Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 7 Απριλίου 2011
Ευάγγελος Αυδίκος ,
Εισαγωγή στις σπουδές του λαϊκού πολιτισμού, Λαογραφίες, Λαϊκοί Πολιτισμοί, Ταυτότητες
Εκδόσεις Κριτική σ. 421, ευρώ 32
Αν προσέξει κάποιος τον υπότιτλο στο εξώφυλλο, θα διαπιστώσει ευθύς αμέσως ότι όλες οι έννοιες είναι στον πληθυντικό: Λαογραφίες, Λαϊκοί Πολιτισμοί, Ταυτότητες. Αυτό σημαίνει ότι ο συγγραφέας αποφεύγει το δογματισμό των απολυτοτήτων -της μίας και μόνης αλήθειας- και είναι ανοιχτός στο διάλογο και τη διείσδυση στις πολυπλοκότητες.
Και είναι πράγματι έτσι. Πλησιάζει το χώρο και το χρόνο, έννοιες εντός των οποίων καλλιεργείται η επιστήμη της Λαογραφίας, απαλλαγμένος από τα έως τούδε στερεότυπα που παγίωσαν ο Διαφωτισμός από τη μια και ο Ρομαντισμός από την άλλη, βασιζόμενος στον αναστοχασμό ως μηχανισμού αποστασιοποιήσης, αντικειμενικότητας και αγαπητικής ματιάς, θα προσέθετα.
Αποφασιστικά κάνει τη διάκριση εξ αρχής μεταξύ εθνικού και εθνικιστικού, τασσόμενος με το πρώτο, τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτισμικά. Αναδεικνύει αφενός την αλαζονεία της ευρωπαϊκής, αποικιοκρατικής ιδεολογίας που θεωρεί ότι η βιομηχανική επανάσταση και η τεχνολογία είναι ανώτερες από το παρελθόν και αφετέρου τη ρομαντική προσήλωση στο τοπικό, στο συναίσθημα, στις αγροτικές περιοχές, στην ομάδα. Και αποδεικνύεται αξιοζήλευτα νηφάλιος, οξύνους και πειστικός στην αναζήτηση -εκ μέρους των ελληνικών κρατών- του αρχετυπικού μύθου, αυτού που πιστοποιεί την απώτατη καταγωγή ενός λαού και συμβάλλει στη συγκρότησή του ως έθνους-κράτους.
Πιστεύει στη συνύπαρξη και συμπόρευση της Λαογραφίας με την Ανθρωπολογία και ας έχουν κατηγορηθεί και οι δύο επιστήμες ότι έχουν εξυπηρετήσει ολοκληρωτικά καθεστώτα και έχουν ενδυναμώσει εθνοκεντρικές αντιλήψεις. Αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στο πώς συνέβαλε ο λαϊκός πολιτισμός, στον Μεσοπόλεμο, στη διαμόρφωση ιδεολογιών που εκμεταλλεύτηκαν φασιστικά καθεστώτα. Σημασία έχει ότι το βιβλίο είναι ένας φωτεινός οδηγός στην προσέγγιση του λαογραφικού φαινομένου και στις ιδεολογίες που χτίζονται γύρω απ' αυτό, έχοντας ο ίδιος ως δικό του οδηγό σημαντικούς δασκάλους που προσέγγισαν με περισσή ωριμότητα και ανιδιοτέλεια αυτό το φαινόμενο.
Είναι συγκινητικές αλλά καθόλου θυμικά ευάλωτες οι σελίδες που αφιερώνει στους Πολίτη, Μέγα, Λουκάτο, Σβορώνο, Κυριακίδου-Νέστορος και κυρίως στον Μερακλή, έναν ζωντανό θρύλο στην επιστήμη της Λαογραφίας, αλλά και στην ακαδημαϊκή κοινότητα, σε ό,τι αφορά το διδασκαλικό έργο του. Ο καθηγητής Βαγγέλης Αυδίκος επιμένει ότι λαϊκός πολιτισμός υπάρχει γιατί «όσο υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι, οι πολιτισμοί είναι αδύνατο να ταυτίζονται». Και αυτό, παρά το γεγονός ότι «τα σύγχρονα πολιτιστικά προϊόντα παράγονται από τη βιομηχανία και δεν φέρουν το κριτήριο της λαϊκότητας που γνωρίζαμε».
Ενα από τα πλεονεκτήματα του βιβλίου είναι ότι ο αναγνώστης, ανά σελίδα σχεδόν, προβληματίζεται για τη δική του προσέγγιση στον λαϊκό πολιτισμό. Είναι γεγονός ότι κάποια στιγμή έγινε δεκανίκι σε φασιστικά καθεστώτα (Γερμανία-Ιταλία-Ισπανία-Ελλάδα). Αλλά μήπως δεν έγινε το ίδιο με την αρχαιοελληνική γραμματεία ή με την ελληνική γλώσσα; Αυτό δεν σημαίνει ότι θα εκχωρήσουμε το πολύτιμο δικαίωμα που έχουμε σε όλα αυτά σε ανεγκέφαλους ή σκληρά εξουσιομανείς φωστήρες. Ελεγε ο Νίτσε ότι η λαϊκότητα είναι η αντανάκλαση της πραγματικότητας. Μέσα απ' αυτή τη λαϊκότητα δεν μεγαλούργησαν ο Τσιτσάνης και ο Θεοδωράκης; Πού αλλού ευδοκιμεί η αμετάφραστη ελληνική λέξη φιλότιμο, αλλά και η εσωτερίκευση του πένθους; Στη μεγαλειώδη αξιοπρέπεια του λαού που όμως, δυστυχώς, κομπορρήμονες νεωτεριστές επιμένουν να αγνοούν. Το δημοτικό τραγούδι ή και το λαϊκό δεν είναι άλογο γενετικό φαινόμενο της λαϊκής ψυχής, είναι προϊόν της χαρμολύπης τού συνυπάρχειν, είναι η εθνική αναπομπή στην ταυτοτική συνείδηση ή, όπως θα έλεγε ο Σβορώνος, «το βαθύ αίσθημα μιας αδιάρρηκτης κοινότητας συμφερόντων».
Από το κλασικό σχήμα της λαογραφικής κληρονομιάς (το ομαδικόν, το κατά παράδοσιν, το αυθόρμητο) ο Βαγγέλης Αυδίκος φαίνεται να συμφωνεί με τον Μερακλή, που από τις τρεις έννοιες συγκρατεί μόνο το ομαδικό, δηλαδή τη συλλογικότητα. Και εξ αυτού προκύπτει αβίαστα η πίστη του στη συνάντηση της Λαογραφίας με όμορους επιστημονικούς όρους, όπως είναι η Ανθρωπολογία, η Εθνογραφία-Εθνολογία, η Αρχαιολογία, η Ιστορία, η Φιλολογία. Εν τούτοις και το «κατά παράδοσιν» δεν το αμφισβητεί βαφτίζοντάς το όμως στα νάματα της παράδοσης, φιλτράροντάς το στις απαιτήσεις των νέων δομών του τεχνικού πολιτισμού.
Ο ίδιος ανήκει στη μετά το '80 γενιά λαογράφων και, όπως σημειώνει στα «Επιλεγόμενα», είναι δύσκολο για οιονδήποτε «να αποδώσει στην πλειονότητα των νεότερων λαογράφων τον χαρακτηρισμό του υποστηρικτή της συστηματικής χρήσης του εθνοκεντρισμού ως εννοιολογικού εργαλείου στις μελέτες τους. Το επιχείρημα για εμμονή με τη συνέχεια είναι έωλο, όπως και ο καταλογισμός εθνοκεντρισμού στη λαογραφία...Θα μπορούσα να συμφωνήσω με τον όρο "ελλαδοκεντρική". Αυτό σημαίνει ότι το ερευνητικό της πεδίο είναι τα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας».
Ο καθηγητής όμως επεκτείνει τα ενδιαφέροντά του και εκτός Ελλάδας και με απτά παραδείγματα μας μεταφέρει στις συνθήκες που δημιούργησαν τις σπουδές λαϊκού πολιτισμού σε χώρες όπως η Φινλανδία, οι ΗΠΑ, η πρώην Σοβιετική Ενωση, η Τουρκία, η Λατινική Αμερική, αλλά και η Γερμανία, η Αγγλία κ.ά. Οντως το βιβλίο μάς παρακινεί να μάθουμε. Να βγάλουμε τις παρωπίδες, να ξεχάσουμε τις αγκυλώσεις, να αποβάλουμε τις ετικέτες του ουσιοκράτη ή του κονστρουκτιβιστή, να ξεκαθαρίσουμε τι είναι εθνοαφύπνιση και τι εθνογένεση, τι είναι γνήσιο και τι έχει επινοηθεί. Με άλλα λόγια είναι ένα ταξίδι στον χώρο των ιδεών, μακριά από αιματολογικές αμβλυωπίες και επικίνδυνους βιολογισμούς. Γράφει στην εισαγωγή του ο συγγραφέας: «Συχνά οι επιστήμες κατασκευάζουν πραγματικότητες αγνοώντας την πραγματικότητα». Ο ίδιος, ως επιστήμων, δεν αγνοεί την πραγματικότητα, άρα δεν την κατασκευάζει. Τη βιώνει, την αγαπά, τη χαίρεται, όσο κι αν τον δυσαρεστεί. Γνωρίζει ότι όλα έχουν αλλάξει, άρα γνωρίζει ότι και η επιστήμη του, η Λαογραφία οφείλει να δει την αλλαγή, να συνομιλήσει μαζί της κι αν χρειαστεί, να συγκρουστεί. Και αυτό είναι το βιβλίο: ένα βιβλίο αλλαγής και σύγκρουσης, ένα δοκίμιο επιστήμης της λαϊκότητας. *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου