέγει τον πιο δύσκολο δρόμο .Τη σύνθεση. Παρόλο που κατηγορήθηκε ως αντιδυτικιστής ο ίδιος έχει επηρεαστεί βαθύτατα από τη γαλλική ποίηση από όπου δανείστηκε τον υπερρεαλισμό.
Ακολούθησε λοιπόν ο Ελύτης ένα δύσκολο δρόμο. Είναι η αξιοποίηση της κληρονομιάς.Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (1985).
«Πέμπτη, 16
Σ’όλους το ψιλόβροχο κάτι λέει. Σε μένα τίποτε. Σφάλισα τα τζάμια κι άρχισα να καλώ αλφαβητικά: Τον Άγγελο της Αστυπαλαίας.την Βρησιίδα.τα Γαυγάμηλα.τον δούλο του Κριναγόρα.τον Ελλήασποντο.τα Ζαγόρια.τον Ηλία τον Προφήτη.τον Θεόδωρο Νεομάρτυρα Μυτιλήνης.την Ισσό. τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.τη Λαιδα.τον Μαστρ’-Αντώνη.τον Νικία.την ξέρα της Αγίας Πελαγίας.τον Όμηρο(μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του).τους Πελασγούς.τη Ρωξάνη.τη Σθεναλαΐδα.τα Ταταύλα.τον Ίβυκο(ερωτομανέστατο). τις Χοηφόρες.τα Ψαρά.και τον Ωριγένη.
Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστορίας Ή μάλλον της ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου(και αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο)».
Από μια πρώτη ματιά φαίνεται ακατανόητη η παράθεση ονομάτων από τόπους και πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας. Ωστόσο, οι δύο τελευταίες γραμμές του κειμένου περιέχουν την πεμπτουσία της ποιητικής φιλοσοφίας του Ελύτη. Της ελληνικότητάς του. Στην πρώτη περίπτωση αναφέρεται στην ιστορία του θανάτου της Ιστορίας. Για ποιον θάνατο και σε ποια ιστορία μιλάει; Είναι η ιστορία που αρνείται. Ο ίδιος φέρνει στην επιφάνεια μια άλλη ιστορία όπου οι αποκλεισμοί, οι περιοδολογήσεις, οι ταξινομήσεις και οι ταμπέλες δεν έχουν καμιά σημασία. Γιατί ο Ελύτης βλέπει στα πρόσωπα τα καθημερινά, στα τοπία, στους φιλοσόφους και τους καλλιτέχνες την απόδειξη ότι ο θάνατός τους νικιέται από την ίδια την παρουσία τους.Από το έργο τους.
Η ελληνικότητα του Ελύτη συνομιλεί με τον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα. Το φως, ο ήλιος, το νερό, η αέναη κίνηση προέρχονται από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Είναι η πίστη του στην ενότητα, στην πνευματική συνέχεια του πολιτισμού. Ο συνδετικός κρίκος αυτής της ενότητας είναι η γλώσσα, το κοινό γλωσσικό όργανο.
ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου(Άξιον Εστι, 28)
Η ελληνικότητα του Ελύτη έχει μια πνευματικότητα και ολότητα που πηγαίνει πέρα από τις εποχές. Όσο κι αν το σπίτι είναι φτωχικό- και σήμερα σε περιόδους κρίσης η επισήμανσή του αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία για την ευθύνη των ιθυνόντων απέναντι στον πολιτισμό , πέρα από σκοπιμότητες-η γλώσσα είναι αυτό που δίνει περιεχόμενο στην ελληνικότητα. Θα θυμίσω μια φράση του ιταλού Αντόνιο Ταμπούκι. «Πατρίδα μου είναι η γλώσσα μου». Με άλλα λόγια, η γλώσσα είναι αυτή που μας ορίζει χωρίς διαχωρισμούς και αποκλεισμούς. Είναι η γλώσσα που ριζώνει στον τόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου