Ο σπουδαίος Άγγλος εθνολόγος, ο Τζέιμς Φρέιζερ, έχει γράψει πως οι θεωρίες είναι κάτι ανάλογο με τα καρφιά στην πόρτα, στα οποία κρεμάμε τα ρούχα μας. Με άλλα λόγια, ήθελε να τονίσει πως η ουσία σε μια έρευνα είναι το ίδιο το υλικό και όχι αφεαυτό το χτίσιμο ενός θεωρητικού σύμπαντος που μπορεί να μην επιτρέπει στο υλικό να αναπνεύσει.
Πρόκειται για ένα λάθος που έχει επαναληφθεί πολλές φορές, με αποτέλεσμα να πνίγεται η φωνή των ανθρώπων, αυτών που δημιουργούν πολιτισμό και να διαμορφώνεται συχνά ένας ιδιόμορφος κόσμος, το αποτέλεσμα της έρευνας, στον οποίο είναι σχεδόν αδύνατη η πρόσβαση των μη επιστημόνων, καθώς τα κείμενα γράφονται σε μια επιστημονική ιδιόλεκτο που την κατέχουν λίγοι.
Αυτό τον κίνδυνο διέτρεχε και η Κοζιού στη μελέτη της για το ρόλο της γυναίκας στη δημιουργία και επιτέλεση των δημοτικών τραγουδιών.γενικότερα στον τρόπο που η γυναίκα κατανοεί και εξιστορεί τον κόσμο. Κι ο κίνδυνος ήταν να επικαλυφθεί ο γυναικείος λόγος των πρωταγωνιστριών, των γυναικών δηλαδή με τις οποίες συζήτησε, από την ιδιόλεκτο του μετα-μοντερνισμού και των άλλων θεωρητικών αρχών που χρησιμοποιεί, οι οποίες συχνά είναι απροσπέλαστες από το πλατύτερο αναγνωστικό κοινό.
Συνεπώς, μπορώ να ισχυριστώ πως η συγγραφέας κέρδισε το πρώτο στοίχημα. Προτάσσει το πρώτο κεφάλαιο αλλά και διαχέει στα υπόλοιπα ως ερμηνευτικά εργαλεία πολλές έννοιες(έννοια πρακτικής, επιτέλεση,ηγεμονία), που μπορούν να παγιδεύουν την ανάλυση και να σκληρύνουν την υφή της γραφής. Η Κοζιού το αποφεύγει αυτό χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Θα μπορούσε κάποιος να σταθεί σ’αυτό επιχειρώντας μια ανάλυση της εθνογραφικής γραφής της. Επί του παρόντος περιορίζομαι στην επισήμανση ότι τα βιώματα με τα οποία ζυμώνει τον επιστημονικό της λόγο ενεργούν ως κανονιστικές αρχές. Δεν της επιτρέπουν, με άλλα λόγια, να παρασυρθεί από το χτίσιμο ενός θεωρητικού γυάλινου πύργου, που θα ήταν ξένο προς τα βιώματά της αλλά και στον πυρακτωμένο λόγο των αφηγητριών της.
Φύλο και παραδοσιακή μουσική στην περιοχή της Καρδίτσας είναι ο υπότιτλος του βιβλίου της Κοζιού. Αποτελεί το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εγκιβωτίζει την προσπάθειά της να κατανοήσει τον πολιτισμό της υπαίθρου , το λαϊκό πολιτισμό, μέσα από την οπτική των γυναικών. Για το λόγο αυτό αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου(Εισαγωγή.Μελετώντας το φύλο) σε μια διερεύνηση του τρόπου που εντάχθηκε η γυναίκα στις πρώτες μελέτες.Ουσιαστικά, στη συγκεκριμένη περιήγηση στις μελέτες αυτές απεικονίζεται η ιστορία της επιστημονικής σκέψης να κατανοήσει τον πολιτισμό αλλά και να προτείνει τρόπους έρευνας, που συχνά εγκλώβισαν τους μελετητές σε μονομερείς αναπαραστάσεις, στις οποίες οι γυναίκες κινούνταν σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο(ιδιωτικός, σπίτι) κι η συμπεριφορά τους οριζόταν από αρνητικές έννοιες(ντροπή κι επικίνδυνη η γυναικεία σεξουαλικότητα), όταν παραβίαζε τους κανόνες που άλλοι έθεταν.
Από το χοροστάσι στην πίστα είναι ο κύριος τίτλος του βιβλίου της Κοζιού. Με άλλα λόγια, επικεντρώνεται στην εξελικτική πορεία του πολιτισμού της ελληνικής περιφέρειας χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη σχέση της γυναίκας με το τραγούδι. Χρησιμοποιεί την ιστορία τεσσάρων γυναικών για να βάλει το νυστέρι της βαθιά στο σώμα της υπαίθρου απελευθερώνοντας τις γυναικείες φωνές που μεταφέρουν την αθέατη συνεισφορά των γυναικών στη δημιουργία και την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών.
Οι τέσσερις γυναικείες φωνές αξιοποιούν την ευκαιρία που τους δίνεται και αρθρώνουν το δικό τους λόγο. Παρουσιάζουν τη δική τους ματιά, που συχνά επισκιάζεται από τη θεσμική σιωπή στην παραδοσιακή κοινωνία, στην οποία η γυναίκα μιλούσε δημόσια, συνήθως, με το στόμα των αρσενικών μελών.
Αυτή είναι και η μεγαλύτερη συνεισφορά του βιβλίου της Κοζιού. Όλοι μας έχουμε ακούσει αυτές τις φωνές. Μπορεί να ανήκαν στις γιαγιάδες , στις μανάδες, στις αδερφάδες, στις γειτόνισσες, στις γυναίκες μας. Μας είναι οικείες. Κατά κανόνα ταυτίζονται με την καρτερικότητα. «Έτσι είναι ο κόσμος, παιδάκι μ’», η πρόχειρη επιχειρηματολογία. Άλλοτε, η προσφυγή στα οικεία βιώματα του παρελθόντος γίνονται ένα ατέλειωτο μοιρολόι για τη χαμένη ζωή, για τη σκληρή ζωή στα χωράφια, για τη χηρεία, για τις συμφορές, για τις στερήσεις, για τον διαρκή αγώνα, για τους πολέμους, για τις αδικίες του κράτους που δεν έστερξε το ίδιο όλους τους πολίτες του.
Το βιβλίο οργανώνεται, γύρω από τις ιστορίες τεσσάρων γυναικών της Καρδίτσας, που θα μπορούσαν, αν αλλάζαμε τα ονόματα και τις γεωγραφικές αναφορές, να ταίριαζαν με τις ιστορίες γυναικών από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Αυτό σημαίνει πως η Κοζιού επέλεξε για πρωταγωνίστριες του βιβλίου της γυναίκες των οποίων οι ιστορίες διατρέχουν οριζόντια την ελληνική ύπαιθρο. Είναι οι ιστορίες τεσσάρων γυναικών που οριοθετούνται σε παράλληλους χώρους, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν οργανικά τμήματα της ίδιας ιστορίας της ελληνικής κοινωνίας με τις αντιφάσεις της, τις κοινωνικές αλλαγές και τους μετασχηματισμούς. Ως υπόστρωμα και των τεσσάρων ιστοριών είναι το τραγούδι και η σχέση των γυναικών μ’ αυτό. Η σχέση αυτή είναι ο τρόπος που επέλεξε η Κοζιού να μιλήσει για τα πάθη αλλά και τις κορυφώσεις στο τελευταίο μισό του 20ου αιώνα.
Η ιστορία της Αναστασιάς είναι η πρώτη. Γεννημένη το Μεσοπόλεμο σε χωριό του Καρδιτσιώτικου κάμπου αποφλοιώνει την ιδεαλιστική αντίληψη για τα πρόσωπα της ιστορίας και τη δράση τους, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες υπερέβαιναν τις δυσκολίες με την «εγγενή» κατοχή ιδιοτήτων που τους έκαναν αντέχουν. Η Αναστασιά παρουσιάζει τα πράγματα μες στη γυμνότητά τους. Οι «παλιο-Εύες», οι γυναίκες της οικογένειας και της κοινότητας που αντιμετωπίζονται υποτιμητικά διαμορφώνουν έναν εντυπωσιακό ορθολογισμό στη διαχείριση των ιδιωτικών αλλά και δημοσίων υποθέσεων. Αυτό συμβαίνει τόσο στο σεργιάνι, τον δημόσιο χορό των γυναικών σε διάφορες γιορτές(Τα Φώτα, τις Αποκριές και το Πάσχα) όσο και στα μοιρολόγια αλλά και στους γάμους, όπου το μοιρολόι συμπλέκεται με τη μετακίνηση της κόρης σε άλλο νοικοκυριό, παλιότερα χωρίς να ερωτηθεί. Η διαχείριση της σεξουαλικότητας και ο έλεγχος της έκφρασής της ήταν ένα βαρύ φορτίο που επωμίζονταν οι γυναίκες ώστε να μη «στιγματίσουν» όλη την οικογένειά της αν κάποιοι αξιοποιούσαν τις εκτός παραδοσιακών πλαισίων κινήσεις του σώματός της για να τη χαρακτηρίσουν «αμπδάλω»(μπουρδελιάρα).
Ωστόσο, αν η σωματική έκφραση όφειλε να ανταποκρίνεται στο πολιτισμικό κεφάλαιο της πατριαρχικής κοινωνίας το δημοτικό τραγούδι λειτούργησε ως ένας χώρος έκφρασης συναισθημάτων που κινούνταν έξω από το τις κανονιστικές αρχές. «Να μη φιλεί το φίλημα που’τανε φιλημένη» τραγουδάνε οι γυναίκες κι αφήνουν τους πόθους και την ασυμβίβαστη συμπεριφορά να πυρακτώνουν τις λέξεις και τους στίχους, δίνοντας διέξοδο στο ακάμωτο. Αν το ξύπνημα του «κουκουτσέλου»(σεξουαλικότητας) μπορούσε να επισωρεύσει διάφορες περιπέτειες στη νεαρή κόρη, το δημοτικό τραγούδι γίνεται ο χώρος που αφήνει τη φαντασία της στα ανείπωτα.
Αν η Αναστασιά προεκτείνει την αφήγησή της στην αναβίωση του σεργιανιού στις μεταπολιτευτικές δεκαετίες, κάτι που δεν αντανακλά την κοινωνική πραγματικότητα, η ιστορία της Παναγιώτας γίνεται ένα δοξαστικό της γυναικείας απελευθέρωσης μέσα από τη συμμετοχή της στην Εθνική Αντίσταση.Η εναντίωση στην προσπάθεια υποταγής και ψυχολογικού και κοινωνικού στιγματισμού μέσω του βιασμού τους από τους κατακτητές ανακηρύσσει τις γυναίκες σε ισότιμες με τους άντρες που κατατάσσονται στον ΕΛΑΣ. Η Αριστέα Παϊδα από το Μουζάκι που έχασε τη ζωή της, επειδή αντιστάθηκε στον επιχειρούμενο βιασμό γίνεται μέσω διαπαιδαγώγησης και μετακίνησης των γυναικών του κάμπου από την παθητική δημόσια συμπεριφορά στην ένταξη στον ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ.
Η Παναγιώτα χρησιμοποιεί αντάρτικα τραγούδια που συχνά στηρίχθηκαν σε μοτίβα δημοτικών τραγουδιών, για να ιστορήσει τα δικά της πάθη που είναι και πάθη όσων θέλησαν να αλλάξουν τη μοίρα τους. Έχοντας ως οδηγό την αντίσταση της Παϊδα απορρίπτει, με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα της , την εντολή αρχηγού παρακρατικής ομάδας να πάει στο σπίτι του. Η άρνησή της-που είναι άρνηση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού-την πληρώνει με πόνο και θάνατο. Δολοφονείται ο πατέρας της, χάνονται τα αδέλφια της στον εμφύλιο σπαραγμό.Κόντρα σ’αυτό το καμίνι του εμφύλιου διχασμού αναδεικνύεται η μεγαλοψυχία των απλών ανθρώπων, του Δημοκρατικού και του Εθνικού Στρατού, που συναντιώνται μέσα σε μια χιονοθύελλα στον αυχένα της Νιάλας, κάνοντας μια ιδιότυπη ανακωχή. «Είμαστε αδέρφια , μη μας πειράζετε, ούτε εμείς θα σας πειράξουμε».
Η ιστορία της Παναγιώτας είναι εξιστόρηση των παθών του ελληνικού λαού από το 1940 ως και τη μετεμφυλιακή περίοδο. Είναι η ιστορία ιδωμένη μέσα από τα μάτια και τα βιώματα μιας πρωταγωνίστριας των γεγονότων, η οποία βασανίστηκε, φυλακίστηκε κι έζησε με την προσμονή του θανάτου.
Η ιστορία της Αλεξάνδρας μεταφέρει τη μετακίνηση από το χοροστάσι στην πίστα. Γεννημένη στον κάμπο της Καρδίτσας και ούσα καλλίφωνη, αποσπάται από τον όμιλο των γυναικών σαν την Αναστασιά που τραγουδούσαν στα χοροστάσια των διαφόρων γιορτών του κάμπου και αναδεικνύεται σε τραγουδίστρια μιας μουσικής κομπανίας. Αυτή η αλλαγή στην προσωπική ζωή της Αλεξάνδρας εντάσσεται στις ραγδαίες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις στον κόσμο της υπαίθρου που καταρρέει. Αποσαθρώνονται οι παλιές μορφές γλεντιού αλλά και οι ρόλοι μέσα στις νέες συνθήκες.
Έτσι, η γυναίκα της μεταπολεμικής περιόδου αναγκάζεται να βγει στη μη προστατευμένη από την οικογένειά της αγορά εργασίας. Για την Αλεξάνδρα που γίνεται επαγγελματίας τραγουδίστρια η φαινομενική απελευθέρωσή της ως γυναίκας συνιστά απαξίωση της γυναικείας οντότητάς, καθώς χρησιμοποιείται από τις ορχήστρες πρωτίστως για τον δελεασμό του αντρικού κοινού με την έκθεση των σωματικών της προσόντων με προκλητικό ενδυματολογικό κώδικα. Ως εκ τούτου, η απελευθέρωση της γυναίκας μέσω του επαγγέλματος της τραγουδίστριας είναι ψευδώνυμη. Γίνεται αντίθετα βορά των επιθετικών ενστίκτων του ανδρικού πολιτισμού και άθυρμα στην αναβίωση της αντρικής αυθαιρεσίας, που διατυπώνονται με την εντολή στην τραγουδίστρια «σήκω απάνω» ή με την απαίτηση να χορέψει μαζί του η τραγουδίστρια.
Η ιστορία λοιπόν της Αλεξάνδρας για τα πάθη της στο πατάρι είμαι μια μαρτυρία για το βίαιο μετασχηματισμό της ελληνικής υπαίθρου που εγκαταλείπει σε λίγα χρόνια ένα μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και πολιτισμικής συμπεριφοράς.
Οι τέσσερις ιστορίες πάνω στις οποίες οργανώνεται το βιβλίο της Κοζιού κλείνουν με την ιστορία της Κατερίνας που ολοκληρώνει την εικόνα του μετασχηματισμού του λαϊκού πολιτισμού. Η τέταρτη ιστορία εστιάζεται στο γάμο και τον γυναικείο χορό, όπως εξελίσσεται στο γαμήλιο γλέντι. Ο γάμος ως μουσικοχορευτικό γλέντι είναι ένας καθρέφτης των αλλαγών και των ρόλων αντρών και γυναικών. Πλέον, η κομπανία αναλαμβάνει να δώσει το ρυθμό και να δείξει στην πράξη τις αλλαγές. Η πλήρης απελευθέρωση των χορευτικών ηθών και των ρόλων προσδίδει στην κομπανία και ειδικά στα κρουστά τη δυνατότητα να μεταβαίνουν ταχύτατα από το δημοτικό τραγούδι στο τσιφτιτέλι, όπου τo γυναικείο σώμα πρωτίστως πρωταγωνιστεί, αψευδής μάρτυρας της αποενοχοποίησης του σώματος που εκπέμπει ερωτισμό, ο οποίος αντανακλά τις αλλαγές όπως καταγράφονται στο ρεπερτόριο της κομπανίας αλλά και στον τρόπο που λικνίζονται τα σώματα στην πίστα.
Εν κατακλείδι, οι τέσσερις ιστορίες δεν είναι ανεξάρτητες.Μπορούν να θεωρηθούν μέρη της ίδιας ιστορίας που λέγονται από διαφορετικά πρόσωπα. Είναι η ιστορία της γυναίκας της υπαίθρου στην Καρδίτσα-και όχι μόνο. Το βιβλίο της Κοζιού είναι σημαντική συνεισφορά στη μελέτη του πολιτισμού και τις κοινωνικές αλλαγές, όπως βιώνονται από τις τέσσερις γυναίκες, πίσω από τις οποίες στοιχίζονται πολλές άλλες παρόμοιες ιστορίες. Υπ’ αυτή την έννοια θέτει σε νέες βάσεις τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού. Επιπλέον, το βιβλίο της Κοζιού είναι μια τομή στη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού στη Θεσσαλία. Ξεφεύγει από τις γνωστές οπτικές. Απελευθερώνει νέες δυνατότητες για μια άλλη ματιά στην τοπική ιστορία-και όχι μόνο.