Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Ηλίας Κεφάλας: «Τα λιλιπούτεια / Poèmes lilliputiens» κριτική της Ελένης Χωρεάνθη

Από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορούν τα Λιλιπούτεια, μια τρισχαριτωμένη «λιλιπούτεια» δίγλωσση (ελληνικά, γαλλικά) συλλογή ολιγόστιχων ποιημάτων του γνωστού Τρικαλινού ποιητή, πεζογράφου, κριτικού και δοκιμιογράφου Ηλία Κεφάλα. Μοιάζει με πολυεπίπεδο, έξυπνο, αθώο παιγνίδι ποιητικής τράπουλας που ο ποιητής παίζει σε ώρες ραστώνης, ωστόσο και περισυλλογής με την πραγματικότητα, την οποία βιώνει απομονωμένος στο «λιλιπούτειο» βασίλειό του, διαλεγόμενος άλλοτε σιωπηρά κι άλλοτε φανερά με μικρά καθημερινά πράγματα, όπως και με πρόσωπα και καταστάσεις που δημιουργούν οι διανθρώπινες και διαπροσωπικές σχέσεις του περιβάλλοντός του και με εκείνη που βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού του.
Τα «λιλιπούτεια» είναι μικροί πίνακες ζωγραφικής, σχεδιασμένοι με χρώματα και σχήματα που η φύση, η κυκλική, «καμπυλόγραμμη» μούσα του, γυναίκα, πραγματικότητα, η όποια θηλυκή οντότητα προσφέρει καθημερινά στον ποιητή. Είναι, άλλωστε, δηλωτικό των προθέσεών του τόσο το χαρακτηριστικό σχέδιο/κόσμημα του εξωφύλλου, όσο και το πρώτο «λιλιπούτειο» ποίημα της συλλογής στον απόηχο: «Άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον…»
ΧΑΙΡΕ
Χαίρε ω καμπυλόγραμμη
Υψιπετώ μαζί σου
Και φλέγομαι
Επειδή δεν αφήνεις να σβήσει καμία πνοή,
Είναι στιγμές, λαλιές, φωνές, μιλήματα, χρώματα και αρώματα, χαρές και λύπες, οράματα και θάματα που πρόλαβε να αρπάξει από το καθημερινό γίγνεσθαι και να αποτυπώσει με σοφία, ειλικρίνεια και βαθιά γνώση σε ποιητικά μικρά σύνολα απλά, ευανάγνωστα, τρυφερά, συνθέτοντας την «οδύσσεια» της δικής του κάθε μέρας όχι ως διανοούμενος, αλλά ως απλός καθημερινός άνθρωπος ριζωμένος στα άγια χώματα της γης του:
ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Βρέχει αργά και βασανιστικά
Εκατοντάδες άνθρωποι με τα αδιάβροχά τους
Και τις φωνές τους ν’ αχνίζουν σαν κάστανα
Στην πυρωμένη φουφού του λάρυγγά τους
Γεμίζουν την πολύβουη αγορά
Αμέτρητες πολύχρωμες ομπρέλες
Αμέτρητες σκοτεινές μελαγχολίες
Στο σύνολό τους τα διακρίνει τρυφερή, φιλοσοφημένη μελαγχολία, ένας πόνος συγκρατημένος δικός του για την απώλεια της ζωής, για ό,τι χάνεται, για ό,τι χρωστούμενο επιστρέφει στη γη, στο χώμα: «Χους ει…», στον οποίο συμμετέχει και η φύση:
Η ΚΛΑΙΟΥΣΑ ΙΤΙΑ
Η κλαίουσα κρέμασε τα μαλλιά της
Ως τη γη
Λες και ψάχνει
Τον νεκρό πατέρα μου
Πατέρα και για κείνη
Ζώντας την καθημερινή απλή, ζωντανή πραγματικότητα βιώνει τις απλές μικρές γλυκόπικρες αλήθειες της. Κι αυτά τα συναισθήματά του τα μετουσιώνει σε λαγαρή ποίηση με τα στοιχεία που τη ζωοποιούν και της δίνουν πνοή διάρκειας. Προσέχει και αξιοποιεί τις ασήμαντες, φαινομενικά, σημαντικές ωστόσο λεπτομέρειες από την απλή καθημερινότητα των ανθρώπων τής –βουτηγμένης σε συχνή φθινοπωρινή ηδυπάθεια και αισθησιασμό– γης του Μέλιγου Τρικάλων:
ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ
Κάθε φορά που ένας νεκρός ξυπνάει
Απ’ το βαθύ του λήθαργο
Ένα λουλούδι ανθίζει
Στους εγκαταλειμμένους κήπους
Καθένα από τα 140 «λιλιπούτεια» είναι μια μικρή, χαριτωμένη και συχνά γλυκόπικρη ιστορία, που δημιουργεί χαρμολύπη, είναι μια πέρλα στο περιδέραιο των μηνυμάτων που δέχεται ο ποιητής από τον κύκλο της καθημερινής συμβίωσης με τον κόσμο που τον περιβάλλει, ένα ιντερμέδιο στην ποιητική μετάπλαση της λανθάνουσας ποιητικής ευαισθησίας του που μας προτρέπει:
ΠΡΟΤΡΟΠΗ
Παρακαλώ γελάτε
Τα φύλλα θα μας παρασύρουν
Στην κατήφεια του φθινοπώρου
Θα μας εγκλωβίσουν ασφυκτικά
Στη μεγάλη κατωφέρεια
Του χρόνου
Στα Λιλιπούτεια, μιλάει ο ποιητής που γύρισε στον τόπο του ξέροντας «Οι Ιθάκες τι σημαίνουν», μιλάει ο μύστης με την ίδια λαϊκότροπη θυμοσοφία, που θυμίζει τον τρόπο σκέψης ποιητών της βαθιάς Ανατολής και καταλήγει στην αμφιβολία αφήνοντας να αιωρείται στην υγραμένη ποιητική ατμόσφαιρα μια χαρμολύπη ηδυσμένη με την ευωδιά του φρεσκοβρεγμένου χώματος:
ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ
Δεν ξέρω αν ήρθα ή αν έφυγα
Ωστόσο βλέπω τα πόδια μου
Στον δρόμο
Όσοι με βλέπετε στην εικόνα
Τι λέτε επ’ αυτού;
Έρχομαι ή φεύγω;
Εμείς τι λέμε «επ’ αυτού»; Θαρρώ πως όλοι σταματάμε στο ερωτηματικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου