Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Η καμπάνα, διήγημα, περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 45,2011, σελ.45-48

Δημοσιεύεται στο λογοτεχνικό περιοδικό ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ ένα διήγημά μου με τον τίτλο η καμπάνα.Παρατίθεται απόσπασμα.


Χάζευα τη θάλασσα πολλήν ώρα.Σχεδόν είχε αρχίσει να σπάει  το θαλασσί χρώμα, που λάτρευα τόσο πολύ. Μ’ έκανε να ξεχνιέμαι , μόνο αυτός ο αναθεματισμένος ήχος μου θύμιζε το χρόνο.Νταγκ !κάθε μισή ώρα. κοφτός ήχος αλλά τη δουλειά του την έκανε. Και λίγο μετά νταγκ νταγκ νταγκ, όσες και οι ώρες που είχαν περάσει.
       Το θαλασσί το Σεπτέμβρη είναι μαγεία.Τους καλοκαιρινούς όμως μήνες   φλογίζει. Αναστατώνει.Ανεβάζει τους σφυγμούς, αυξάνει τον ιδρώτα. Βγάζει κάψα. Τότε μόνο η ένωση με το θαλασσί είναι λυτρωτική, σαν ένα στροβιλισμός σε μια παθιασμένη σχέση. Αντίθετα, τον Σεπτέμβριο ο ρυθμός πέφτει. Οι κινήσεις των ανθρώπων γίνονται πιο αρμονικές, χαλαρές. Απολαμβάνουν τη θάλασσα που μοιάζει   γυναίκα ντυμένη με διάφανο νυχτικό.Κινήσεις νωχελικές, ή ξεγνιασιά.Ακόμη και το σβήσιμο της θάλασσας στη στεριά γίνεται  μαλακά, με διάθεση να μην ανεβάσει την ένταση.
       Με μαγεύει η θάλασσα το Σεπτέμβρη.    Ώρες ώρες κλείνω αποκαμωμένος τα μάτια και τότε γίνομαι παιδί. Γίνομαι ο κατακτητής της. Κάθε φορά η ίδια εικόνα. Ξαπλώνω στον ελαφρύ κυματισμό και ταξιδεύω ξεφεύγοντας από τα στεριανά κύματα. Εκείνη την ώρα είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος. Πηγαίνω απέναντι στα Πευκάκια, τον Σωρό, τον Καντήραγα και μετά στο πι και φι φτάνω στις ακτές της Βόρειας Εύβοιας. Νιώθω να ξαλαφρώνω, να αφήνω πίσω όλα όσα με βαραίνουν.Γίνομαι πούπουλο που παίζει με το ελαφρύ κυματισμό της θάλασσας. Ανοίγω τη δρασκελιά μου και βρίσκομαι μίλια μακριά. Νιώθω σαν τους αστροναύτες στο διάστημα. Ο κόσμος που ζω όταν αποκοιμιέμαι στο πεζουλάκι της παραλίας δεν έχει βαρύτητα.
       Είναι πια  τα μόνα ταξίδια που μου έχουν απομείνει . Και το περπάτημα βέβαια στην παραλία, πάντα από τον άγιο Κωνσταντίνο στην αγαπημένη μου θέση στο πεζούλι, λίγο πριν τη στροφή για την Εξωραϊστική. Την ίδια πάντα ώρα.Τότε που το θαλασσί φως αρχίζει να γέρνει στο γκρι. Οι παλιοί ξέρουν τη θέση μου, μια φορά τσατίστηκα πολύ με κάποιον νιόφερτο, ένα παιδί, σχολιαρόπαιδο θα’ταν , φαρδύ και κοντοκάβαλο παντελόνι, με αραιές κοκκινόξανθες τρίχες στο πρόσωπό του. Καθόταν στη θέση μου, τη δική μου θέση, εκεί που το νερό ερχόταν πρώτα σε μένα και με χάιδευε καλώντας με να γυρίσω πίσω από το ταξίδι στα κύματα. Μαζί του μια νεαρή , της ίδιας ηλικίας.Μαλλί κουρεμένο με την ψιλή στους κροτάφους και φουντωμένο μπροστά σαν την καπέτα του Τζέιμς Ντιν που έβλεπα στο σινεμά. Κωλοτρίβονταν τα πουλάκια μου.Περίμενα αρκετή ώρα, αυτοί το χαβά τους. Και οι δύο κρατούσαν στο ένα χέρι ένα μπουκάλι με μπίρα και με το άλλο πασπάτιζε ο ένας τον άλλο, σαν σαΐτα αργαλειού το χέρι τους. «Με συγχωρείτε, νεαροί μου..», ψέλλισα την πρώτη φορά.Το επανέλαβα δυο τρεις ακόμη. «Ακούτε, εδώ είναι η θέση μου», φώναξα με θυμό στο τέλος. «Τη δουλειά σου, γέρο». Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και  τράβηξα με δύναμη το χέρι που πασπάτιζε τη νεαρή. Πριν όμως ορμήσει πάνω μου το σχολιαρόπαιδο μπήκε ανάμεσά μας ένας μεγαλύτερος νεαρός που κρατούσε στο χέρι του ένα σκέιτ, ένα σανίδι με ρόδες.Τακτικός στα πεζούλια. Ανέβαινε , κατέβαινε, έκανε ζογκλερικά πετάγματα. Ήταν μια παράσταση για μένα τα παιχνίδια με τη σανίδα. Αφορμή για ψυχαγωγία. Ο νεαρός, με μια προσεγμένη μάλλινη τούφα στο κάτω χείλος-σαν περιποιημένο εφηβαίο έμοιαζε-και δυο στενόμακρες φαβορίτες που κατέληγαν σε μυτερή απόληξη στο βολβό των αυτιών, είχε εντυπωσιακή αυτοσυγκέντρωση όλη την ώρα που έδινε την παράστασή του.Ήξερε πως τον παρακολουθούσα, ήθελε να  προκαλέσει το παρατεταμένο χειροκρότημά μου στο κλείσιμο της παράστασης.Έγινα με τον καιρό φανατικός θαυμαστής του.Σιγά σιγά  η εξέδρα αυγάτισε. Μανάδες με μικρά παιδιά, συνταξιούχοι αλλά και νεαροί που μαζεύονταν στα πεζουλάκια έφτιαχναν κερκίδα και στο τέλος της παράστασης αντάμειβαν τον νεαρό με ιαχές και χειροκροτήματα. Μετά, κουρασμένος καθόταν δίπλα μου, έβγαζε τον καπνό κι έστριβε με μαεστρία το τσιγάρο του.Κοίταζα με θαυμασμό τα χέρια του, το ίδιο επιδέξια όσο και τα πόδια του με τη σανίδα. Μου πρότεινε το πρώτο τσιγάρο, δίστασα στην αρχή, επέμεινε, «για να γνωριστούμε καλύτερα», μου είπε χαμογελώντας. Δεν μπορούσα να πω όχι. Από τότε κάθε φορά που ανταμώναμε, σχεδόν κάθε μέρα όσο ο καιρός ήταν καλός, έστριβε δυο τσιγάρα, το πρώτο το πρόσφερε σε μένα.
       Σήμερα ο νεαρός δεν ήρθε. Ανησύχησα. Ένιωσα μοναξιά, αμήχανα που ο απογευματινός μου χρόνος θα είχε την ίδια γεύση με την υπόλοιπη μέρα. Μου το υποσχέθηκε χτες,   δεν θα ξεχνούσε άλλη φορά το σακουλάκι με τον καπνό. Δεν γνώριζα τίποτε γι’ αυτόν. Ούτε καν το μικρό του όνομα. Είχαμε κάνει μια σιωπηρή συμφωνία. Δεν μας ενδιέφερε η ζωή των άλλων έξω από το πεζουλάκι. Μας αρκούσε η παρέα μας, όσα κουβεντιάζαμε την   ώρα που καπνίζαμε το στριμμένο τσιγάρο. Μόλις η θάλασσα ξεθύμωνε έφευγε, «αύριο πάλι» έλεγε και ήταν ο λόγος του δέσμευση.
       «Πρόσεξε, παιδάκι μου, θα σε πάρει  η θάλασσα». Η διαπεραστική φωνή με ξύπνησε βίαια.Είχα πάρει, φαίνεται, έναν υπνάκο, δεν πρόλαβα όμως να ξεκινήσω το ταξίδι μου στον Παγασητικό.Το νερό είχε αρχίσει να αναταράσσεται,  η επιφάνεια άρχισε να φουσκώνει. Άτιμο πράγμα η θάλασσα. Μπαμπέσα. Όποιος δε λαβαίνει τα μέτρα του βρίσκει πολλούς μπελάδες μαζί της. Στην παραλία όμως  η θάλασσα είχε έναν αυστηρό προγραμματισμό. Ήταν πάντα συνεπής στο ραντεβού της. Ο θυμός της  προβλέψιμος. Μόνο όσοι δεν ήξεραν θα μπορούσαν να γίνουν θύματά της. Όσοι έκαναν βόλτα ανέβαιναν στο πάρκο ή στο πεζουλάκι. Άλλοι σταματούσαν σ’αυτό το σημείο τη βόλτα τους επιστρέφοντας πίσω, στη μεγάλη παραλία με τα πολλά κότερα.
      Είμαι κάθε μέρα  έτοιμος για το ξέσπασμα της θάλασσας.Μου θυμίζει τους ανθρώπους εκείνους που είναι αψείς. Στη στιγμή φουντώνουν, υψώνουν τη φωνή, στριγγλίζουν, μοιάζουν να βγάζουν έναν αέρα που τους καίει τα σωθικά. Είναι σαν την χύτρα ταχύτητας που καταλαγιάζει όταν βγει ο πολύς αέρας. Το ίδιο και η θάλασσα στην παραλία , στη στροφή που τελειώνει το πάρκο,  η μεγάλη ευθεία που ξεκινάει από τον άγιο Κωνσταντίνο.
       Είμαι κάθε μέρα εκεί, λίγο πριν τη στροφή του πεζουλιού. Νιώθω σαν αυτούς που βγαίνουν για πρώτη φορά ερωτικό ραντεβού.Πηγαίνω πριν την ώρα της, φοβάμαι μήπως χάσω το συναπάντημα. Με ξεσηκώνει το ραντεβού  με τη θάλασσα στο πεζουλάκι, ιδίως τις καθημερινές το πάρκο είναι πιο ήσυχο.Μόνο κάποιοι συνταξιούχοι στο παγκάκι , στο άγαλμα του Βενιζέλου κουβεντιάζουν για τις περικοπές που εξήγγειλε η κυβέρνηση.Τους έχω συνηθίσει, ξέρω  τη σειρά των θεμάτων, άρα και το χρόνο που τους απομένει πριν φύγουν. Για το τέλος αφήνουν την  παρέα των γυναικών από τις ανατολικές χώρες, εργαζόμενες στις γειτονικές πολυκατοικίες, που  ανταμώνονται  στο απέναντι παγκάκι .Και τι δεν λέει το στόμα τους.Τι για τις βίζιτες που κάνουν, τι για τις οικογένειες που διαλύουν, τι για τους ξένους που άλλαξαν τον τόπο. Ιστορίες καρμπόν, οι ξένοι γίνονται πάντα το πτυελοδοχείο των ντόπιων(...)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου