ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΧΑΡΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ "Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858 - 2008" εκδ. "Αλεξάνδρεια"

https://rproject.gr/article/hari-athanasiadi-ta-aposyrthenta-vivlia
Σπεύ­δω εξαρ­χής να εστιά­σω στο πιο εντυ­πω­σια­κό κατά τη γνώμη μου εύ­ρη­μα της έρευ­νας του συγ­γρα­φέα, πα­ρό­λο που δεν αφορά το βα­σι­κό του αντι­κεί­με­νο, τα σχο­λι­κά εγ­χει­ρί­δια που απο­σύρ­θη­καν σχε­δόν άμεσα υπό το βάρος πο­λι­τι­κών πιέ­σε­ων, αλλά ένα ανα­γνω­στι­κό που δι­δα­σκό­ταν χωρίς πρό­βλη­μα επί 40 χρό­νια, από το 1862 μέχρι το 1901, στους μα­θη­τές των ελ­λη­νι­κών δη­μο­τι­κών σχο­λεί­ων και του Βα­σι­λεί­ου της Ελ­λά­δας αλλά και της δια­σπο­ράς. Το βι­βλίο αυτό σκό­πι­μα το πα­ρα­θέ­τει και το ανα­λύ­ει αντι­στι­κτι­κά ο συγ­γρα­φέ­ας, γιατί επα­λη­θεύ­ει το βα­σι­κό ερ­μη­νευ­τι­κό του σχήμα για τα απο­συρ­θέ­ντα βι­βλία.
Το βι­βλίο είναι ο «Γε­ρο­στά­θης» του Λέ­ο­ντα Μελά, ενός δια­κε­κρι­μέ­νου μέ­λους της ελ­λη­νι­κής δια­νό­η­σης στα χρό­νια του Όθωνα, Κα­θη­γη­τή Ποι­νι­κού Δι­καί­ου και ει­ση­γη­τή του Συ­ντάγ­μα­τος του 1844, αφού προη­γου­μέ­νως είχε πάρει ενερ­γό μέρος στην εξέ­γερ­ση του Σε­πτέμ­βρη του 1843. Υπόψη ότι ο Λέων Μελάς έγρα­ψε τον «Γε­ρο­στά­θη» πολύ αρ­γό­τε­ρα, αφού είχε απο­συρ­θεί από το δη­μό­σιο βίο και είχε με­τα­κο­μί­σει στη Μασ­σα­λία. Ο χώρος και ο χρό­νος της δρά­σης του βι­βλί­ου είναι μια μικρή κω­μό­πο­λη κοντά στα Γιάν­νε­να, θα μπο­ρού­σε λ.χ. να είναι η Ζίτσα, στη διάρ­κεια των χρό­νων 1819 και 1820, στα τε­λευ­ταία δη­λα­δή χρό­νια της κυ­ριαρ­χί­ας του Αλή Πασά. Η δομή του βι­βλί­ου απο­τε­λεί­ται από κα­θη­με­ρι­νές ιστο­ρί­ες, που αφη­γεί­ται ο ίδιος ο Γε­ρο­στά­θης σε μα­θη­τές του Δη­μο­τι­κού Σχο­λεί­ου με στόχο τη δια­παι­δα­γώ­γη­σή τους και τις αντλεί κυ­ρί­ως από την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή Ιστο­ρία.
Με τα ση­με­ρι­νά δε­δο­μέ­να είναι ει­λι­κρι­νά απί­στευ­το, τί δι­δά­σκο­νταν οι μα­θη­τές της πα­λιάς Ελ­λά­δας, που υπεν­θυ­μί­ζω ότι έφτα­νε μέχρι τον Άρα­χθο και τον Πη­νειό, για την σχέση της αρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας με τις ελ­λη­νι­κές πό­λεις. Αν έγρα­φε τα ίδια ένα ση­με­ρι­νό σχο­λι­κό βι­βλίο, θα είχε αναμ­φί­βο­λα καεί στην πυρά μαζί με τον συγ­γρα­φέα του. Και για να μη σας κρα­τάω σε αγω­νία, σας δια­βά­ζω το σχε­τι­κό από­σπα­σμα της πρώ­της έκ­δο­σης του «Γε­ρο­στά­θη» : «Εις την μάχην της Χαι­ρω­νεί­ας ετάφη ζώσα η αυ­το­νο­μία της Ελ­λά­δος και αυτή τα­πει­νω­θεί­σα κα­τέ­στη Μα­κε­δο­νι­κή επαρ­χία». Δη­λα­δή η σχο­λι­κή Ιστο­ρία, που ασφα­λώς αντα­να­κλού­σε την επί­ση­μη κρα­τι­κή άποψη της επο­χής, θε­ω­ρού­σε τους Μα­κε­δό­νες κα­τα­κτη­τές όπως και τους Ρω­μαί­ους και σε κάθε πε­ρί­πτω­ση όχι Έλ­λη­νες. Βλέ­πε­τε δεν είχε αρ­χί­σει ακόμα η διεκ­δί­κη­ση της Οθω­μα­νι­κής Μα­κε­δο­νί­ας από το Ελ­λη­νι­κό Βα­σί­λειο ούτε είχε επι­κρα­τή­σει το ιστο­ρι­κό σχήμα του Πα­παρ­ρη­γό­που­λου, για το οποίο θα μι­λή­σου­με και στη συ­νέ­χεια.
Στο εύ­ρη­μα του Αθα­να­σιά­δη προ­σθέ­τω ότι, όπως έχει τεκ­μη­ριώ­σει η ιστο­ρι­κή έρευ­να (εν­δει­κτι­κάhttp://​www.​iospress.​gr/​ios2005/​ios20050605.​htm), αρ­χι­κά η ελ­λη­νι­κή προ­πα­γάν­δα προς τη σλα­βό­φω­νη πλειο­ψη­φία της Οθω­μα­νι­κής Μα­κε­δο­νί­ας, προ­κει­μέ­νου να αντι­με­τω­πί­σει το γλωσ­σι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα της αντί­πα­λης βουλ­γα­ρι­κής, είχε συ­μπυ­κνω­θεί στη γραμ­μή «Εσείς δεν είστε Βούλ­γα­ροι, είστε κάτι άλλο, είστε Μα­κε­δό­νες»! Δη­λα­δή, όσο κα­τα­σκευα­σμέ­νη είναι η επί­ση­μη Ιστο­ρία της γει­το­νι­κής μας Δη­μο­κρα­τί­ας, και μά­λι­στα με την ελ­λη­νι­κή συμ­βο­λή στα πρώ­ϊ­μα στά­δια, άλλο τόσο είναι και η ελ­λη­νι­κή. Προ­σέξ­τε, δεν ανα­φέ­ρο­μαι στην ουσία του προ­βλή­μα­τος, για την οποία ο κα­θέ­νας μπο­ρεί να έχει την άποψή του, ανα­φέ­ρο­μαι σ’ αυτό που ονο­μά­ζε­ται «ιδε­ο­λο­γι­κή χρήση της Ιστο­ρί­ας» ανά­λο­γα με τις επο­χές και τις επι­διώ­ξεις του εκά­στο­τε πα­ρό­ντος. Το προ­φα­νές πο­λι­τι­κό συ­μπέ­ρα­σμα βε­βαί­ως είναι ότι, αν η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία ήταν λίγο πε­ρισ­σό­τε­ρο υπο­ψια­σμέ­νη, λίγο πε­ρισ­σό­τε­ρο κοι­νω­νός των δε­δο­μέ­νων της ιστο­ρι­κής έρευ­νας, ίσως να ήταν και πο­λι­τι­κά πιο ψύ­χραι­μη, λι­γό­τε­ρο από­λυ­τη, λι­γό­τε­ρο πρό­θυ­μη να πα­ρα­δο­θεί στην εθνι­κι­στι­κή δη­μα­γω­γία.
Αυτή είναι μια βα­σι­κή χρη­σι­μό­τη­τα του βι­βλί­ου του Χάρη Αθα­να­σιά­δη. Όπως και ο ίδιος επι­ση­μαί­νει, ενώ στο επί­πε­δο της ακα­δη­μαϊ­κής ιστο­ρι­κής έρευ­νας οι Έλ­λη­νες ιστο­ρι­κοί τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες έχουν κάνει άλ­μα­τα στην ανα­σύν­θε­ση του πα­ρελ­θό­ντος με νέους όρους  και ερ­γα­λεία, η δη­μό­σια Ιστο­ρία, δηλ. οι κυ­ρί­αρ­χες αφη­γή­σεις για το πα­ρελ­θόν, και, κάτω από το βάρος της δη­μό­σιας, και η σχο­λι­κή Ιστο­ρία αδυ­να­τούν να αφο­μοιώ­σουν τις κα­τα­κτή­σεις αυτές, γιατί προ­σκρού­ουν σε λο­γι­κές και νο­ο­τρο­πί­ες πα­γιω­μέ­νες επί δε­κα­ε­τί­ες και στους πο­λί­τες αλλά κυ­ρί­ως στους ιδε­ο­λο­γι­κούς μη­χα­νι­σμούς, που δια­μορ­φώ­νουν τις νο­ο­τρο­πί­ες. Όπως το είχε θέσει με ακρί­βεια και ο προ­σω­πι­κός σύμ­βου­λος του πρώην Πρω­θυ­πουρ­γού Α. Σα­μα­ρά και πάλαι ποτέ αρι­στε­ρός Χρύ­σαν­θος Λα­ζα­ρί­δης «στα πα­νε­πι­στή­μια η έρευ­να της Ιστο­ρί­ας έχει στόχο την ανα­κά­λυ­ψη της αλή­θειας, στα σχο­λεία όμως η δι­δα­σκα­λία της έχει άλλο στόχο : να δη­μιουρ­γή­σει φρό­νη­μα». Φρό­νη­μα ενα­ντί­ον αλή­θειας λοι­πόν. Κι ας έχει πει ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός, ένας κατ’ εξο­χήν εκ­φρα­στής της εθνι­κής ιδέας πως «εθνι­κό είναι ό,τι είναι αλη­θι­νό» - ας υπεν­θυ­μί­σω ότι και ένας κο­ρυ­φαί­ος μαρ­ξι­στής δια­νοη­τής, ο Γκράμ­σι, τον οποίο θα θυ­μη­θού­με και στη συ­νέ­χεια, έχει υπο­στη­ρί­ξει ότι «η αλή­θεια είναι πάντα επα­να­στα­τι­κή».
Και πώς δια­μορ­φώ­νε­ται λοι­πόν το εθνι­κό φρό­νη­μα ; Κατά πρώτο και κύριο λόγο με τη θε­ω­ρία του Πα­παρ­ρη­γό­που­λου, το ιστο­ρι­κό σχήμα της αδιά­σπα­στης και ηρω­ϊ­κής συ­νέ­χειας του ελ­λη­νι­κού έθνους επί 3.000 χρό­νια και της άρ­νη­σης σύν­δε­σης του εθνι­κού φαι­νο­μέ­νου με την άνοδο της αστι­κής τάξης. Είναι μά­λι­στα εν­δια­φέ­ρον ότι ο ίδιος ο Πα­παρ­ρη­γό­που­λος είχε από­λυ­τη συ­νεί­δη­ση του χα­ρα­κτή­ρα του εγ­χει­ρή­μα­τός του και το 1886 γρά­φει ότι «τα έθνη δη­μιουρ­γού­σι την Ιστο­ρί­αν ουχί η Ιστο­ρία τα έθνη». Φυ­σι­κά, εκτός από τη βα­σι­κή θε­ω­ρία το φρό­νη­μα απαι­τεί και τα απα­ραί­τη­τα συ­μπλη­ρώ­μα­τα, την ενό­τη­τα Ελ­λη­νι­σμού & Ορ­θο­δο­ξί­ας, το σχήμα «Πα­τρίς – Θρη­σκεία – οι­κο­γέ­νεια» κλπ.
Επι­στρέ­φω για λίγο στον «Γε­ρο­στά­θη», για να επι­ση­μά­νω ότι ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας του ήδη «είχε βάλει νερό στο κρασί του», λ.χ. ενώ αντι­με­τώ­πι­ζε τον Φί­λιπ­πο ως μη Έλ­λη­να, ο γυιός του ο Αλέ­ξαν­δρος αίφ­νης πα­ρου­σια­ζό­ταν ως ο αρ­χη­γός των Ελ­λή­νων. Με τη στα­δια­κή ωστό­σο επι­κρά­τη­ση της θε­ω­ρί­ας του Πα­παρ­ρη­γό­που­λου στη δη­μό­σια ιστο­ρία, ο Λέων Μελάς έκανε και ορι­σμέ­νες άλλες προ­σθή­κες, ώστε να κα­λυ­φθούν τα κενά της «συ­νέ­χειας». Βε­βαί­ως εξα­κο­λού­θη­σε να απου­σιά­ζει από το βι­βλίο ο ρόλος της εκ­κλη­σί­ας, τα κρυφά σχο­λειά κλπ. – θυ­μί­ζω ότι το βι­βλίο γρά­φτη­κε πριν από την απο­κα­τά­στα­ση των σχέ­σε­ων με­τα­ξύ ελ­λη­νι­κού κρά­τους και ελ­λα­δι­κής εκ­κλη­σί­ας. Ο «Γε­ρο­στά­θης», με­τα­γλωτ­τι­σμέ­νος στη δη­μο­τι­κή αλλά και ιδε­ο­λο­γι­κά «διορ­θω­μέ­νος», συ­νέ­χι­σε να κυ­κλο­φο­ρεί ως τις μέρες μας, έχω μά­λι­στα μαζί μου την έκ­δο­ση του 1951 και πι­στεύω ότι θα πα­ρου­σί­α­ζε εν­δια­φέ­ρον για τον Αθα­να­σιά­δη η σύ­γκρι­σή της με τις εκ­δό­σεις του 19ου αιώνα.
Συ­νε­χί­ζω με το κύριο αντι­κεί­με­νο του βι­βλί­ου, τα 4 δι­δα­κτι­κά βι­βλία, που απο­σύρ­θη­καν από τα σχο­λεία, αφού προ­κά­λε­σαν έντο­νες εκ­παι­δευ­τι­κές και κυ­ρί­ως πο­λι­τι­κές δια­μά­χες. Θα τα πα­ρου­σιά­σω με χρο­νο­λο­γι­κή σειρά και όχι με την αντί­στρο­φη σειρά του συγ­γρα­φέα, καθώς εκ­κι­νεί από την επι­και­ρό­τη­τα, από την πρό­σφα­τη δια­μά­χη για το βι­βλίο Ιστο­ρί­ας, σχη­μα­τι­κά το βι­βλίο «Ρε­πού­ση», και πη­γαί­νει ψά­χνο­ντας προς τα πίσω, μας μπά­ζει δη­λα­δή στην «κου­ζί­να του ιστο­ρι­κού», στον τρόπο με τον οποίο δέ­χτη­κε το πρώτο ερέ­θι­σμα και στη συ­νέ­χεια μα­γεί­ρε­ψε, ορ­γά­νω­σε δηλ. και συ­στη­μα­το­ποί­η­σε την έρευ­νά του.
Τα απο­συρ­θέ­ντα βι­βλία κατά χρο­νο­λο­γι­κή σειρά είναι :
- Τα «Ψηλά Βουνά», το ανα­γνω­στι­κό της Γ’ Δη­μο­τι­κού, που γρά­φτη­κε από τον λο­γο­τέ­χνη Ζα­χα­ρία Πα­πα­ντω­νί­ου και αφη­γού­ταν τα συλ­λο­γι­κά βιώ­μα­τα μιάς ομά­δας παι­διών της πόλης, που είχαν πάει κα­τα­σκή­νω­ση στο βουνό. Επρό­κει­το για το ανα­γνω­στι­κό - σύμ­βο­λο της εκ­παι­δευ­τι­κής με­ταρ­ρύθ­μι­σης της κυ­βέρ­νη­σης Βε­νι­ζέ­λου στο γλωσ­σι­κό και στο παι­δα­γω­γι­κό και στο ιδε­ο­λο­γι­κό επί­πε­δο, κυ­κλο­φό­ρη­σε στα σχο­λεία τον Ια­νουά­ριο του 1919, ύστε­ρα από την επί­θε­ση που δέ­χτη­κε, τρο­πο­ποι­ή­θη­κε σε κά­ποια κρί­σι­μα ση­μεία τον Οκτώ­βριο του ίδιου χρό­νου και απο­σύρ­θη­κε ορι­στι­κά το Νο­έμ­βριο του 1920. Η έντο­νη πο­λε­μι­κή ενα­ντί­ον του το χα­ρα­κτή­ρι­σε «μπολ­σε­βι­κι­κό» και «άθεο», επει­δή δεν δί­δα­σκε στους μα­θη­τές ούτε πα­τρί­δα ούτε θρη­σκεία ούτε οι­κο­γέ­νεια. Σή­με­ρα ίσως αυτή η πο­λε­μι­κή να μας φαί­νε­ται ανό­η­τη και ξε­πε­ρα­σμέ­νη, ακούω μά­λι­στα κα­θη­με­ρι­νά στην τη­λε­ό­ρα­ση τη δια­φή­μι­ση μιας θε­α­τρι­κής πα­ρά­στα­σης, που έχει δια­σκευά­σει το βι­βλίο, και το πα­ρου­σιά­ζει ως «το βι­βλίο που αγα­πή­θη­κε από όλους τους Έλ­λη­νες», η αλή­θεια όμως είναι ότι στην εποχή του μι­σή­θη­κε από ένα με­γά­λο κομ­μά­τι εξί­σου πολύ, όπως εξάλ­λου και οι υπό­λοι­πες προ­σπά­θειες εκ­παι­δευ­τι­κής τομής.
- Το δεύ­τε­ρο βι­βλίο είναι το εγ­χει­ρί­διο για τους μα­θη­τές της Β΄Γυ­μνα­σί­ου με τίτλο «Ρω­μαϊ­κή και Με­σαιω­νι­κή Ιστο­ρία», που έγρα­ψε ο φι­λό­λο­γος Κώ­στας Κα­λο­και­ρι­νός στα πλαί­σια της εκ­παι­δευ­τι­κής με­ταρ­ρύθ­μι­σης της κυ­βέρ­νη­σης της Ένω­σης Κέ­ντρου υπό τον Γε­ώρ­γιο Πα­παν­δρέ­ου, δια­νε­μή­θη­κε στα σχο­λεία τον Σε­πτέμ­βριο του 1965 και απο­σύρ­θη­κε δύο μήνες αρ­γό­τε­ρα. Στην πε­ρί­πτω­ση αυτή η δια­μά­χη εστιά­σθη­κε στο ότι ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σπά­θη­σε να υπο­νο­μεύ­σει «έμ­με­σα» τη συ­νέ­χεια του Ελ­λη­νι­σμού, αντι­με­τώ­πι­σε με θε­τι­κό τρόπο τους προ­αιώ­νιους εχθρούς του και κυ­ρί­ως τους βαλ­κά­νιους γεί­το­νες, όπως το με­σαιω­νι­κό σερ­βι­κό κρά­τος του Στέ­φα­νου Ντου­σάν και το βουλ­γα­ρι­κό βα­σί­λειο και κυ­ρί­ως υπο­νό­μευ­σε την ενό­τη­τα του έθνους, επει­δή ει­σή­γα­γε το μαρ­ξι­στι­κό σχήμα της «πάλης των τά­ξε­ων» στην ερ­μη­νεία των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων στα χρό­νια της Βυ­ζα­ντι­νής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Ένα με­γά­λο μέρος της επί­θε­σης αφιε­ρώ­θη­κε στη χρήση του όρου «ρω­μαϊ­κή», αντί «βυ­ζα­ντι­νής», στον τίτλο, θε­ω­ρώ­ντας άνευ ση­μα­σί­ας βε­βαί­ως ότι στην εποχή τους οι Βυ­ζα­ντι­νοί αυ­το­κρά­το­ρες χρη­σι­μο­ποιού­σαν για τον εαυτό τους τον τίτλο «Ρω­μαί­οι».
- Το τρίτο βι­βλίο είναι η «Ιστο­ρία του νε­ό­τε­ρου και σύγ­χρο­νου κό­σμου», που συ­νέ­γρα­ψε, ως εγ­χει­ρί­διο για την Γ΄ Λυ­κεί­ου, ομάδα 12 ιστο­ρι­κών υπό την επο­πτεία του Πα­νε­πι­στη­μια­κού Γιώρ­γου Κόκ­κι­νου και συ­μπε­ρι­λάμ­βα­νε αρ­κε­τές και­νο­το­μί­ες συμ­βα­τές με τις σύγ­χρο­νες ιστο­ρι­κές τά­σεις (σύν­δε­ση της ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρί­ας με την ευ­ρύ­τε­ρη ευ­ρω­παϊ­κή, άνοιγ­μα στην Κοι­νω­νι­κή Ιστο­ρία και την Ιστο­ρία των Ιδεών). Το βι­βλίο είχε εγκρι­θεί από το 1999, είχε μόλις τυ­πω­θεί τον Απρί­λιο του 2002, επρό­κει­το να δια­νε­μη­θεί στα σχο­λεία τον Σε­πτέμ­βριο, αυτή όμως η δια­νο­μή δεν έγινε ποτέ, καθώς ο τότε Υπουρ­γός Παι­δεί­ας της κυ­βέρ­νη­σης Ση­μί­τη, ο Πέ­τρος Ευ­θυ­μί­ου, διέ­τα­ξε την από­συρ­ση του βι­βλί­ου και μά­λι­στα τη­λε­φω­νι­κά από την Κίνα, όπου βρι­σκό­ταν για επί­ση­μη επί­σκε­ψη. Η αιτία της σπου­δής του Υπουρ­γού ήταν η έκ­φρα­ση δυ­σα­ρέ­σκειας από τον Κύ­πριο συ­νά­δελ­φό του επει­δή στο εγ­χει­ρί­διο ανα­γρα­φό­ταν ότι «η ΕΟΚΑ του Στρα­τη­γού Γρίβα πρό­βαλ­λε έναν κοι­νω­νι­κά υπερ­συ­ντη­ρη­τι­κό εθνι­κι­σμό». Η «δυ­σα­ρέ­σκεια» αυτή δια­πέ­ρα­σε και το δη­μό­σιο διά­λο­γο στην Ελ­λά­δα, που επα­κο­λού­θη­σε με έντα­ση για το βι­βλίο, οι επι­κρι­τές του επι­κέ­ντρω­σαν τα βέλη τους στο ότι δυ­σφη­μεί­ται το «αντι­στα­σια­κό πνεύ­μα» του ελ­λη­νι­κού έθνους ενώ δεν έλει­ψαν και οι συ­σχε­τι­σμοί με το υπό εκ­κό­λα­ψη τότε Σχέ­διο Ανάν. Βε­βαί­ως, όπως εκτι­μά­ει και ο Χάρης, υπήρ­χαν και άλλα «ολι­σθη­ρά» ση­μεία, όπως η χρήση του όρου «δω­σί­λο­γοι» για πρώτη φορά σε ελ­λη­νι­κό σχο­λι­κό βι­βλίο, που μάλ­λον βά­ρυ­ναν στην τε­λι­κή από­φα­ση του Υπουρ­γού.
- Και τέλος το πιο πρό­σφα­το κρού­σμα αφορά το βι­βλίο της Ιστο­ρί­ας της ΣΤ΄Δη­μο­τι­κού «Στα νε­ό­τε­ρα και σύγ­χρο­να χρό­νια», το γνω­στό και ως «βι­βλίο Ρε­πού­ση», αν και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η Κα­θη­γή­τρια του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Μαρία Ρε­πού­ση ήταν η συ­ντο­νί­στρια μιας 4με­λούς ομά­δας ιστο­ρι­κών, το πό­νη­μα των οποί­ων είχε προ­κρι­θεί από το Παι­δα­γω­γι­κό Ιν­στι­τού­το, τον αρ­μό­διο κρα­τι­κό φορέα για την επι­λο­γή των σχο­λι­κών βι­βλί­ων, ύστε­ρα από προ­κή­ρυ­ξη που έγινε το 2003, επί κυ­βερ­νή­σε­ως Ση­μί­τη. Το βι­βλίο δια­νε­μή­θη­κε το 2006, επί κυ­βερ­νή­σε­ως Κα­ρα­μαν­λή, και απο­σύρ­θη­κε αμέ­σως μετά από τις εκλο­γές του 2007 από την ίδια κυ­βέρ­νη­ση, αφού προη­γου­μέ­νως είχε προ­κα­λέ­σει την πο­λι­τι­κή κα­τα­βα­ρά­θρω­ση και της ίδιας της Υπουρ­γού Παι­δεί­ας Μα­ριέτ­τας Γιαν­νά­κου αλλά και την εκτό­ξευ­ση του κόμ­μα­τος ΛΑΟΣ του Κα­ρα­τζα­φέ­ρη στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο. Ου­δείς εκ των πο­λε­μί­ων ασχο­λή­θη­κε με τις παι­δα­γω­γι­κές και­νο­το­μί­ες του βι­βλί­ου, δηλ. τη συ­γκρι­τι­κή πα­ρά­θε­ση ενός σύ­ντο­μου ιστο­ρι­κού πλαι­σί­ου και πολ­λών και δια­φο­ρε­τι­κών πηγών, αλλά αφιέ­ρω­σαν όλη την προ­σπά­θειά τους ενα­ντί­ον του βι­βλί­ου σε 3 βα­σι­κά ση­μεία α) ότι πε­ριο­ρί­ζει σε όγκο την εξι­στό­ρη­ση των ηρω­ϊ­κών στιγ­μών του ελ­λη­νι­σμού από τη μια και από την άλλη απο­κρύ­πτει τις διώ­ξεις και τα βά­σα­να που υπέ­στη (με κο­ρυ­φαίο ασφα­λώς πα­ρά­δειγ­μα τον πε­ρι­βό­η­το «συ­νω­στι­σμό στο λι­μά­νι της Σμύρ­νης»), δηλ. αφή­νει ανα­ξιο­ποί­η­τα τα πιο χρή­σι­μα ερ­γα­λεία για την εθνι­κή συ­σπεί­ρω­ση, τη «δόξα» και το «πέν­θος», όπως επι­ση­μαί­νει ο συγ­γρα­φέ­ας β) ότι απο­δο­μεί τη σχέση ελ­λη­νι­σμού και ορ­θο­δο­ξί­ας, αγνο­ώ­ντας λ.χ. το «Κρυφό Σχο­λειό», το οποίο πα­ρε­μπι­πτό­ντως έχει τεκ­μη­ριω­θεί, από τον Άλκη Αγ­γέ­λου και άλ­λους, ότι δεν υπήρ­ξε ποτέ, και βε­βαί­ως γ) ότι υπο­νο­μεύ­ει την εθνι­κή ταυ­τό­τη­τα, την ιδιο­προ­σω­πία και το αντι­στα­σια­κό πνεύ­μα του ελ­λη­νι­κού έθνους και ευ­θυ­γραμ­μί­ζε­ται με τη «νέα τάξη» και την «πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση».
Θέλω να σταθώ λίγο πε­ρισ­σό­τε­ρο σ’ αυτή την τε­λευ­ταία δια­μά­χη, μιας και είναι ακόμα νωπή στη μνήμη μας, και να προ­σθέ­σω δύο ακόμη επι­ση­μάν­σεις του συγ­γρα­φέα : Η πρώτη είναι ότι η πνευ­μα­τι­κή ιδιο­κτη­σία της έκ­φρα­σης «συ­νω­στι­σμός» δεν ανή­κει στην ομάδα Ρε­πού­ση. Πρό­κει­ται για αυ­τού­σια με­τα­φο­ρά από το βι­βλίο του Ρί­τσαρντ Κλογκ «Συ­νο­πτι­κή Ιστο­ρία της Ελ­λά­δας 1770 – 1990», το οποίο ου­δέ­πο­τε προ­κά­λε­σε την πα­ρα­μι­κρή αντί­δρα­ση, όταν κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1995 στην Ελ­λά­δα. Και εάν η έκ­φρα­ση αυτή συ­νι­στού­σε υπο­τί­μη­ση της βίας, που υπέ­στη ο ελ­λη­νι­κός πλη­θυ­σμός της Σμύρ­νης, που όντως συ­νι­στού­σε, θα είχε άραγε πι­θα­νό­τη­τα να γίνει δεκτό ένα εγ­χει­ρί­διο, που θα απο­κα­θι­στού­σε μεν αυτή τη διά­στα­ση δεν θα πα­ρέ­λει­πε όμως να ανα­φερ­θεί στις ανά­λο­γες βιαιό­τη­τες, που διέ­πρα­ξε ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός στη Μικρά Ασία ;
Ακόμα όμως και αν οι επι­κρί­σεις βρή­καν ερεί­σμα­τα στο πε­ριε­χό­με­νο του βι­βλί­ου, πα­ρα­τη­ρεί ο Αθα­να­σιά­δης, η έντα­ση της πο­λε­μι­κής ήταν ασύμ­με­τρα έντο­νη και δεν μπο­ρού­σε να αφορά το πα­ρελ­θόν αλλά το παρόν. Πράγ­μα­τι, οι συ­σχε­τι­σμοί που έκα­ναν οι αντί­πα­λοι του βι­βλί­ου με την εξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή της χώρας, με τις ελ­λη­νο­τουρ­κι­κές σχέ­σεις και με την προ­σπά­θεια απο­δό­μη­σης των εθνι­κών ταυ­το­τή­των χάριν της αμε­ρι­κα­νι­κής ηγε­μο­νί­ας πεί­θουν ότι το βι­βλίο δεν πο­λε­μή­θη­κε τόσο το πε­ριε­χό­με­νό του αλλά για το συ­νω­μο­τι­κό σχέ­διο, που θε­ω­ρή­θη­κε ότι υπη­ρε­τεί.
Η τρίτη επι­σή­μαν­ση είναι δική μου : Είχα και εξα­κο­λου­θώ να έχω πολ­λές αντιρ­ρή­σεις για τις το­πο­θε­τή­σεις της κ. Ρε­πού­ση, όπως και πολ­λών άλλων, στη δια­μά­χη της τε­λευ­ταί­ας 5ε­τί­ας για τα ελ­λη­νι­κά Πα­νε­πι­στή­μια. Όμως ο δη­μό­σιος επι­κρι­τι­κός λόγος ενα­ντί­ον της σχε­δόν ποτέ δεν εστί­α­σε στις το­πο­θε­τή­σεις αυτές αλλά στο «αν­θελ­λη­νι­κό» βι­βλίο. Θεωρώ επο­μέ­νως ζή­τη­μα στοι­χειώ­δους εντι­μό­τη­τας, όταν κά­ποιος χρη­σι­μο­ποιεί υπο­τι­μη­τι­κά το όνομα «Ρε­πού­ση», πα­ράλ­λη­λα να εξη­γεί τί ακρι­βώς της κα­τα­λο­γί­ζει.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας όλες τις πα­ρα­πά­νω πε­ρι­πτώ­σεις, η βα­σι­κή ερ­μη­νευ­τι­κή θέση του Αθα­να­σιά­δη, την οποία και υπο­στη­ρί­ζει κατά την άποψή μου πει­στι­κά, είναι ότι το σχήμα του Πα­παρ­ρη­γό­που­λου, δηλ. για να λέμε τα πράγ­μα­τα με το όνομά τους το σχήμα της εθνι­κι­στι­κής αντί­λη­ψης για την ελ­λη­νι­κή Ιστο­ρία, από το 1894, οπότε και επι­κρά­τη­σε στην εκ­παί­δευ­ση, μέχρι και σή­με­ρα απο­τε­λεί τον ιερό κα­νό­να της σχο­λι­κής Ιστο­ρί­ας. Κάθε από­κλι­ση από τον κα­νό­να αυτό, μικρή ή με­γά­λη, οδή­γη­σε τους τολ­μη­ρούς συγ­γρα­φείς σε ναρ­κο­πέ­διο, προ­κά­λε­σε την έντο­νη αντί­δρα­ση του ελ­λη­νι­κού εθνι­κι­σμού, γέν­νη­σε ανε­λέ­η­τους συμ­βο­λι­κούς πο­λέ­μους, που όλοι ανε­ξαι­ρέ­τως είχαν το ίδιο απο­τέ­λε­σμα, τη συ­ντρι­πτι­κή ήττα των ανα­θε­ω­ρη­τι­κών εγ­χει­ρη­μά­των. Ασφα­λώς κάθε δια­μά­χη έχει τις δικές της ιδιο­μορ­φί­ες ανά­λο­γα με την πε­ρί­ο­δο, στην οποία εκτυ­λί­χθη­κε, εμ­φα­νί­ζει και διά­φο­ρα συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά επί­δι­κα (λ.χ. στις δύο πρώ­τες πε­ρι­πτώ­σεις από­συρ­σης, εκτός από το εθνι­κό, υπήρ­χε η πα­ράλ­λη­λη δια­μά­χη για το γλωσ­σι­κό ζή­τη­μα, που έθε­σαν οι εκ­παι­δευ­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις), πα­ρου­σιά­ζει με­τα­κι­νή­σεις των στρα­το­πέ­δων, όμως η κυ­ρί­αρ­χη αντί­θε­ση, αυτή η οποία και έκρι­νε τε­λι­κά την έκ­βα­ση ΟΛΩΝ αυτών των αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων, ήταν η πα­ρέκ­κλι­ση από τον βα­θειά εν­σω­μα­τω­μέ­νο και πα­γιω­μέ­νο κα­νό­να του Πα­παρ­ρη­γό­που­λου.
Πέρα όμως από το κε­ντρι­κό δια­κύ­βευ­μα, τί­θε­ται το ερώ­τη­μα αν εντο­πί­ζο­νται και άλλα κοινά ση­μεία σ’ αυτές τις δια­μά­χες. Ίσως να είναι κάπως αυ­θαί­ρε­το να υπο­στη­ρί­ξου­με μια τυ­πο­λο­γία της από­συρ­σης σχο­λι­κών εγ­χει­ρι­δί­ων στη νε­ό­τε­ρη Ελ­λά­δα, οι ανα­λο­γί­ες ωστό­σο με­τα­ξύ των πε­ρι­πτώ­σε­ων, που έχει με­λε­τή­σει ο συγ­γρα­φέ­ας, είναι αρ­κε­τές και ση­μα­ντι­κές :
Το πρώτο ση­μείο, που πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον, είναι οι πο­λι­τι­κές συ­γκυ­ρί­ες της κυ­κλο­φο­ρί­ας των απο­συρ­θέ­ντων βι­βλί­ων. Ενώ κατά κα­νό­να απο­φα­σί­στη­καν, ανα­τέ­θη­καν και γρά­φτη­καν σε πε­ριό­δους πο­λι­τι­κών τομών, όταν τα εκ­παι­δευ­τι­κά δια­κυ­βεύ­μα­τα συ­να­ντή­θη­καν με γε­νι­κό­τε­ρα προ­ο­δευ­τι­κά πο­λι­τι­κά αι­τή­μα­τα (υπεν­θυ­μί­ζω τις εκ­παι­δευ­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις, που επι­χεί­ρη­σαν οι κυ­βερ­νή­σεις Βε­νι­ζέ­λου και Γ. Πα­παν­δρέ­ου, και τα οπωσ­δή­πο­τε πιο πε­ριο­ρι­σμέ­να ανοίγ­μα­τα της κυ­βέρ­νη­σης Ση­μί­τη λ.χ. στο ζή­τη­μα των ταυ­το­τή­των), στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δια­νε­μή­θη­καν ή εκτυ­πώ­θη­καν για δια­νο­μή στα σχο­λεία υπό δια­φο­ρε­τι­κό κυ­βερ­νη­τι­κό κα­θε­στώς (από φι­λο­βα­σι­λι­κή κυ­βέρ­νη­ση τα «Ψηλά Βουνά», από κυ­βέρ­νη­ση απο­στα­τών το βι­βλίο του Κα­λο­και­ρι­νού, από την ίδια κυ­βέρ­νη­ση Ση­μί­τη αλλά με δια­φο­ρε­τι­κό Υπουρ­γό Παι­δεί­ας η Ιστο­ρία του Κόκ­κι­νου και από κυ­βέρ­νη­ση ΝΔ το βι­βλίο της Ρε­πού­ση). Συ­νε­πώς ένα πρώτο κοινό στοι­χείο που ανα­δει­κνύ­ε­ται, είναι οι επελ­θού­σες στο με­τα­ξύ αλ­λα­γές των πο­λι­τι­κών συ­σχε­τι­σμών, ως ένα βαθμό και ως απο­τέ­λε­σμα αυτής κα­θε­αυ­τής της δια­μά­χης για τα βι­βλία, και η αντί­στοι­χη επι­δεί­νω­ση του πο­λι­τι­κού κλί­μα­τος για τους συγ­γρα­φείς και τους υπο­στη­ρι­κτές των βι­βλί­ων.
Το δεύ­τε­ρο ση­μείο, που πρέ­πει να προ­σέ­ξου­με, είναι η σύν­θε­ση και η δυ­να­μι­κή των αντί­πα­λων στρα­το­πέ­δων σε κάθε δια­μά­χη. Ενώ, σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις, το στρα­τό­πε­δο των υπο­στη­ρι­κτών των βι­βλί­ων πε­ρι­λάμ­βα­νε δια­νο­ού­με­νους υψη­λού κύ­ρους (τα «Ψηλά Βουνά» τον Γληνό, τον Δελ­μού­ζο, τον Πα­λα­μά, το με­τέ­πει­τα στέ­λε­χος του ΚΚΕ Δη­μη­τρά­το και πολ­λούς ακόμα, η Ιστο­ρία του Κα­λο­και­ρι­νού τον Πα­πα­νού­τσο και τον Κα­κρι­δή, το βι­βλίο του Κόκ­κι­νου την συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των δια­νο­ού­με­νων της Κυ­πρια­κής Αρι­στε­ράς και η Ιστο­ρία της Ρε­πού­ση τη με­γά­λη πλειο­ψη­φία των Ελ­λή­νων ιστο­ρι­κών επι­στη­μό­νων) εν τού­τοις το στρα­τό­πε­δο των αντι­πά­λων εκτός από την υπο­στή­ρι­ξη των εκά­στο­τε δε­ξιών πο­λι­τι­κών κομ­μά­των ή συ­ντη­ρη­τι­κών θε­σμών, όπως η Εκ­κλη­σία και η Ακα­δη­μία Αθη­νών, κέρ­δι­σε κάτι ακόμα πιο ση­μα­ντι­κό : τη μάχη της Κοι­νής Γνώ­μης. Η Κοινή Γνώμη, όπως δια­μορ­φώ­νε­ται από πο­λι­τι­κές και πο­λι­τι­στι­κές ηγε­σί­ες, από το­πι­κούς θε­σμούς, από τα Μέσα Ενη­μέ­ρω­σης και πλέον και το Δια­δί­κτυο, όλα αυτά χωρίς κατά κα­νό­να επι­στη­μο­νι­κές αξιώ­σεις αλλά με λαϊκή διεισ­δυ­τι­κό­τη­τα και ικα­νό­τη­τα να κι­νη­το­ποιούν το συ­ναί­σθη­μα υπέρ των ήδη δια­μορ­φω­μέ­νων κοι­νών τόπων.
Και τα κοινά στοι­χεία συ­νε­χί­ζο­νται : Ενώ η πλευ­ρά των πο­λε­μί­ων ήταν κατά κα­νό­να αρ­ρα­γής και στις 4 πε­ρι­πτώ­σεις και συ­σπεί­ρω­σε, με ελά­χι­στες εξαι­ρέ­σεις, το σύ­νο­λο του συ­ντη­ρη­τι­κού κό­σμου, στον αντί­πο­δα το προ­ο­δευ­τι­κό (με ή χωρίς ει­σα­γω­γι­κά) στρα­τό­πε­δο πα­ρου­σί­α­σε κρί­σι­μες διαρ­ρο­ές, που προ­σχώ­ρη­σαν στο αντί­πα­λο. Στα «Ψηλά Βουνά» ήταν η Γα­λά­τεια Κα­ζαν­τζά­κη και η Πη­νε­λό­πη Δέλτα, στην Ιστο­ρία του Κα­λο­και­ρι­νού οι πρώην μαρ­ξι­στές Σάβ­βας Κων­στα­ντό­που­λος και Θε­ο­φύ­λα­κτος Πα­πα­κων­στα­ντί­νου - στη συ­νέ­χεια στα­διο­δρό­μη­σαν και οι δύο ως ορ­γα­νι­κοί δια­νο­ού­με­νοι και στε­λέ­χη της χού­ντας-, στο βι­βλίο του Κόκ­κι­νου ο επί­σης προ­ερ­χό­με­νος από την Αρι­στε­ρά Κα­ρα­μπε­λιάς και το πε­ριο­δι­κό «Άρδην» ενώ σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση κρί­σι­μη ήταν και η δη­μό­σια σιωπή του ΚΚΕ και τέλος στην πε­ρί­πτω­ση Ρε­πού­ση ενα­ντί­ον του βι­βλί­ου τά­χθη­κε και το ΚΚΕ και το «πα­τριω­τι­κό» ΠΑΣΟΚ και επί­σης ένα μικρό μέρος του τότε ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ αλλά από την άλλη η πλειο­ψη­φία των ορ­γα­νώ­σε­ων της εξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κής Αρι­στε­ράς.
Τέλος αυτοί οι συ­γκε­κρι­μέ­νοι συ­σχε­τι­σμοί, που ήταν σαφώς δυ­σμε­νέ­στε­ροι από τους γε­νι­κούς πο­λι­τι­κούς, ανά­γκα­σαν τους υπο­στη­ρι­κτές των βι­βλί­ων σε αμυ­ντι­κή στάση, με­ρι­κές φορές ακόμα και σε δη­μό­σια ου­δε­τε­ρό­τη­τα, και συχνά σε τα­κτι­κές απά­ντη­σης όχι στο κύριο αλλά στα δευ­τε­ρεύ­ο­ντα, δηλ. «πέ­ταγ­μα της μπά­λας στην εξέ­δρα». Λ.χ. στην επί­θε­ση της Γα­λά­τειας Κα­ζαν­τζά­κη οι υπο­στη­ρι­κτές απέ­δω­σαν ιδιο­τέ­λεια επει­δή είχαν απορ­ρι­φθεί τα δικά της βι­βλία, και ο Δελ­μού­ζος το 1919 και ο Πα­πα­νού­τσος το 1965 ισχυ­ρί­στη­καν ότι ο πραγ­μα­τι­κός στό­χος της επί­θε­σης είναι η δη­μο­τι­κή γλώσ­σα, στις σύγ­χρο­νες δια­μά­χες προ­βλή­θη­καν οι παι­δα­γω­γι­κές αρε­τές των βι­βλί­ων κλπ. Εν ολί­γοις λίγες ήταν οι φορές, που οι υπο­στη­ρι­κτές των βι­βλί­ων τόλ­μη­σαν να αντι­πα­ρα­τε­θούν ευ­θέ­ως στον κα­νό­να του Πα­παρ­ρη­γό­που­λου. Αυτή η τε­λευ­ταία δια­πί­στω­ση μας οδη­γεί πίσω στον Αντό­νιο Γκράμ­σι και στην έν­νοια της «ηγε­μο­νί­ας». Όπως συ­νο­ψί­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας, το στρα­τό­πε­δο των πο­λε­μί­ων κέρ­δι­σε σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις την ιδε­ο­λο­γι­κή ηγε­μο­νία στη δη­μό­σια σφαί­ρα, πράγ­μα που οδή­γη­σε και στην επι­κρά­τη­ση στο επί­πε­δο των διοι­κη­τι­κών απο­φά­σε­ων αλλά και στην εμπέ­δω­ση του κα­νό­να στα βι­βλία, που αντι­κα­τέ­στη­σαν τα απο­συρ­θέ­ντα.
Το ερευ­νη­τι­κό υπό­βα­θρο του βι­βλί­ου, που κι­νεί­ται στο πεδίο των επι­στη­μο­νι­κών εξει­δι­κεύ­σε­ων του συγ­γρα­φέα, είναι αυτό που θα πε­ρι­μέ­να­με, όσοι γνω­ρί­ζου­με καλά τον Χάρη Αθα­να­σιά­δη : Εξα­ντλη­τι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση με έντυ­πα και βι­βλία της επο­χής, δια­νοη­τι­κός κά­μα­τος πίσω από κάθε έν­νοια και δια­σταύ­ρω­ση πίσω από κάθε στοι­χείο και ακόμα προ­σπά­θεια εξή­γη­σης και έντι­μης πα­ρου­σί­α­σης των επι­χει­ρη­μά­των και των δύο πλευ­ρών της κάθε δια­μά­χης. Ο ίδιος προ­σω­πι­κά δεν είναι ου­δέ­τε­ρος ακο­λου­θεί όμως ευ­λα­βι­κά τον κα­νό­να του αεί­μνη­στου Φί­λιπ­που Ηλιού ότι «τον ιστο­ρι­κό τον θέλει η επι­στή­μη του «άπολι», νη­φά­λιο και απρο­κα­τά­λη­πτο με­λε­τη­τή των πραγ­μα­τι­κο­τή­των», που οφεί­λει επαγ­γελ­μα­τι­σμό, επι­στη­μο­νι­κή αυ­στη­ρό­τη­τα και στάση κρι­τι­κού πα­ρα­τη­ρη­τή. Θα πι­στώ­σω όμως στο βι­βλίο ακόμα μια ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη : το άμεσο και κα­τα­νοη­τό γρά­ψι­μο (θα τολ­μού­σα να το χα­ρα­κτη­ρί­σω «δη­μο­σιο­γρα­φι­κό» από την άποψη της γε­νι­κής απεύ­θυν­σης), τις δό­σεις χιού­μορ, όπου χρειά­ζο­νται, και γε­νι­κά την αφο­μοί­ω­ση της αρχής ότι ο καλός ιστο­ρι­κός είναι πάντα και καλός πα­ρα­μυ­θάς, γνω­ρί­ζει δη­λα­δή και πώς να αφη­γη­θεί μια ιστο­ρία (εν προ­κει­μέ­νω με ι μικρό).
Οι τε­λευ­ταί­ες μου σκέ­ψεις εκτεί­νο­νται πέραν του βι­βλί­ου και αφο­ρούν το χάσμα με­τα­ξύ ακα­δη­μαϊ­κής και δη­μό­σιας - και επο­μέ­νως και σχο­λι­κής - Ιστο­ρί­ας στη ση­με­ρι­νή Ελ­λά­δα. Την απά­ντη­ση δη­λα­δή στο ερώ­τη­μα, πώς δη­λα­δή οι σύγ­χρο­νες κα­τα­κτή­σεις της ιστο­ρι­κής επι­στή­μης θα βγουν από το στενό κλοιό των Πα­νε­πι­στη­μί­ων και των επι­στη­μο­νι­κών συ­νε­δρί­ων, πώς η Ιστο­ρία ως ανοι­χτή «γνώση» και όχι ως κλει­στή «ταυ­τό­τη­τα» θα γίνει κτήμα της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, πώς θα αντι­στρα­φεί η ση­με­ρι­νή ει­κό­να της άγνοιας και της δη­μα­γω­γί­ας. Και δεν εννοώ μόνο τη με­γά­λη εμ­βέ­λεια των ακρο­δε­ξιών τη­λε-πλα­σιέ τύπου Λια­κό­που­λου και Άδωνι Γε­ωρ­γιά­δη αλλά και στην επιρ­ροή των λε­γό­με­νων «σο­βα­ρών» εθνι­κι­στών (δα­νεί­ζο­μαι τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό από τη «σο­βα­ρή» Χρυσή Αυγή), ένα ζή­τη­μα, που δεν αφορά μόνο το πα­ρελ­θόν αλλά, κατά τα προ­ε­κτε­θέ­ντα, εξί­σου το παρόν και το μέλ­λον.
Ίσως εδώ να μας είναι ακόμη πιο χρή­σι­μη η κλη­ρο­νο­μιά του Φί­λιπ­που Ηλιού. Σας υπεν­θυ­μί­ζω ότι ο Ηλιού ήταν από τους πρώ­τους, που διέ­γνω­σε το 1992 πως η ελ­λη­νι­κή στάση απέ­να­ντι στη Γιου­γκο­σλα­βι­κή Δη­μο­κρα­τία της Μα­κε­δο­νί­ας δεν ήταν ένα απλό ζή­τη­μα εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ, που θα επι­δρού­σε στις αξίες, στον ιδε­ο­λο­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό και στον χα­ρα­κτή­ρα της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, που άλ­λα­ξε τε­λι­κά σε με­γά­λο βαθμό την βα­σι­κή πηγή ανα­φο­ράς και νο­μι­μο­ποί­η­σης της με­τα­πο­λί­τευ­σης, αντι­κα­θι­στώ­ντας τον «λαό» με το «έθνος», που έφτα­σε στο ση­μείο όχι μόνο να δια­σύ­ρει αλλά ακόμα και να ποι­νι­κο­ποι­ή­σει την αντί­θε­τη άποψη. Ο Ηλιού, συν­δυά­ζο­ντας ιδα­νι­κά την επι­στη­μο­νι­κή αμε­ρο­λη­ψία με την πο­λι­τι­κή με­ρο­λη­ψία και στρά­τευ­ση και ακο­λου­θώ­ντας πιστά το πρό­ταγ­μα «όποιος θέλει να είναι αντι-εθνι­κι­στής αντι­πα­λεύ­ει πρώτα τον εθνι­κι­σμό της δικής του χώρας και όχι των γει­το­νι­κών», πρω­το­στά­τη­σε στην υπο­γρα­φή του πε­ρί­φη­μου κει­μέ­νου των «169» δια­νο­ου­μέ­νων, που απο­τέ­λε­σε το πρώτο ανά­χω­μα στην εθνι­κι­στι­κή υστε­ρία της επο­χής εκεί­νης.
Οι πιο πολ­λοί/ές σ’ αυτή την αί­θου­σα δεν γνω­ρί­ζε­τε ίσως ότι το κεί­με­νο αυτό το έχου­με υπο­γρά­ψει και οι δύο ση­με­ρι­νοί πα­ρου­σια­στές του βι­βλί­ου, ότι στα Γιάν­νε­να διορ­γα­νώ­θη­κε μια από τις πρώ­τες, ίσως και η πρώτη δη­μό­σια αντι-εθνι­κι­στι­κή εκ­δή­λω­ση τον Απρί­λιο του 1992, ότι όσοι το υπο­γρά­ψα­με πλη­ρώ­σα­με το τί­μη­μα των προ­σω­πι­κών επι­θέ­σε­ων και ότι στα Γιάν­νε­να διευ­ρύ­να­με τον κύκλο των υπο­στη­ρι­κτών του κει­μέ­νου με ένα δεύ­τε­ρο κύμα δη­μό­σιων υπο­γρα­φών.
Νο­μί­ζω ότι αυτό το προη­γού­με­νο δεί­χνει το δρόμο για την κοι­νω­νι­κή ευ­θύ­νη των επι­στη­μό­νων, των ιστο­ρι­κών - αλλά όχι μόνο αυτών. Στις μέρες μας, που η αντι­ρα­τσι­στι­κή νο­μο­θε­σία χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να διω­χθεί ποι­νι­κά ο Κα­θη­γη­τής Ρί­χτερ για τις από­ψεις του, ανε­ξάρ­τη­τα αν κά­ποιος συμ­φω­νεί ή δια­φω­νεί μαζί του, αλλά όχι και ο Αμ­βρό­σιος Κα­λα­βρύ­των για τις δη­μό­σιες ύβρεις του, που το «εθνι­κό σπορ του δια­συρ­μού» γνω­ρί­ζει νέες μέρες δόξας, που η κα­τα­σκευή της σύγ­χρο­νης εθνι­κο­φρο­σύ­νης περ­νά­ει μέσα από τον απα­ξιω­τι­κό χα­ρα­κτη­ρι­σμό «εθνο­μη­δε­νι­στές» (ή μήπως τε­λι­κά αυτός ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός δεν είναι και τόσο νέος αλλά έρ­χε­ται από το σκο­τει­νό πα­ρελ­θόν της πα­λιάς εθνι­κο­φρο­σύ­νης ;), η μόνη απά­ντη­ση δεν μπο­ρεί παρά να είναι η τεκ­μη­ριω­μέ­νη κα­τάρ­ρι­ψη ανορ­θο­λο­γι­κών μύθων και στε­ρε­ο­τύ­πων, η εκλαϊ­κευ­ση της ιστο­ρι­κής γνώ­σης ακόμα και με δη­μό­σια μα­θή­μα­τα εκτός Πα­νε­πι­στη­μί­ου, και εν κα­τα­κλεί­δι η διεκ­δί­κη­ση δη­μό­σιας φωνής και δη­μό­σιου ρόλου από τους Έλ­λη­νες ιστο­ρι­κούς. Το βι­βλίο του Χάρη Αθα­να­σιά­δη αντα­πο­κρί­νε­ται, και με το πα­ρα­πά­νω, στις ανά­γκες αυτές !