Ουδέν κακόν αμιγές καλού, λέγανε οι παλιοί. Ηγουν, και μέσα στη μαυρίλα και τη σαπίλα μπορεί να βρει κάποιος και κάτι καλό. Μου συμβαίνει συχνά μέσα στον καιρό της πανδημίας. Της χρωστάω το ότι συνεχίζω να περιφέρομαι στους αγροτικούς δρόμους. Ομως, σε μια τέτοια περιήγηση καραδοκεί ο συνειρμός. Το μυαλό δεν είναι GPS για να προγραμματιστεί. Στα χωράφια οι ντοματιές και οι αγγουριές υψώνονται στητές, δεμένες με σπάγκο από την οροφή ή από άλλα σταθερά σημεία. Ο καρπός έχει γίνει σαν μια παιδική γροθιά, έχει κιτρινοροδίσει. Κάθε χρόνο όμως, η ψυχή των ντοματοπαραγωγών πάει κι έρχεται στην Κούλουρη. Σκιάζονται τις πολυποίκιλες ασθένειες που εμφανίζονται. Μαραγκιάζουν. Αν είχαν στόμα, οι ντοματιές θα μπορούσαν να ανιστορήσουν τα δικά τους παθήματα. Τις αρρώστιες που πολλαπλασιάστηκαν. Να μιλήσουν για τον δικό τους κορονοϊό. Την αρρώστια «τούτα» που θερίζει τον καρπό. Που ματώνει τις προσδοκίες των παραγωγών.
Μπροστά μου δυο θερμοκήπια. Ενα παλιό, με σιδερένιες βέργες καμωμένο, κι ένα άλλο, σύγχρονο. Το πρώτο μού θύμισε το ξεκίνημα των κηπευτικών στην Πρέβεζα. Ρίχτηκαν όλοι και όλες στη νέα δουλειά. Κι ας ήταν άμαθοι. Δεν χρειάζονταν πολλά. Μερικά στρέμματα, κάποιες φορές κι ένα στενό οικόπεδο. Ενα φτηνό νάιλον, διάθεση κι εργατικά χέρια. Πρωτίστως χρειαζόταν φλόγα στα μάτια. Για μια δουλειά που θα τους έβγαζε από την εργασιακή επισφάλεια. Από τη φτώχεια.
Μέσα σε μία νύχτα οι τσοπαναραίοι γινήκανε ντοματοπαραγωγοί. Εμαθαν τα φάρμακα. Το φυταρμόνι έγινε η προέκταση των γυναικείων χεριών. Να γονιμοποιούν τα άνθη και να μειδιούν στη σκέψη της προίκας που θα τους βοηθούσε να βγούνε από τούτη τη δουλειά. Στην αρχή δεν το πίστευαν. Λάθος του καθρέφτη θα ήταν. Το δέρμα τους άρχισε να γίνεται σταρένιο. Εχασε τη φρεσκάδα του. Σκλήρυνε το πρόσωπο, τα μάτια θόλωσαν.
Το θερμοκήπιο ήταν εκεί. Το παλιό. Δίπλα του το καινούργιο. Η τεχνολογία της εποχής μας. Με όλες τις ανέσεις. Ψηλό, στέρεο, με χώρους για άνετη κυκλοφορία, με μηχανήματα για τον ψεκασμό. Με ερκοντίσιον. Με μετανάστες και πρόσφυγες για εργατικό προσωπικό. Κι όμως. Οι αρρώστιες θερίζουν.
Τι σου είναι ο συνειρμός! Οι κοινωνίες μας μοιάζουν με θερμοκήπια. Κάναμε σπίτια εντυπωσιακά, αυτοματοποιήσαμε τα πάντα. Βελτιώσαμε τις συνθήκες ζωής. Και κάποια στιγμή έρχεται η ανθρώπινη «τούτα αμπσολούτα» και υπενθυμίζει ότι πήραμε τη ζωή μας λάθος. Υπερτιμήσαμε την τεχνολογία. Κάναμε τον τόπο μας ένα απέραντο θερμοκήπιο. Με φάρμακα. Με πλαστικά. Με τη μόλυνση των νερών. Καίγοντας τα δάση. Για να υψώσουμε σπίτια.
Ευτυχείς μες στην οικονομική μας ευμάρεια, πιστέψαμε στον ένθεο άνθρωπο. Και τότε έρχεται η δραματική συνειδητοποίηση της αδυναμίας του. Νιώθει αιχμάλωτος, ο άνθρωπος, του κόσμου που δημιούργησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου