Ελληνισμός στα ξένα
Γιάννης ΠαπακώσταςΔιά τον σύνδεσμο του απανταχού Ελληνισμού. Μείζων Ελληνισμός και ελληνικά γράμματα στις απαρχές του εικοστού αιώνα
Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, σ. 450,
Ο Γιάννης Παπακώστας έχει, κάθε φορά, την ικανότητα να αιφνιδιάζει το αναγνωστικό κοινό με τις μελέτες που εκδίδει. Εστιάζει σε θέματα που τον απομακρύνουν από την εικόνα του κειμενοκεντρικού φιλολόγου. Τον ενδιαφέρουν τα ιστορικά συμφραζόμενα, τα οποία φωτίζουν τις ιδεολογικές και κοινωνικές προσλαμβάνουσες του δημιουργού (π.χ. Καρυωτάκης). Θεωρείται πως η τάση του αυτή έχει αναφορά στον Κ.Θ. Δημαρά. Θα προσέθετα ωστόσο πως ο Παπακώστας, ανεξάρτητα από την επίδραση που ενδεχομένως δέχτηκε από τον Δημαρά, παρακολουθεί τις εξελίξεις στην επιστήμη της φιλολογίας και με πολλή μεγάλη προσοχή μετατοπίζει τα ενδιαφέροντά του. Τα τελευταία χρόνια ανιχνεύει τον χώρο των πολιτισμικών σπουδών, σε μια αθέατη πλευρά της φιλολογικής επιστήμης. Δεν πρόκειται για συστηματική σχέση ούτε δίνει ιδιαίτερη σημασία στη συγκρότηση διαύλων θεωρητικής επικοινωνίας. Ομως η μετακίνηση στον χώρο της ιδεολογίας και της ταυτότητας αποτελούν θεμελιώδεις άξονες των πολιτισμικών σπουδών. Και ο Παπακώστας φαίνεται πως γοητεύεται από τα συγκεκριμένα πεδία.
Το ίδιο κάνει και με το τελευταίο έργο του για το Α' Εκπαιδευτικό Συνέδριο που οργανώθηκε το 1904, το οποίο έδωσε την ευκαιρία στον «Μείζονα Ελληνισμό» να επικοινωνήσει με τον παροικιακό αλλά και όλους «τους εν τη αλυτρώτω Ελλάδι» (σελ. 350).
Προφανώς, η επιλογή του χρόνου διεξαγωγής του συνεδρίου μόνο τυχαία δεν είναι. Το 1904 ήταν μια κρίσιμη χρονική περίοδος, στην οποία η ιδεολογική μάχη για τη διαμόρφωση συνειδήσεων είχε φτάσει στην αποκορύφωσή της. Ολοι διαισθάνονταν πως πρέπει να είναι έτοιμοι για το επόμενο βήμα, τη στρατιωτική -αλλά και διπλωματική- μάχη, που θα έδινε μορφή στις εθνικές διεκδικήσεις, μοιράζοντας τα εδάφη της καταρρέουσας εθνικής αυτοκρατορίας. Το βιβλίο λοιπόν του Παπακώστα μάς εισάγει σταδιακά στην ατμόσφαιρα της εποχής, τόσο με την πολύ κατατοπιστική εισαγωγή του όσο και με την παράθεση των εκθέσεων των διαφόρων σχολείων, που από μόνες παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, μια που δημοσιεύονται για πρώτη φορά, αλλά και γιατί ενισχύουν όσα είναι γνωστά για τον ρόλο της εκπαίδευσης στην ενίσχυση της εθνικής συνείδησης. Ακόμη, διευκολύνουν μια διεξοδικότερη συζήτηση για την ταυτότητα, είτε ως ομογενοποιητική διαδικασία είτε ως πολυεπίπεδη σύνθεση.
Οι οργανωτές και οι σύνεδροι έχουν σαφή συνείδηση του στόχου τους. Δεν είναι ένα συνέδριο που αποσκοπεί κυρίως στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού έργου. Αυτό διαχέεται στις εκθέσεις με τη μορφή προτάσεων για τα εγχειρίδια, τα διδασκόμενα μαθήματα, την εισαγωγή και καθιέρωση ενιαίων παιδαγωγικών αρχών. Ομως, και σ' αυτή την περίπτωση ο στόχος είναι διαφορετικός. «Η πρόθεση να προβληθεί η πνευματική ενότητα του Ελληνισμού είναι έκδηλη», σχολιάζει ο Παπακώστας (σελ. 27). Πράγματι, πίσω απ' όλα αυτά υπάρχει η αγωνία των υπηρετούντων στα σχολεία της διασποράς αλλά και των οργανωτών να υπάρχει ένας συνεκτικός ιστός όλων των Ελλήνων, όπου κι αν βρίσκονται. «Η ανάπτυξις της δημοσίας εκπαιδεύσεως είναι (...) το θεμέλιον της εθνικής ημών υπάρξεως», επισημαίνει ο Δ. Αιγινήτης, που ανήκε στην ομάδα των διοργανωτών. Η άποψη αυτή ανιχνεύεται σ' όλες σχεδόν τις εκθέσεις. Ηδη υπάρχει η εμπειρία της ήττας του 1897, που προκάλεσε προβλήματα στο νεαρό ελληνικό κράτος, υποθηκεύοντας μέρος του μέλλοντός του. Ακόμη, η μάχη της εκπαίδευσης στην Ανατολική Ρωμυλία έγειρε προς όφελος της Βουλγαρίας. Επιπλέον, οι Βούλγαροι ηγέτες θέτουν το ζήτημα της αυτονόμησης της Μακεδονίας κατ' αναλογία προς το ελληνικό αίτημα για αυτονόμηση της Κρήτης.
Ετσι λοιπόν, οι εκπαιδευτικοί και οι σύλλογοι που δημιουργούν και συντηρούν τα σχολεία αναλαμβάνουν εθνικούς ρόλους. «Ο ημέτερος σύλλογος από της συστάσεως αυτού απέβλεψεν εις την διά των ειρηνικών μέσων και της διαδόσεως των ελληνικών γραμμάτων ενίσχυσιν του Ελληνισμού και κραταίωσιν του φρονήματος εν ταις ελληνικαίς εκείναις χώραις, εν αις υπήρχε κίνδυνος μήπως υποκύψη εις την επίδρασιν ανθελληνικών ενεργειών. Και προς τον σκοπόν τούτον επέστησεν ιδίως την προσοχήν του εις την Μακεδονίαν και τινα μέρη της Θράκης» (σελ. 41-42). Ο Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων περιγράφει με σαφήνεια τόσο τον χώρο δράσης όσο και τους στόχους του. Αναδεικνύεται σε εργαλείο για την υλοποίηση της εθνικής παιδείας, και γι' αυτό η αναφορά του απευθύνεται στο υπουργείο Εξωτερικών. Η Μακεδονία -αλλά και η Θράκη- αποτελεί πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών εθνικών επιδιώξεων, που λίγο μετά επιχειρήθηκε να λυθούν με τα όπλα. Τα σχολεία ανέλαβαν την ιδεολογική προετοιμασία. Η ίδρυση σχολείων που συνοδεύονταν από οικοτροφεία και βιβλιοθήκες διογκώνεται το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα, παντού όπου υπάρχουν Ελληνες. Οι πετυχημένοι έμποροι διοχετεύουν μέρος της κερδοφορίας τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, μια πράξη που υπογραμμίζει την όξυνση της εθνικής τους συνείδησης. Στην Οδησσό η διευθύντρια (Ελένη Δε Τζώρτζη) του εκεί Ελληνικού Ροδοκανάκειου Παρθεναγωγείου τονίζει πως σκοπός του ήταν «τα κοράσια των ενταύθα Ελλήνων (...) να εκπαιδεύωνται και ανατρέφωνται ελληνοπρεπώς» (σελ. 291).
Αν, λοιπόν, η αφετηρία των σχολείων στη διασπορά (Αίγυπτος, Οδησσός) ήταν η «ελληνοπρεπής» εκπαίδευση, που θα ενίσχυε τους πολιτισμικούς και εθνικούς δεσμούς των ελληνικών κοινοτήτων με τη μητροπολιτική Ελλάδα, στη Μακεδονία και τη Θράκη η εκπαιδευτική δραστηριότητα είχε άλλους προ οφθαλμών σκοπούς. Συνδεόταν άμεσα με τις επικείμενες αλλαγές των συνόρων και τις εθνικές διαμάχες και συγκρούσεις στις περιοχές αυτές: «Αν υπάρχη εν Μακεδονία εθνικόν φρόνημα ακμαίον, αν υπάρχη εν αυτή πολιτισμός τις αληθής, δι' ου πολλώ των λοιπών της Μακεδονίας φυλών υπερέχομεν, τούτο εις ουδέν άλλο οφείλεται ή εις την μέσην παίδευσιν» (σελ. 252). Οι απόψεις αυτές ανήκουν στον γυμνασιάρχη του Μοναστηρίου, τον Α. Ζουμετίκο, μιαν αρκετά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, που εκφράζει, μέσες-άκρες, τον ρόλο που είχε η εκπαιδευτική δράση τα χρόνια εκείνα στη Μακεδονία και στη Θράκη. Το Μοναστήρι, η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες, η Ανδριανούπολη, η Φιλιππούπολη, η Ραιδεστός, η Κωνσταντινούπολη είναι μερικά από τα σημεία στα οποία η εκπαίδευση, ως δράση, έδινε σχήμα στον εθνικό τους προσανατολισμό. Η έκθεση του Ζουμετίκου πάλλεται από εθνική συγκίνηση. Οι λέξεις του αποδίδουν τον εσωτερικό του κόσμο. Νιώθει ως ιεραπόστολος και, καθώς γράφει την έκθεση, ξαναζεί τον αγώνα των εγγραφών του μαθητικού πληθυσμού. Η μάχη του μητρώου των μαθητών συμπυκνώνει τις υπόγειες διαδρομές των διπλωματικών αγώνων και της προπαγάνδας που χρησιμοποιεί ποικίλους τρόπους (ούτε χρημάτων φείδεται ούτε μέσων θεμιτών τε και αθεμίτων, όπως επιτύχη του σκοπού αυτής). Κάθε μαθητής που μετακινείται από ένα εθνικό σχολείο σε μια άλλη εθνικότητα είναι κι ένα βήμα για την επέκταση της επιρροής στη συγκεκριμένη εθνική ομάδα. Οταν αρχίζουν οι ένοπλες συγκρούσεις, οι συνειδήσεις είχαν γαλβανιστεί. Ο Ζουμετίκος, λοιπόν, αξιολογεί καίρια τη σημασία της έκβασης της μάχης των εγγραφών.
Το 1904, συνεπώς, είναι ένα κρίσιμο σημείο. Το Α' Συνέδριο απεικονίζει την ωρίμανση των ιδεολογικών συνθηκών. Τα σχολεία έχουν σαφή επίγνωση του στόχου τους. Τα διδασκόμενα μαθήματα και ο αυξανόμενος αριθμός μαθητών και σχολείων είναι η σκευή που προσφέρεται στον ένοπλο αγώνα, που θα αναλάβει, λίγο μετά, την υλοποίηση της ενότητας, όχι μόνον της πνευματικής, αλλά και της εδαφικής.
Ως εκ τούτου, το βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα, γραμμένο με τρόπο αυστηρά φιλολογικό, επιστημονικό, είναι πολύσημο. Αποτελεί έναν οδηγό για την κατανόηση της σχέσης της εκπαίδευσης με τα τεκταινόμενα στη Μακεδονία και στη Θράκη, λίγο πριν ξεκινήσει ο Μακεδονικός Αγώνας. Ομως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως πηγή για τους νεότερους μελετητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου