Η Αθηνά
κοντεύει τα πενήντα. Γιορτάζει τα γενέθλιά της. Είναι η πρώτη φορά που χαίρεται
τόσο πολύ. Κάθε χρόνο τέτοια ημέρα επανερχόταν το ίδιο ερώτημα. Θα προλάβω να
διοριστώ; Κάθε χρόνιο η ίδια απογοήτευση. Πρώτα το μνημόνιο και τα τερτίπια
του. Μετά η πανδημία και οι περιορισμοί.
Βαρέθηκε να ζει ως νομάς. Κάθε έξι μήνες
στα βουνά και μετά στον κάμπο. Βαρέθηκε τον ξεσηκωμό. Μάζευε και άπλωνε.
Σπούδασε φιλόλογος γιατί αγαπούσε το δασκαλίκι. Να ριζώσει κάπου. Να στήσει το
νοικοκυριό της κάπου, χωρίς την έγνοια να τριβελίζει το μυαλό της.
Ομως, τα όνειρα της έβγαλαν τη γλώσσα
τους. Το μόνο που παρέμεινε αμετάβλητο ήταν η αγάπη για το δασκαλίκι. Στην αρχή
ξεκίνησε με ιδιαίτερα, δεν είχε άλλη επιλογή. Οι εκπαιδευτικοί είναι
χαραμοφάηδες -άκουγε-, ανεπρόκοποι. Να λιγοστέψουν, δεν θα τους ταΐζει ο λαός
από το υστέρημά του. Λυπόταν κάθε φορά που άκουγε βουλευτάδες και
δημοσιογράφους να φτύνουν το ψωμί των εκπαιδευτικών. Μια φορά κόντεψε να σπάσει
την τηλεόραση, της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Πώς μπορούν να μιλάνε έτσι. Είπε
ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, σχολίασε γλυκόπικρα όταν έμαθε λεπτομέρειες για
τα έργα και τις ημέρες κάποιων απ’ αυτούς.
Ολα ήρθαν ανάποδα. Περίμενε πώς και πώς να φτιάξει το μόνιμο δικό της
νοικοκυριό. Ομως κράτησε λίγο. Οι δουλειές του άντρα της σέρνονταν, ώσπου έκλεισε
το γραφείο πολιτικού μηχανικού, οι δουλειές ελάχιστες και τα χρέη περισσότερα.
Η μόνη διέξοδος να έχει μια μόνιμη δουλειά η ίδια, η ανάγκη μεγάλωσε τη δεύτερη
χρονιά, ο άντρας της προτίμησε να ρίξει άγκυρα σε άλλο φώλι - ρεντρούμισσα η
διάδοχος στην καρδιά του.
Τα χρόνια πέρασαν, πήρε στο κατόπι τη ζωή
των γονιών της. Παλιά της τέχνη κόσκινο. Εγινε νομάς δασκάλα. Οι δικοί της
γέρασαν ως νομάδες κτηνοτρόφοι. Το είχε πάρει απόφαση, το ίδιο θα γίνει με την
ίδια. Κάθε χρόνο, εκεί κατά το φθινόπωρο, να μαζεύει τις βαλίτσες της. Και στο
Αιγαίο. Για να μην αλλάζει νησί κάθε χρόνο, διάλεξε ένα μικρό, να μην είναι
πολλοί οι υποψήφιοι.
Τέρμα ο νομαδισμός από φέτος, αναφώνησε.
Διορίστηκε στο Αιγαίο. Καμαρούλα μια σταλιά/δύο επί τρία/κόχη και λατρεία,
άκουγε μέσα της τη φωνή του Πουλόπουλου. Βγήκε στη Χώρα να νοικιάσει κάτι. Να
στεγάσει την καινούργια ζωή. Δεν περισσεύει ούτε λέπι, η απάντηση. Ο δήμαρχος
μιλούσε σε κάποιο κανάλι. Για τον τουρισμό που πλημμύρισε το νησί. Αναγνώρισε
τη φωνή της υπουργού της στο ραδιόφωνο. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση σε εξέλιξη,
επαναλάμβανε.
Πήρε και πάλι τις ρούγες. Καμαρούλα μια
σταλιά, σιγοτραγουδούσε. Δεν της είχε απομείνει κάτι άλλο. Μόνο το πείσμα να
ζήσει το όνειρό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου