Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Ντόναλντ Σασούν * Μετάφραση-επιμέλεια: Τάσος Τσακίρογλου,Εμείς στη Δύση και η ηθική τύφλωση,ΕΦΣΥΝ,26.3.16


sasoun

Ντόναλντ ΣασούνΟ Ντόναλντ Σασούν είναι ομότιμος καθηγητής Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου
Οταν μιλάμε σήμερα για βαρβαρότητα, εμείς στη Δύση, στο μυαλό μας έρχονται οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές του είδους της Αλ Κάιντα ή του «Ισλαμικού κράτους».
Σκεφτόμαστε νέους τρομοκράτες που κόβουν τον λαιμό των ανθρώπων προκλητικά μπροστά στην κάμερα με σαδιστική χαρά, καταστρέφουν αρχαία μνημεία με εικονοκλαστική μανία και αναπολούν ένα κατασκευασμένο παρελθόν, δηλαδή ένα αρχαίο χαλιφάτο. Σκεφτόμαστε κάποιους φανατικούς που ρίχνουν τα αεροπλάνα στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη. Σκεφτόμαστε βιασμούς και δολοφονίες.
Το «Ισλαμικό κράτος» δολοφονεί πολύ περισσότερους μουσουλμάνους απ’ ό,τι χριστιανούς, αλλά εμείς, βολεμένοι με ασφάλεια στον πολιτισμό μας, συγκινούμαστε πολύ περισσότερο όταν σκοτώνουν ανθρώπους σαν εμάς, παρά όταν σκοτώνουν κάποιους σαν αυτούς.
Μία μέρα πριν από τη σφαγή στο Παρίσι της 13ης Νοεμβρίου του 2015, δύο βομβιστές αυτοκτονίας του «Ισλαμικού κράτους» δολοφόνησαν 43 ανθρώπους στη Βηρυτό. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι υπήρξε ελάχιστη κάλυψη αυτού του γεγονότος.
Της σφαγής στο Βέλγιο προηγήθηκαν οι φοβερές τρομοκρατικές επιθέσεις στην Τουρκία, χωρίς, αναμφίβολα, η κάλυψή τους να φτάσει την κάλυψη της θηριωδίας στις Βρυξέλλες.
Οι νεκροί στην Τουρκία και στη Βηρυτό δεν προκάλεσαν στη Δύση την ενδοσκόπηση, την αναταραχή, τον σάλο και την οργή που προκάλεσαν τα γεγονότα στο Παρίσι και τώρα στις Βρυξέλλες. Αυτή η ηθική τύφλωση έχει επισημανθεί από τον Ντέιβιντ Χιουμ.
Στην «Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση» σημειώνει: «Συμπονάμε περισσότερο τους όμοιούς μας [τους κοντινούς μας], παρά όσους βρίσκονται μακριά μας. Οσους είναι γνώριμοί μας, παρά τους ξένους». Ωστόσο, προσθέτει αμέσως ότι η ηθική κρίση δεν θα πρέπει να βασίζεται σε τέτοια μη ορθολογικά αισθήματα. Εάν κάτι είναι ηθικό στην Αγγλία, είναι επίσης ηθικό και στην Κίνα.
Στο Κονγκό, την ιδιωτική ιδιοκτησία του βασιλιά Λεοπόλδου του Βελγίου, δέκα εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν ανάμεσα στο 1885 και το 1905 κατά τη συλλογή του καουτσούκ που προοριζόταν για τον πολιτισμένο κόσμο. Πολλά χωριά πυρπολήθηκαν από αποσπάσματα θανάτου που στάλθηκαν για να αναγκάσουν τους χωρικούς να παράγουν περισσότερο καουτσούκ. Ενας ιεραπόστολος ανέφερε ότι είδε τα πτώματα να επιπλέουν στη λίμνη «...με κομμένο το δεξί τους χέρι»
-----------------------------------
Με έναν παράδοξο τρόπο, εμείς στη Δύση θα έπρεπε να αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη για το «Ισλαμικό κράτος», επειδή ενισχύει το αίσθημα της ανωτερότητάς μας και μας κάνει να νιώθουμε περισσότερο πολιτισμένοι απ’ ό,τι στην πραγματικότητα είμαστε. Το «Ισλαμικό κράτος» μάς κάνει να ξεχνάμε το Αουσβιτς, δύο Παγκόσμιους Πολέμους, τα γκουλάγκ, τη σκλαβιά και την αποικιοκρατία.
Μας κάνει να ξεχνάμε (στην πραγματικότητα το έχουμε ήδη ξεχάσει και ούτε οι μαθητές του σχολείου δεν το θυμούνται) τον τεράστιο αριθμό θανάτων στο Κονγκό, την ιδιωτική ιδιοκτησία του βασιλιά Λεοπόλδου του Βελγίου, όπου δέκα εκατομμύρια πέθαναν ανάμεσα στο 1885 και το 1905 κατά τη συλλογή του καουτσούκ που προοριζόταν για τον πολιτισμένο κόσμο.
Αυτή η ιστορία έχει στοιχειοθετηθεί επαρκώς στο βιβλίο του Ανταμ Χότσιλντ «Το φάντασμα του βασιλιά Λεοπόλδου». Πολλοί δολοφονήθηκαν, πέθαναν, βιάστηκαν και βασανίστηκαν, ενώ χωριά πυρπολήθηκαν από αποσπάσματα θανάτου που στάλθηκαν για να αναγκάσουν τους χωρικούς να παράγουν περισσότερο καουτσούκ.
Ενας ιεραπόστολος ανέφερε ότι είδε τα πτώματα να επιπλέουν στη λίμνη «...με κομμένο το δεξί τους χέρι». Τα σπαρτά τους κάηκαν, τα ζώα τους σκοτώθηκαν και ακολούθησε ο λιμός.
Το «Ισλαμικό κράτος» κατέστρεψε αγάλματα και το μεγαλύτερο μέρος του αρχαιολογικού χώρου και Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, της Παλμύρας, ενώ κρεμασμένο ανάμεσα στα ερείπια βρέθηκε το αποκεφαλισμένο και βασανισμένο σώμα του Khaled al-Asaad, του γενναίου αρχαιολόγου που πέρασε τη ζωή του φροντίζοντας την Παλμύρα. Μια άσπρη πινακίδα με κόκκινα γράμματα κρεμόταν από τη μέση του, γράφοντας «αποστάτης».
Μια τέτοια εικονοκλαστική μανία είναι βάρβαρη, ιδιαίτερα με την τρομερή μορφή που έχει πάρει. Ωστόσο, είναι τόσο ξένη στη δυτική Ιστορία; «Εμείς» εφηύραμε αυτή τη μανία, όταν, στη βάση της Δεύτερης Εντολής ενάντια στις «ανάγλυφες εικόνες» (Εξοδος.20), οι Βυζαντινοί εικονοκλάστες κατά τη διάρκεια του 8ου και του 9ου αιώνα κατέστρεφαν τις εικόνες σε εκκλησίες και δημόσια κτίρια.
Αργότερα, κάποια προτεστάντες μεταρρυθμιστές, όπως ο Καλβίνος, έβγαλαν τις εικόνες από τις εκκλησίες.
Οι οπαδοί του «Ισλαμικού κράτους» ονειρεύονται, επίσης, να ξαναφτιάξουν το λεγόμενο χαλιφάτο της Εγγύς Ανατολής (της Ανατολικής Μεσογείου). Θα πρόκειται για ένα ισλαμικό κράτος που θα διοικείται από θρησκευτικές αρχές, υπό τον ανώτατο ηγέτη (χαλίφη), ως διάδοχο του Προφήτη Μωάμεθ. Ακούγεται τρελό, αλλά είναι, επίσης, και πολύ σύγχρονο, πολύ δυτικό.
Ο εθνικισμός του 19ου αιώνα βασιζόταν σε μια «στροφή» προς ένα φανταστικό ή σχεδόν φανταστικό παρελθόν, στο οποίο «ο λαός», οριζόμενος ως ο αληθινός και πραγματικός λαός (αποκλείοντας τους «άλλους»), θα γινόταν τελικά κυρίαρχος της γης του. Αυτό ήταν που οι Ιταλοί και Γερμανοί εθνικιστές ήθελαν τον 19ο αιώνα και αυτό που ανέκαθεν ήθελαν οι κάθε είδους εθνικιστές.
Στην πραγματικότητα, η θρησκευτική ποικιλία του σιωνισμού έχει, κατά ειρωνικό τρόπο, κάτι κοινό με το όνειρο του χαλιφάτου: ήθελε την ανασύσταση της Γης της Επαγγελίας του εβραϊκού λαού, αυτήν που υποσχέθηκε ο Θεός στον Αβραάμ και στον Μωυσή.
Ο κοσμικός σιωνισμός, περιλαμβανομένου του ηγέτη του, Θίοντορ Χερτζλ, ήταν έτοιμος να δεχτεί οποιοδήποτε κομμάτι γης, ακόμα και την Ουγκάντα. Ωστόσο, το όνειρο του θρησκευτικού σιωνισμού έγινε πραγματικότητα κυρίως εξαιτίας της γενοκτονίας των Εβραίων που διεξήχθη από τους πολιτισμένους Γερμανούς.
Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η εκδίωξη μέρους του ντόπιου αραβικού πληθυσμού και της μετατροπής του σε πρόσφυγες.
Αυτά τα διπλά μέτρα και σταθμά δεν αποτελούν βέβαια τη μοναδική αιτία του σημερινού κύματος τρομοκρατίας, αλλά, εάν δεν τα παραδεχτούμε με θάρρος, εμείς στη Δύση, διατρέχουμε τον κίνδυνο να τα ενισχύσουμε ακόμα περισσότερο.
*Ομότιμος καθηγητής Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Το άρθρο αυτό γράφτηκε αποκλειστικά για την «Εφημερίδα των Συντακτών»
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου