Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ,Η αθηναϊκή κουλτούρα των κυνικών καυμάτων, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ



H Aθήνα το καλοκαίρι είναι πόλη μιας ιδιαίτερης κουλτούρας.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:ΠΤΥΧΕΣ
Υ​​πάρχουν μέρες, όπως αυτές οι πολύ ζεστές του καλοκαιριού, που η Αθήνα αχνίζει. Η ζέστη διυλίζει τους όγκους, γεννά ψευδαισθήσεις αποστάσεων και μεταφέρει μια αίσθηση σχεδόν απόκοσμη. Είναι γνωστή από τους αρχαίους χρόνους η ζέστη της Αττικής, όπως και του Αργοσαρωνικού και της Ανατολικής Πελοποννήσου. Είναι μια νοητή κοιλάδα μέσα στον ελλαδικό χώρο, όπου η ζέστη λιμνάζει και οι τόποι αχνίζουν.

Αυτή η κουλτούρα των κυνικών καυμάτων δίνει στην Αθήνα έναν βραχίονα υπερρεαλιστικής εμπειρίας, καθώς σαν σε κινηματογραφικό σκηνικό η πόλη ασθμαίνει. Ο Καβάφης, όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αθήνα το 1901, την περπάτησε μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού και παρότι συνηθισμένος σε πολύ πιο έντονες ζέστες στην Αίγυπτο, είδε την πρωτεύουσα (που του θύμισε χαριτωμένες πολιτείες της Γαλλίας ή της Ιταλίας) ναρκωμένη, με τις τέντες των μαγαζιών κάθετα κατεβασμένες στα πεζοδρόμια, με τους δρόμους σκονισμένους και έρημους ντάλα μεσημέρι.

Η Αθήνα είναι μια πόλη ανοιχτή στο φως. Τα αμέτρητα μπαλκόνια της, οι ατελείωτες ταράτσες και η αυθόρμητη ζωή στον δρόμο μαρτυρούν έναν χαρακτήρα σχεδόν πρωτόγονο, ενίοτε ακατέργαστο ή αγοραίο, αλλά σε κάθε περίπτωση χωνεμένο μέσα σε κώδικες και συμπεριφορές που μετρούν δεκάδες γενιές πίσω στον χρόνο. Υπάρχει ένας «τρόπος» που μας συνδέει με αυτό που ένιωθε ένας Αθηναίος του 1880 όταν αγκομαχούσε μέσα στη ζέστη περπατώντας στην Ομόνοια. Και αυτό δεν είναι μόνο το κλίμα αλλά η καταλυτική επίδραση της βαριάς καλοκαιρινής ζέστης, που στο παρελθόν ήταν ένα μείγμα οσμών από σκόνη, καβαλίνα και άπλυτα σώματα. Η θερινή αποφορά που τύλιγε την πόλη τη μεταμόρφωνε, όπως και τώρα, την έκανε να δείχνει από ψηλά να φέγγει σε ένα χλωμό κίτρινο χρώμα. Τα παλιά χρόνια πύρωναν οι κεραμιδένιες στέγες, τώρα λαμπυρίζουν οι ηλιακοί θερμοσίφωνες. Η αίσθηση όμως δεν αλλάζει και είναι κοντά σε αυτό που έγραφε ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος στην «Κερένια Κούκλα» όταν «όλα είχαν αρχίσει να ψήνονται στον ήλιο». Και που η Αθήνα «είχε απάνω της ένα βαρύ πάπλωμα από αχνόν κιτρινοκόκκινο» και η Ακρόπολη ήταν «χρυσοφιλημένη απ’ τον ήλιο, και γλαυκοφέγγριζε η θάλασσα πέρα κάτω»...
Γιατί η Αθήνα του Χρηστομάνου από το 1910 και η Αθήνα του Τερζάκη αργότερα και η Αθήνα η κατοπινή και η σημερινή γίνονται μία πόλη, ενιαία, αδιάσπαστη και εξουθενωτικά οικεία. Η ερμηνεία της Αθήνας είναι κοινή αλλά ταυτόχρονα γίνεται και μια βαθιά προσωπική εμπειρία, όταν η πόλη βράζει στους δικούς της καύσωνες και αχνίζει πάντα με τον ίδιο τρόπο. Γίνεται τότε μια πόλη-παγίδα, αλλά και μια πεδιάδα αισθήσεων, ένας ναρκωμένος μεσημεριανός ύπνος και μια παραισθησιογόνα οπτασία. Δεν είναι περίεργο που η πόλη το καλοκαίρι ορίζεται από τη βάσανο της μεγάλης ζέστης. Είναι μια σχέση κυτταρική. Υπάρχουν τρόποι να δει κανείς πώς επιδράει η μεγάλη ζέστη στον τρόπο που οι κάτοικοι ορίζουν τη σχέση με το δικό τους σώμα, με την αυτοδιάθεσή τους και εν τέλει με το θυμικό τους. Καθώς τα κυνικά καύματα είναι σταθερά επαναλαμβανόμενο γεγονός, δημιουργούν αυτομάτως συνειρμούς με καλοκαίρια περασμένα και γεννούν μια περίεργη αίσθηση αδιάσπαστου και ενιαίου χρόνου. Το αθηναϊκό καλοκαίρι έχει ενσωματώσει τις αντιθετικές έννοιες της δοκιμασίας και της χαράς. Και αυτή η συνύπαρξη δείχνει να είναι κομμάτι της αθηναϊκής ταυτότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου