Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Χρ. Δ. Αντωνίου Μνήμη Κώστα Κρυστάλλη: Δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού ή προσωπική ποίηση;6 Αυγούστου 2022, periou.gr

 


Χρ. Δ. Αντωνίου Μνήμη Κώστα Κρυστάλλη: Δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού ή προσωπική ποίηση;

Χρήστος Αντωνίου - 


Κρατώ στα χέρια μου τα  «Άπαντα—Ποίηση, Πεζός Λόγος, Μελετήματα, Γράμματα» του Κώστα Κρυστάλλη, με Εισαγωγή, κατάταξη, σχόλια του Κ. Πορφύρη, των Εκδόσεων Αυλός, χ.χ. Είναι η Πέμπτη κατά σειρά έκδοση των «Απάντων» του Ηπειρώτη ποιητή και γενικότερα λογοτέχνη και σε πολλά βασίζεται, όπως εισαγωγικά μας πληροφορεί ο Πορφύρης, στις προηγούμενες εκδόσεις των «Απάντων», αλλά είναι εμπλουτισμένη με άρθρα και άλλα κείμενα που δεν συμπεριλαμβάνονται στις προηγούμενες εκδόσεις. Απ’ αυτή την έκδοση ξαναδιαβάζω τα ποιήματα του Κρυστάλλη, κυρίως τα «Αγροτικά» και τα ποιήματα της συλλογής «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης». Δεν έχω μαζί μου, εδώ στην Κέρκυρα, άλλα βιβλία για τον Κρυστάλλη εκτός από το «Αφιέρωμα» της Νέας Εστίας στον Κώστα Κρυστάλλη, με επιμέλεια του Ευάγγελου Αυδίκου, που τυχαία πήρα μαζί μου για τις διακοπές, και τον 9ο τόμο της Βασικής Βιβλιοθήκης, που αποτελεί αφιερωματικό τόμο στον Κ. Κρυστάλλη και τον Χρ. Χρηστοβασίλη (Εκδ. Αετός, Α.Ε., 1954), επιμέλεια Λ.Ι. Βρανούση). Τον τόμο αυτόν ανακάλυψα μαζί με την παραπάνω έκδοση των «Απάντων» στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, όπου φιλοξενούμαι. Ίσως θα μου χρειάζονταν και μερικά ακόμη βιβλία και περισσότερος χρόνος για να γράψω ένα πληρέστερο κείμενο για τον Κρυστάλλη. Το γεγονός όμως ότι λίγο πριν πεθάνει ο Κρυστάλλης στην Άρτα (22 Απριλίου 1894) ήρθε στην Κέρκυρα (2 Μαρτίου 1894) με την ελπίδα να αναρρώσει στο ήπιο κλίμα της και ακόμη το γεγονός ότι στις μέρες μας καταστρέφουμε αλόγιστα τη φύση, που τόσο πολύ αγάπησε ο Κρυστάλλης, μ’ έκανε να γράψω εδώ λίγες σειρές ως μνήμη του ποιητή.


Καταρχάς, να σημειώσω ότι η ποιητική συνεισφορά του Κρυστάλλη, αλλά και ο περιπετειώδης βίος του και η αρρώστια του που τον οδήγησε σε πρώιμο θάνατο, μόλις που ήταν 26 χρονών, τον κατέστησαν συμπαθή μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων. Ένδειξη αυτής της συμπάθειας αποτελούν οι επανειλημμένες εκδόσεις των «Απάντων» του, η συμπερίληψη του έργου του από τις εγκυρότερες Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίες (Κ.Θ. Δημαράς, Λίνου Πολίτη, Μάριο Βίττι, Ρόντρικ Μπήτον), η πλούσια βιβλιογραφία γύρω από το έργο του, καθώς και το ενδιαφέρον των κριτικών για την αποτίμησή του. Οι εκτιμήσεις δεν είναι όλες θετικές, αλλ’ ωστόσο ο Κρυστάλλης  ανθολογήθηκε με υψηλό βαθμό συχνότητας στα εγχειρίδια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Τα ποιήματα π.χ. «Στο Σταυραητό», «Το Ηλιοβασίλεμα», «Ο Τρύγος», «Το κέντημα του μαντηλιού», κ.ά. εδώ και δεκαετίες είναι σταθερά ανθολογημένα στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ολόκληρα ή αποσπασματικά, επειδή ίσως επικρατεί η άποψη, εν πολλοίς σωστή, ότι η ποίηση του Κρυστάλλη «οροθετήθηκε από την ηθογραφικής στόφας ειδυλλιακή απεικόνιση της ζωής της υπαίθρου και από την αποδοχή του Κρυστάλλη ως αποκλειστικού υμνητή της αγνής φύσης και της παραδοσιακής αγροτικής ζωής» (Δημήτρης Κόκορης, Κώστας Κρυστάλλης και λογοτεχνικός κανόνας, Περ. Νέα Εστία, τχ 1886, Μάρτιος 2021, σ. 106). Ίσως ακόμη, γιατί η θλίψη, ο πόνος και ο τραυματισμένος ψυχισμός που διαχέονται μέσα στα ποιήματά του εξαιτίας της απομάκρυνσής του από τη φύση του ορεινού χωριού του Συρράκου, είναι στοιχεία που συγκινούν και τις δύο κατηγορίες κατοίκων, της πόλης και της υπαίθρου. Ειδικότερα, γράφει ο Αυδίκος, ο Κρυστάλλης «διερμήνευσε με τα πάθη του τον τρόπο που αναπαριστούσε ο κάτοικος της υπαίθρου το αστικό κέντρο» (Αυδίκος Ε., Κώστας Κρυστάλλης, Η επιστροφή. 150 χρόνια από τη γέννησή του (1868-2018), συλλογικός τόμος, Ηπειρωτικές Εκδόσεις «Πέτρα», Αθήνα 2018, σ.13).


Ας πάρω όμως τα πράγματα πάλι από την αρχή όσο αφορά τη λογοτεχνική αποτίμηση του έργου του. Η θέση του Γιάννη Αποστολάκη (Αποστολάκης Γ.Μ., Ο Κρυστάλλης και το δημοτικό τραγούδι, Θεσσαλονίκη 1937) ότι ο Κ. Κρυστάλλης μιμήθηκε δουλικά το δημοτικό τραγούδι φαίνεται ότι επιρρέασε, λιγότερο ή περισσότερο, τους μεταγενέστερους κριτικούς. Καταρχάς, αρνητικές απόψεις διατύπωσε ο Κ.Θ. Δημαράς στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1948). Μιλώντας για τα Αγροτικά ισχυρίζεται ότι όλη η συλλογή «αποτελείται από μιμήσεις του δημοτικού τραγουδιού.(…) Η πτώση είναι οδυνηρή: την λειότητα, την λιτότητα, το πλαστικό δέσιμο του δημοτικού τραγουδιού, την σοφή και άσφαλτη τοποθέτηση της αρμόδιας λέξης μέσα στον στίχο, την επιγραμματική διατύπωση του συναισθήματος και της ψυχολογίας έρχεται να τα αντικαταστήσει μια φτώχεια καθολική, που προσπαθεί να κρυφτεί μέσα στην αφθονία ενός αχαλίνωτου δεκαπεντασύλλαβου. Το χειρότερο είναι ότι ο Κρυστάλλης παρεμβάλλει κάποιους ατόφυους στίχους του δημοτικού τραγουδιού  μέσα στα ποιήματά του∙ οι τέτοιοι στίχοι λάμπουν απομονωμένοι και πυκνώνουν το σκοτάδι γύρω τους».

Οι εκτιμήσεις αυτές φαίνονται αμέσως ότι είναι υπερβολικές, έστω κι αν ανήκουν στον Δημαρά, του οποίου η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας θεωρείται ως η καλύτερη. Παρόμοιες απόψεις ωστόσο διατυπώθηκαν και από άλλους κριτικούς, όπως από τον Μάριο Βίττι, στην πρώτη έκδοση τουλάχιστον της Ιστορίας του (1978), και από τον Μπήτον (1996). Ο Λίνος Πολίτης όμως, τρεις δεκαετίες αργότερα, επανεξέτασε την άποψη του ομότεχνού του Δημαρά και προσπάθησε να άρει την απολυτότητα των απόψεών του που απηχούσαν καθαρά τη στερεότυπη θέση του Αποστολάκη ότι δηλαδή ο Κρυστάλλης δεν μετουσιώνει δημιουργικά το δημοτικό τραγούδι, αλλά «το μεταφέρει αυτούσιο σε μια μίμηση δουλική» (…). Οι αυστηρές αυτές κρίσεις, που τις συμμερίζονται και πολλοί νεότεροι κριτικοί, χρειάζονται ίσως κάποια αναθεώρηση. Για να αποτιμήσουμε δικαιότερα την προσφορά του Κρυστάλλη πρέπει να τον απαλλάξουμε από την αξιολογική σύγκριση με το πρότυπο. Φυσικά ο κόσμος του Κρυστάλλη είναι διαφορετικός από τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού (…). Από την άλλη μεριά, ο στίχος του δεν αποτελεί τόσο δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού όσο φαίνεται στο πρώτο αντίκρυσμα. Εύτονος, αδρός, πλάθεται με πολλή τέχνη προσωπική, αντλώντας τη δύναμη και την ορμή από το δημοτικό πρότυπο» (Πολίτης, Ιστορία Ν.Ε.Λ., σ. 220-221).

Παρόμοια ήταν και η θέση του Παλαμά της πρώιμης περιόδου ότι δηλαδή «Στον Κρυστάλλη πλέκουν στίχοι της δημώδους ποιήσεως και στίχοι δημώδεις του ποιητή∙ δύσκολα ξεχωρίζουνται αυτοί από εκείνους» (Κ. Παλαμάς,Το έργον του Κρυστάλλη, Άπαντα, τ. Β’, Μπίρης, Αθήνα 1963). Τη γραμμή του Πολίτη ακολουθούν και πολλοί νεότεροι κριτικοί, όπως ο Δημήτρης Κόκορης, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ο Παντελής Μπουκάλας, η Θάλεια Ιερωνυμάκη, ο Ηλίας Κεφάλας, ο Κώστας Κουτσουρέλης κ.π.ά. Φαίνεται πως ήδη έχουμε πολύ απομακρυνθεί από τον Κ.Θ. Δημαρά και την άποψή του για την απόλυτη εξάρτηση του Κρυστάλλη από την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού.


Πριν τελειώσω αυτό το σημείωμα, το οποίο δεν προσθέτει τίποτε παραπάνω απ’ όσα βρίσκει κανείς εύκολα σε πρώτη κιόλας αναζήτηση, αλλά γράφτηκε ως μνήμη του ποιητή, θα ήθελα να πω ότι η απόλυτα αρνητική κριτική ποτέ δεν βοήθησε την πνευματική καλλιτεχνική δημιουργία. Ποτέ δεν στάθηκε ορθή, όταν δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες δημιουργίας του έργου και τη ζωή του δημιουργού, που στην προκείμενη περίπτωση του Κώστα Κρυστάλλη ήταν απερίγραπτα άσχημες. Γεννήθηκε (1868) στο Συρράκο της Ηπείρου, μικρός ακολούθησε τον πατέρα του στα Γιάννενα για να τον βοηθήσει στις εμπορικές του εργασίες και συγχρόνως να συνεχίσει τις σπουδές του στη Ζωσιμαία Σχολή. Η επαναστατική του διάθεση και η ποιητική του φύση συνέπραξαν στη δημιουργία της πρώτης του ποιητικής δημιουργίας «Αι σκιαί του Άδου», που αποτέλεσε την αιτία της απόδρασής του (1888) από τα Γιάννενα προς την ελεύθερη Ελλάδα, για να αποφύγει τη σύλληψή του από τις τουρκικές αρχές, επειδή το ποίημά του αποτελούσε φλογερό πατριωτικό κήρυγμα. Πριν τελειώσει τις σπουδές του βρέθηκε στην Αθήνα, μόνος, φτωχός και άρρωστος από φυματίωση. Ο Λ. Βρανούσης δίνει πολλές πληροφορίες για την παιδική ηλικία του ποιητή καθώς και για τη σκληρή εργασία του σε τυπογραφεία της Αθήνας. Σε χρονικό διάστημα μόλις έξι ετών έγραψε όλο το έργο του, για το οποίο ερίζουν οι κριτικοί μας. Πέθανε από την αρρώστια του και από τις κακουχίες της φτώχειας του το 1884, μόλις, όπως ειπώθηκε παραπάνω, είκοσι έξι χρονών.

Τέλος, οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Ευάγγελο Αυδίκο που ανέλαβε και περάτωσε το πολύ δύσκολο έργο του εντοπισμού και περισυλλογής του Αρχείου Κρυστάλλη ( κείμενα δημοσιευμένα, αδημοσίευτα, μελέτες για το έργο του, καθώς και αντικείμενα της καθημερινής προσωπικής ζωής του ποιητή μεταξύ των οποίων την γκλίτσα και τη φλογέρα του.

 

Κρατώ στα χέρια μου τα  «Άπαντα—Ποίηση, Πεζός Λόγος, Μελετήματα, Γράμματα» του Κώστα Κρυστάλλη, με Εισαγωγή, κατάταξη, σχόλια του Κ. Πορφύρη, των Εκδόσεων Αυλός, χ.χ. Είναι η Πέμπτη κατά σειρά έκδοση των «Απάντων» του Ηπειρώτη ποιητή και γενικότερα λογοτέχνη και σε πολλά βασίζεται, όπως εισαγωγικά μας πληροφορεί ο Πορφύρης, στις προηγούμενες εκδόσεις των «Απάντων», αλλά είναι εμπλουτισμένη με άρθρα και άλλα κείμενα που δεν συμπεριλαμβάνονται στις προηγούμενες εκδόσεις. Απ’ αυτή την έκδοση ξαναδιαβάζω τα ποιήματα του Κρυστάλλη, κυρίως τα «Αγροτικά» και τα ποιήματα της συλλογής «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης». Δεν έχω μαζί μου, εδώ στην Κέρκυρα, άλλα βιβλία για τον Κρυστάλλη εκτός από το «Αφιέρωμα» της Νέας Εστίας στον Κώστα Κρυστάλλη, με επιμέλεια του Ευάγγελου Αυδίκου, που τυχαία πήρα μαζί μου για τις διακοπές, και τον 9ο τόμο της Βασικής Βιβλιοθήκης, που αποτελεί αφιερωματικό τόμο στον Κ. Κρυστάλλη και τον Χρ. Χρηστοβασίλη (Εκδ. Αετός, Α.Ε., 1954), επιμέλεια Λ.Ι. Βρανούση). Τον τόμο αυτόν ανακάλυψα μαζί με την παραπάνω έκδοση των «Απάντων» στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, όπου φιλοξενούμαι. Ίσως θα μου χρειάζονταν και μερικά ακόμη βιβλία και περισσότερος χρόνος για να γράψω ένα πληρέστερο κείμενο για τον Κρυστάλλη. Το γεγονός όμως ότι λίγο πριν πεθάνει ο Κρυστάλλης στην Άρτα (22 Απριλίου 1894) ήρθε στην Κέρκυρα (2 Μαρτίου 1894) με την ελπίδα να αναρρώσει στο ήπιο κλίμα της και ακόμη το γεγονός ότι στις μέρες μας καταστρέφουμε αλόγιστα τη φύση, που τόσο πολύ αγάπησε ο Κρυστάλλης, μ’ έκανε να γράψω εδώ λίγες σειρές ως μνήμη του ποιητή.


Καταρχάς, να σημειώσω ότι η ποιητική συνεισφορά του Κρυστάλλη, αλλά και ο περιπετειώδης βίος του και η αρρώστια του που τον οδήγησε σε πρώιμο θάνατο, μόλις που ήταν 26 χρονών, τον κατέστησαν συμπαθή μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων. Ένδειξη αυτής της συμπάθειας αποτελούν οι επανειλημμένες εκδόσεις των «Απάντων» του, η συμπερίληψη του έργου του από τις εγκυρότερες Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίες (Κ.Θ. Δημαράς, Λίνου Πολίτη, Μάριο Βίττι, Ρόντρικ Μπήτον), η πλούσια βιβλιογραφία γύρω από το έργο του, καθώς και το ενδιαφέρον των κριτικών για την αποτίμησή του. Οι εκτιμήσεις δεν είναι όλες θετικές, αλλ’ ωστόσο ο Κρυστάλλης  ανθολογήθηκε με υψηλό βαθμό συχνότητας στα εγχειρίδια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Τα ποιήματα π.χ. «Στο Σταυραητό», «Το Ηλιοβασίλεμα», «Ο Τρύγος», «Το κέντημα του μαντηλιού», κ.ά. εδώ και δεκαετίες είναι σταθερά ανθολογημένα στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ολόκληρα ή αποσπασματικά, επειδή ίσως επικρατεί η άποψη, εν πολλοίς σωστή, ότι η ποίηση του Κρυστάλλη «οροθετήθηκε από την ηθογραφικής στόφας ειδυλλιακή απεικόνιση της ζωής της υπαίθρου και από την αποδοχή του Κρυστάλλη ως αποκλειστικού υμνητή της αγνής φύσης και της παραδοσιακής αγροτικής ζωής» (Δημήτρης Κόκορης, Κώστας Κρυστάλλης και λογοτεχνικός κανόνας, Περ. Νέα Εστία, τχ 1886, Μάρτιος 2021, σ. 106). Ίσως ακόμη, γιατί η θλίψη, ο πόνος και ο τραυματισμένος ψυχισμός που διαχέονται μέσα στα ποιήματά του εξαιτίας της απομάκρυνσής του από τη φύση του ορεινού χωριού του Συρράκου, είναι στοιχεία που συγκινούν και τις δύο κατηγορίες κατοίκων, της πόλης και της υπαίθρου. Ειδικότερα, γράφει ο Αυδίκος, ο Κρυστάλλης «διερμήνευσε με τα πάθη του τον τρόπο που αναπαριστούσε ο κάτοικος της υπαίθρου το αστικό κέντρο» (Αυδίκος Ε., Κώστας Κρυστάλλης, Η επιστροφή. 150 χρόνια από τη γέννησή του (1868-2018), συλλογικός τόμος, Ηπειρωτικές Εκδόσεις «Πέτρα», Αθήνα 2018, σ.13).


Ας πάρω όμως τα πράγματα πάλι από την αρχή όσο αφορά τη λογοτεχνική αποτίμηση του έργου του. Η θέση του Γιάννη Αποστολάκη (Αποστολάκης Γ.Μ., Ο Κρυστάλλης και το δημοτικό τραγούδι, Θεσσαλονίκη 1937) ότι ο Κ. Κρυστάλλης μιμήθηκε δουλικά το δημοτικό τραγούδι φαίνεται ότι επιρρέασε, λιγότερο ή περισσότερο, τους μεταγενέστερους κριτικούς. Καταρχάς, αρνητικές απόψεις διατύπωσε ο Κ.Θ. Δημαράς στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1948). Μιλώντας για τα Αγροτικά ισχυρίζεται ότι όλη η συλλογή «αποτελείται από μιμήσεις του δημοτικού τραγουδιού.(…) Η πτώση είναι οδυνηρή: την λειότητα, την λιτότητα, το πλαστικό δέσιμο του δημοτικού τραγουδιού, την σοφή και άσφαλτη τοποθέτηση της αρμόδιας λέξης μέσα στον στίχο, την επιγραμματική διατύπωση του συναισθήματος και της ψυχολογίας έρχεται να τα αντικαταστήσει μια φτώχεια καθολική, που προσπαθεί να κρυφτεί μέσα στην αφθονία ενός αχαλίνωτου δεκαπεντασύλλαβου. Το χειρότερο είναι ότι ο Κρυστάλλης παρεμβάλλει κάποιους ατόφυους στίχους του δημοτικού τραγουδιού  μέσα στα ποιήματά του∙ οι τέτοιοι στίχοι λάμπουν απομονωμένοι και πυκνώνουν το σκοτάδι γύρω τους».

Οι εκτιμήσεις αυτές φαίνονται αμέσως ότι είναι υπερβολικές, έστω κι αν ανήκουν στον Δημαρά, του οποίου η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας θεωρείται ως η καλύτερη. Παρόμοιες απόψεις ωστόσο διατυπώθηκαν και από άλλους κριτικούς, όπως από τον Μάριο Βίττι, στην πρώτη έκδοση τουλάχιστον της Ιστορίας του (1978), και από τον Μπήτον (1996). Ο Λίνος Πολίτης όμως, τρεις δεκαετίες αργότερα, επανεξέτασε την άποψη του ομότεχνού του Δημαρά και προσπάθησε να άρει την απολυτότητα των απόψεών του που απηχούσαν καθαρά τη στερεότυπη θέση του Αποστολάκη ότι δηλαδή ο Κρυστάλλης δεν μετουσιώνει δημιουργικά το δημοτικό τραγούδι, αλλά «το μεταφέρει αυτούσιο σε μια μίμηση δουλική» (…). Οι αυστηρές αυτές κρίσεις, που τις συμμερίζονται και πολλοί νεότεροι κριτικοί, χρειάζονται ίσως κάποια αναθεώρηση. Για να αποτιμήσουμε δικαιότερα την προσφορά του Κρυστάλλη πρέπει να τον απαλλάξουμε από την αξιολογική σύγκριση με το πρότυπο. Φυσικά ο κόσμος του Κρυστάλλη είναι διαφορετικός από τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού (…). Από την άλλη μεριά, ο στίχος του δεν αποτελεί τόσο δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού όσο φαίνεται στο πρώτο αντίκρυσμα. Εύτονος, αδρός, πλάθεται με πολλή τέχνη προσωπική, αντλώντας τη δύναμη και την ορμή από το δημοτικό πρότυπο» (Πολίτης, Ιστορία Ν.Ε.Λ., σ. 220-221).

Παρόμοια ήταν και η θέση του Παλαμά της πρώιμης περιόδου ότι δηλαδή «Στον Κρυστάλλη πλέκουν στίχοι της δημώδους ποιήσεως και στίχοι δημώδεις του ποιητή∙ δύσκολα ξεχωρίζουνται αυτοί από εκείνους» (Κ. Παλαμάς,Το έργον του Κρυστάλλη, Άπαντα, τ. Β’, Μπίρης, Αθήνα 1963). Τη γραμμή του Πολίτη ακολουθούν και πολλοί νεότεροι κριτικοί, όπως ο Δημήτρης Κόκορης, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ο Παντελής Μπουκάλας, η Θάλεια Ιερωνυμάκη, ο Ηλίας Κεφάλας, ο Κώστας Κουτσουρέλης κ.π.ά. Φαίνεται πως ήδη έχουμε πολύ απομακρυνθεί από τον Κ.Θ. Δημαρά και την άποψή του για την απόλυτη εξάρτηση του Κρυστάλλη από την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού.

Πριν τελειώσω αυτό το σημείωμα, το οποίο δεν προσθέτει τίποτε παραπάνω απ’ όσα βρίσκει κανείς εύκολα σε πρώτη κιόλας αναζήτηση, αλλά γράφτηκε ως μνήμη του ποιητή, θα ήθελα να πω ότι η απόλυτα αρνητική κριτική ποτέ δεν βοήθησε την πνευματική καλλιτεχνική δημιουργία. Ποτέ δεν στάθηκε ορθή, όταν δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες δημιουργίας του έργου και τη ζωή του δημιουργού, που στην προκείμενη περίπτωση του Κώστα Κρυστάλλη ήταν απερίγραπτα άσχημες. Γεννήθηκε (1868) στο Συρράκο της Ηπείρου, μικρός ακολούθησε τον πατέρα του στα Γιάννενα για να τον βοηθήσει στις εμπορικές του εργασίες και συγχρόνως να συνεχίσει τις σπουδές του στη Ζωσιμαία Σχολή. Η επαναστατική του διάθεση και η ποιητική του φύση συνέπραξαν στη δημιουργία της πρώτης του ποιητικής δημιουργίας «Αι σκιαί του Άδου», που αποτέλεσε την αιτία της απόδρασής του (1888) από τα Γιάννενα προς την ελεύθερη Ελλάδα, για να αποφύγει τη σύλληψή του από τις τουρκικές αρχές, επειδή το ποίημά του αποτελούσε φλογερό πατριωτικό κήρυγμα. Πριν τελειώσει τις σπουδές του βρέθηκε στην Αθήνα, μόνος, φτωχός και άρρωστος από φυματίωση. Ο Λ. Βρανούσης δίνει πολλές πληροφορίες για την παιδική ηλικία του ποιητή καθώς και για τη σκληρή εργασία του σε τυπογραφεία της Αθήνας. Σε χρονικό διάστημα μόλις έξι ετών έγραψε όλο το έργο του, για το οποίο ερίζουν οι κριτικοί μας. Πέθανε από την αρρώστια του και από τις κακουχίες της φτώχειας του το 1884, μόλις, όπως ειπώθηκε παραπάνω, είκοσι έξι χρονών.

Τέλος, οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Ευάγγελο Αυδίκο που ανέλαβε και περάτωσε το πολύ δύσκολο έργο του εντοπισμού και περισυλλογής του Αρχείου Κρυστάλλη ( κείμενα δημοσιευμένα, αδημοσίευτα, μελέτες για το έργο του, καθώς και αντικείμενα της καθημερινής προσωπικής ζωής του ποιητή μεταξύ των οποίων την γκλίτσα και τη φλογέρα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου