Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Μ.Γ. Μερακλής, Ένα εύστοχο παράδειγμα. Ευάγγελος Αυδίκος, «Οδός Οφθαλμιατρείου», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 2019


Το νέο βι­βλίο του Ευαγ­γέ­λου Αυ­δί­κου αντα­πο­κρί­νε­ται στους όρους του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, όπως δη­λώ­νο­νται, με την ικα­νό­τη­τα της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας να πλά­θει συν­θε­τι­κές λέ­ξεις. Αντι­κα­τα­στά­θη­κε ο αρ­χι­κά ευ­ρω­παϊ­κός όρος roman, που σε εμάς του­λά­χι­στον δεν σή­μαι­νε κά­τι ιδιαί­τε­ρο. Η ελ­λη­νι­κή ονο­μα­σία του μεί­ζο­νος αυ­τού εί­δους της πε­ζο­γρα­φι­κής λο­γο­τε­χνί­ας πε­ρι­λαμ­βά­νει και την εν μέ­ρει μυ­θι­κή διά­στα­ση της ιστο­ρί­ας. Έτσι εξη­γεί­ται και ο τί­τλος που έδω­σε ο Σε­φέ­ρης σε μιαν από τις πρώ­τες συλ­λο­γές του: «Μυ­θι­στό­ρη­μα» (1935).    
Το μυ­θι­στό­ρη­μα του Αυ­δί­κου πε­ριέ­χει εμ­φα­ντι­κά, όπως θα δει ο ανα­γνώ­στης, τη μυ­θι­κή διά­στα­ση, με την εξι­στό­ρη­ση του βί­ου μα­ζί με το έρ­γο (κα­τε­ξο­χήν την ποί­η­ση) του Κώ­στα Κρυ­στάλ­λη, ο οποί­ος έφυ­γε με­τά από μια στε­ρη­μέ­νη, με αβά­στα­χτη φτώ­χεια και κλο­νι­σμέ­νη υγεία βρα­χύ­βια ζωή του (πέ­θα­νε στα 26 χρό­νια του). Αστοί πνευ­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι της Αθή­νας, εντε­λώς ανί­δε­οι για τον ιδε­ά­ζο­ντα πλού­το του τό­τε αγρο­τι­κού πο­λι­τι­σμού, που εκεί­νος εί­χε δυ­να­τά βιώ­σει, τον εί­δαν αφ’ υψη­λού και τον αγνό­η­σαν ή, χει­ρό­τε­ρα, ευ­τέ­λι­σαν τη συ­νει­σφο­ρά του στη λο­γο­τε­χνία μας (ακραίο πα­ρά­δειγ­μα υπήρ­ξε ο κα­θη­γη­τής της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας Γιάν­νης Απο­στο­λά­κης, που πέ­τα­ξε τον Πα­λα­μά και τον Κάλ­βο στον κά­λα­θο των αχρή­στων!.)
Ο Αυ­δί­κος έχει το άξιο επαί­νου θάρ­ρος να χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον Κρυ­στάλ­λη «σπου­δαίο δη­μιουρ­γό» και το δη­λώ­νει με­τά λό­γου γνώ­σε­ως, για­τί γνώ­ρι­σε, πράγ­μα­τι, την ει­λι­κρι­νή, εν­δό­μυ­χη φυ­σιο­λα­τρία του. Και με βά­ση αυ­τή, αλ­λά συγ­χρό­νως και με μια σχε­δόν εξα­ντλη­τι­κή ανα­δί­φη­ση στις πη­γές, έγρα­ψε την πα­ρού­σα βιο­γρα­φία, συ­μπλη­ρω­μέ­νη, όπως εί­πα, με «μύ­θο». αυ­τός συ­νί­στα­ται εδώ σε προ­ε­κτά­σεις εσω­τε­ρι­κών δια­θέ­σε­ων και αντι­δρά­σε­ων του Κρυ­στάλ­λη. Οι προ­ε­κτά­σεις αυ­τές κα­τέ­λη­ξαν και σε προ­σω­πο­ποι­ή­σεις. Μία από αυ­τές εί­ναι του Κρυστ, Κριστ, Χρή­στος, που εί­ναι εγκα­τε­στη­μέ­νος οι­κο­γε­νεια­κά στην Αμε­ρι­κή, που απο­φα­σί­ζει να έλ­θει στην Ελ­λά­δα να ασχο­λη­θεί με τον… Κρυ­στάλ­λη, ολο­κλη­ρώ­νο­ντας τη δια­τρι­βή του με το να με­λε­τή­σει και να πει τώ­ρα όλα, όσα πριν από ενά­μι­ση αιώ­να δεν εί­χε προ­λά­βει να πει.

Ο Κρυ­στάλ­λης αφι­κνεί­ται στην Αθή­να το 1888 , όπου εί­χε κα­τα­φύ­γει με­τά τη δη­μο­σιο­ποι­η­μέ­νη ποι­η­τι­κή σύν­θε­σή του για την Ελ­λά­δα «Αι Σκιαί του Άδου», αφού οι Τούρ­κοι ζη­τού­σαν τη σύλ­λη­ψη και τι­μω­ρία του. Ανα­γκά­στη­κε να δου­λεύ­ει για ένα κομ­μά­τι ψω­μί κά­τω από σκλη­ρές συν­θή­κες, που οδή­γη­σαν το αδύ­να­το σε αντο­χές σώ­μα πο­λύ γρή­γο­ρα στο θά­να­το. Πο­λύ του εί­χε κο­στί­σει και η απο­γο­ή­τευ­σή του από αν­θρώ­πους, που πολ­λά του εί­χαν υπο­σχε­θεί, αλ­λά δεν τή­ρη­σαν κα­μία κα­μιάν υπό­σχε­ση.
Η αφή­γη­ση αρ­χί­ζει να υφαί­νε­ται από την πρώ­τη στιγ­μή της άφι­ξής του στην Ελ­λά­δα, με πλή­θος πε­ρι­στα­τι­κών και προ­σώ­πων που ανά­γο­νται στην επο­χή του δεύ­τε­ρου μέ­ρους του 19ου αιώ­να, ενώ ο εξα­με­ρι­κα­νι­σμέ­νος Κρυστ, μο­λο­νό­τι αντι­στέ­κε­ται μέ­σα του ο ψυ­χι­σμός ο ίδιος του Κρυ­στάλ­λη, με­τα­φέ­ρει τον αντί­στοι­χο πο­λι­τι­σμό των δι­κών του χρό­νων. Χρη­σι­μο­ποιεί το με­τρό στις με­τα­κι­νή­σεις του, γρά­φει με το κο­μπιού­τερ και όλα τα άλ­λα. Εί­ναι στιγ­μές που οι δύο «κουλ­τού­ρες» τεί­νουν να προ­κα­λέ­σουν ένα πα­ρά­ξε­νο γλωσ­σι­κό και γε­νι­κό­τε­ρα πο­λι­τι­σμι­κό ανα­κά­τε­μα, όμως ο Αυ­δί­κος με την τε­χνι­κή του το με­τα­τρέ­πει σ’ ένα εναρ­μο­νι­σμέ­νο όλο. Γρά­φει ο ίδιος σ’ ένα ση­μείο, πως με αυ­τό ανα­με­τρά­ται το πα­ρα­στρα­τη­μέ­νο πα­ρελ­θόν με το μέλ­λον.
Βέ­βαια δεν θέ­λει σαν ψευ­δο­μά­ντης να προ­φη­τεύ­σει και το μέλ­λον πα­ρα­στρα­τη­μέ­νο. Από στοι­χεία εντού­τοις, που ο προ­σε­κτι­κός ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να εντο­πί­σει στο έρ­γο, μπο­ρεί, νο­μί­ζω, να υπο­λο­γί­ζει κι αυ­τό τέ­τοιο (ή και χει­ρό­τε­ρο). Σκέ­πτε­ται ο πα­λαιός Κρυ­στάλ­λης, αλ­λά και ο νέ­ος (που όμως φυ­λά­ει μέ­σα του και τον πα­λαιό, προ­σφυώς εφαρ­μό­ζε­ται εδώ το αρ­χαίο σχή­μα «εν διά δυοίν»): « Νιώ­θω να χο­ρεύ­ουν οι φω­νές. Δεν μπο­ρώ να ησυ­χά­σω. Μπερ­δεύ­ο­νται η μία με την άλ­λη, σαν τους ρα­διο­φω­νι­κούς σταθ­μούς που διεκ­δι­κούν την ίδια συ­χνό­τη­τα. Να ’ναι η αγω­νία μου να μά­θω; Να συ­νε­χί­σω αυ­τό που άφη­σα στη μέ­ση; Μα­κα­ρί­ζω όσους πρό­λα­βαν να ακού­σουν».
Λί­γες γραμ­μές πιο κά­τω βρί­σκω κι έναν προει­κα­σμό, από το πα­ρελ­θόν, του μέλ­λο­ντος: «Κοι­τά­ζω τους Κα­λαρ­ρύ­τες και το Συρ­ρά­κο. Σαν προ­σευ­χή ση­κώ­νε­ται ο κα­πνός και σαν κα­πνός από κα­μέ­νο σπί­τι, χρό­νια, που χρό­νια όλοι έχουν φύ­γει κι αυ­τό κα­πνί­ζει μο­να­χό του». Οι Κα­λαρ­ρύ­τες, το Συρ­ρά­κο, ο κα­πνός, το κα­μέ­νο σπί­τι, η φυ­γή, όλες αυ­τές οι λέ­ξεις έχουν κι έναν ευ­ρύ­τα­το συμ­βο­λι­σμό ανα­φο­ράς στο σύγ­χρο­νο πο­λι­τι­σμό.
Στο βι­βλίο εμ­φα­νί­ζο­νται πρό­σω­πα γυ­ναι­κών, κο­ρί­τσια, όπως τα εί­χε αγα­πή­σει και πο­λύ τα εί­χε φα­ντα­στεί ο Κρυ­στάλ­λης- και στα όνει­ρά του. Νο­μί­ζω πως στο θέ­μα αυ­τό των γυ­ναι­κών, απλω­μέ­νο σε με­γά­λη έκτα­ση, απα­ντά­ται και η πιο με­γά­λη σχέ­ση του «μύ­θου» με την «ιστο­ρία».
Η Φω­τει­νή γρά­φει σε επι­στο­λή της στον Κρυστ, μό­νο σ’ αυ­τόν, κι έχει ση­μα­σία, κα­θώς μπο­ρεί να του λέ­ει και τα εξής: «Εί­χε κολ­λή­σει πά­νω μου, σα χαλ­κο­μα­νία, το μπλου­ζά­κι που φο­ρού­σα, ένα με τη σάρ­κα .Ήθε­λα να εί­σαι μα­ζί μου, να πέ­σουν οι παλ­μοί μου».
Ο μύ­θος, το μυ­θι­κό στοι­χείο, πε­ρι­λαμ­βά­νει δο­μι­κά και το στοι­χείο της με­τα­φο­ράς. Από το συμ­βο­λι­κό η σκέ­ψη με­τα­φέ­ρε­ται στο πραγ­μα­τι­κό, που μπο­ρεί να εί­ναι και πε­ρισ­σό­τε­ρα από ένα, ανά­λο­γα με τις ερ­μη­νεί­ες που εί­ναι δυ­να­τό να δί­νο­νται..

Η «Οδός Οφθαλ­μια­τρεί­ου» εί­ναι δυ­να­τό να υπο­δη­λώ­νει και τη σύ­γκρι­ση δύο πο­λι­τι­σμών: του πα­ρελ­θό­ντος και του πα­ρό­ντος πο­λι­τι­σμού. «Αλ­λά­ζουν οι επο­χές». Αλ­λά υπάρ­χουν και αλ­λα­γές απα­τη­λές. Δεν εί­ναι πα­ρά πα­ραλ­λα­γές μί­ας και μό­νο επο­χής, πε­ρι­πλε­κό­με­νης σε μια δει­νή αντι­νο­μία που προ­κα­λεί η τε­ρά­στια ανά­πτυ­ξη της τε­χνο­λο­γί­ας και η προϊ­ού­σα πνευ­μα­τι­κή υπα­νά­πτυ­ξη.
Την αλ­λα­γή αυ­τή υφί­στα­ται και η ποί­η­ση (με την ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοια της λο­γο­τε­χνί­ας), πε­λα­γω­μέ­νη σε στρυφ­νούς, στε­γνούς, εγκε­φα­λι­κούς τρό­πους δια­τύ­πω­σης των νοη­μά­των. Οι αυ­το­ε­παι­ρό­με­νοι ως μο­ντέρ­νοι και προ­ο­δευ­τι­κοί απα­ξιώ­νουν τους «ελάσ­σο­νες» του πα­ρελ­θό­ντος. Ο Αυ­δί­κος συ­νι­στά ως σκό­πι­μη την κα­λό­πι­στη ανα­θε­ώ­ρη­ση των βια­στι­κά απα­ξιω­μέ­νων προ­γε­νέ­στε­ρων δη­μιουρ­γών, μ’ ένα εύ­στο­χο, εξαι­ρε­τι­κά με­λε­τη­μέ­νο και καλ­λι­τε­χνι­κά πλα­σμέ­νο πα­ρά­δειγ­μα.



Ο Κ. ΚΡΥ­ΣΤΑΛ­ΛΗΣ ΣΤΟΝ «ΧΑΡ­ΤΗ»]

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου