Το αγόρι μαζεύτηκε σαν ασπόνδυλο και έγινε ένα μικρό κουβάρι. Ήταν η ώρα που το χρώμα της τελειωμένης μέρας βάθαινε ανάμεσα στα αιωνόβια δέντρα. Ο πόνος στην κοιλιά και ανάμεσα στα πόδια του ήταν αβάσταχτος. Το κορμί του έκανε ανεξέλεγκτους σπασμούς. Αν πεθάνω, αν δε ζήσω έπειτα απ’ αυτό; σκέφτηκε και σύρθηκε προσπαθώντας να πιαστεί από τα λιανόκλαρα. Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Ύστερα από λίγα μέτρα σταμάτησε αποκαμωμένο. Τράβηξε με κόπο το παντελόνι του για να σκεπάσει τη γύμνια του. Άκουσε θόρυβο και τινάχτηκε. Ήξερε ότι ο εφιάλτης ήταν ακόμη εκεί γύρω. Έπρεπε να σηκωθεί, να τρέξει, να γλιτώσει. Εκείνος ήταν κάπου κοντά και παρακολουθούσε. Τον ένιωθε…
Μια ανθρώπινη ιστορία για τις αλήθειες της ζωής και τα παιχνίδια της μοίρας. Μια διαδρομή στα σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου