Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Βιβλιοπαρουσίαση των Πάνου Μπαϊλη και Σάμυ Βαρσάνο, Σαουλίκο, Σαϊτάν Παζάρ, Πρέβεζα, 19 Ιουλίου 2014

Πάνος Μπαΐλης-Σάμμυ Βαρσάνο, Σαουλίκο. Εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2012, σελ.205.

Το βιβλίο Σαουλίκο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θα ξεκινήσω με τρεις επισημάνσεις.
1.                             Ο τίτλος ανήκει σε όνομα ταβέρνας στη Θεσσαλονίκη, που οργανώνει και διχοτομεί το χρόνο του αφηγητή σε δυο περιόδους. α.πριν από τη μεταφορά στο Άουσβιτς. β. Στο Άουσβιτς.
2.                             Το βιβλίο χαρακτηρίζεται στο εσωτερικό του ως μυθιστόρημα. Ανεξάρτητα από την ταξινόμησή του, το βιβλίο αντλεί υλικό από δυο περιοχές. Η μία είναι η μνήμη ενός πρωταγωνιστή. Του νεαρού Ρόμπυ, που παρουσιάζει , με τη συμβολή των συγγραφέων, τον γολγοθά του από τη στιγμή της σύλληψης, τη μεταφορά στο Άουσβιτς, την απελευθέρωση και την επιστροφή στη Θεσσαλονίκη. Η δεύτερη δεξαμενή άντλησης του ελληνικού είναι η μεταπολεμική διαχείριση της μνήμης αλλά και των θυτών από τις ελληνικές κυβερνήσεις.
3.                             Η συνεργασία δύο συγγραφέων. Έτσι κι αλλιώς η συνύπαρξη δύο συγγραφέων σε μια μυθιστορηματική βιογραφία είναι αξιοσημείωτη. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη τη σιωπή που επικράτησε στην ελληνική πολιτική σκηνή αλλά και στην επιστημονική και λογοτεχνική εργογραφία για το ολοκαύτωμα και τις ελληνο-εβραϊκές σχέσεις στη μεταπολεμική περίοδο, η συνεργασία αυτή εντάσσεται στην αλλαγή του κλίματος που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.

   Όσον αφορά το πρώτο μέρος, ο νεαρός Ρόμπυ αφηγείται τα πάθη του αφ’ ης στιγμής οδηγήθηκε στο νοσοκομείο του Χιρς στη Θεσσαλονίκη που χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινό στρατόπεδο συγκέντρωσης για τους Εβραίους της πόλης  έως ότου προωθηθούν στο Άουσβιτς. Η εξιστόρηση οργανώνεται σε κύκλο παραπέμποντας στο βασικό στοιχείο της αφήγησης του Ρόμπυ: τον κύκλο. Ο τρόμος των κρατουμένων ήταν ο κύκλος. Αν θα συνεχίσουν να ανήκουν στον κύκλο των ζώντων, ή αν θα αλλάξουν. «Χωρίς να τον κοιτάξει του έδειξε το καρότσι και του ψιθύρισε στα γρήγορα ότι στους φούρνους έκλεινε ο κύκλος του Εβραίου(…)Άρπαξε το καρότσι και το πήγε με πολύ δύναμη προς την αυλή. Το άδειασε και γύρισε στο μικρό νταμάρι που είχαν φτιάξει και άρχισε να λιώνει τις πέτρες με τόση οργή που μικρά κομμάτια έφυγαν με δύναμη..»(105).
        Η εξιστόρηση του Ρόμπυ οργανώνεται γύρω από την έννοια του πένθους.  Με άλλα λόγια, γύρω από την πάλη ανάμεσα στη λήθη και τη μνήμη. Παλεύει να κρατήσει ζωντανό το παρελθόν του. Έχει ανάγκη, μέσα στον ορυμαγδό της ναζιστικής θηριωδίας, να κρατήσει όρθια τη μνήμη του. Είναι ο μόνος τρόπος να σταθεί όρθιος. Να αντέξει και να επιβιώσει. Πενθώ για τον Ρόμπυ σημαίνει θυμάμαι. Μάχεται ενάντια στους βασανιστές του. Αντιμάχεται τη φιλοσοφία του ναζισμού που σκοπεύει στη μετάλλαξή του. Στη μετάπτωσή του σε ζωώδη κατάσταση απεκδυόμενες από βασικές ανθρώπινες ιδιότητες.  Να παραδοθεί στις οζώδεις προθέσεις των ναζιστών παραιτούμενος από τα ιερά και τα όσια της ιστορικής του μνήμης.
     Κορυφαία έκφραση αυτής της ενστικτώδους επιλογής είναι  η συνήθειά του να πηγαίνει στους κορμούς στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Ήδη  έχει αρχίσει να αποδέχεται την πιθανότητα ότι τα αγαπημένα του πρόσωπα μπορεί και να μη ζουν. «Εκεί, πίσω από τα ξύλα, σε ένα μεγάλο κορμό είχε χαράξει με ένα σπασμένο γυαλί τα ονόματα της μάνας του, του πατέρα του, του αδελφού του και της γλυκιάς Εσθήρ, με μεγάλα καθαρά γράμματα. Εκεί πήγαινε όταν έβρισκε χρόνο, όταν πονούσε το κορμί του, όταν έθαβε νεκρούς. Κρυβόταν εκεί και τους μιλούσε. Μιλούσε με τα γράμματα που είχε χαράξει και ήταν σα να τους είχε όλους εκεί, πιστός προστάτης»(σ.120).
    Στο απόσπασμα αυτό είναι διάχυτο το πένθος και η συνακόλουθη διαδικασία της μνήμης που συνιστά εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για τη ζωή. Ιδίως για την αίσθηση τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής οντότητας. Πρόκειται για μια μνημονική διεργασία που απορρέει από το πένθος και τη συνειδητοποίηση της απουσίας, η οποία επιχειρείται να αντισταθμιστεί με την οργάνωση  τελετουργιών και αναπαραστάσεων. Η πράξη του νεαρού Ρόμπυ ανασύρεται από τη συλλογική εμπειρία, που , με διάφορες εκδοχές, εμφανίζεται σ’ όλους τους λαούς. Αντλείται από τη μεταφυσική εμπειρία για τη σχέση ζώντων και νεκρών που συγκροτούν έναν ενιαίο κύκλο. Το άτομο αποτελεί συστατικό στοιχείο του κύκλου αυτού. Συνεπώς οι ζωντανοί νιώθουν  φορείς και εκφραστές αυτής της παράδοσης, γεγονός που εξισορροπεί τη θλίψη για την απώλεια.
   Για τον νεαρό Ρόμπυ οι νεκροί του και η επίσκεψη στα ‘ξύλα’ αποτελούν μέρος της διαδικασίας για την ανασυγκρότηση του οικογενειακού του κύκλου, στον οποίο συμμετέχουν και τα νεκρά πλέον αγαπημένα του πρόσωπα. Αυτή η αίσθηση ενεργοποιεί τις σωματικές-πρωτίστως τις ψυχικές-αντοχές του όταν φτάνει στα όριά του. Όταν κινδυνεύει να ηττηθεί, να βγει έξω από τον κύκλο των ζωντανών κλείνοντας τον δικό του κύκλο στους φούρνους. Σκέφτεται, μετά την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη. «Και τώρα, αυτός τώρα έπρεπε να ζήσει για όλους. Να κρατήσει το όνομα. Να κρατήσει στη μνήμη του όλη την ιστορία της οικογένειάς του».
       Θα μπορούσε να πει πολλά κανείς για τα όσα βίωσε ο ήρωας του βιβλίου στο Άουσβιτς. Η εξιστόρηση των παθών, του αγώνα στο μεταίχμιο των κύκλων ζωής και θανάτου, είναι ισχυρό ράπισμα σ’ όσους σήμερα ανιστόρητα προπαγανδίζουν ναζιστικές, ρατσιστικές αντιλήψεις. Η δαιμονοποίηση ανθρώπων και λαών αντιστρατεύεται τις ανθρωπιστικές αξίες και συχνά μπορεί να οδηγήσει σε πράξεις βίας και ανθρωποθυσιών.
      Το Σαουλίκο θέτει αναπόφευκτα  ευρύτερα πολιτικά ζητήματα.
  1. Τι είναι αυτό που μετασχηματίζει τα θύματα σε θύτες; Διαβάζοντας την ιστορία εντυπωσιάστηκα από τη δύναμη της σκηνή μιας μάνας που κρατάει το νεκρό παιδί  στην αγκαλιά της, στο τραίνο που τους οδηγεί  στο Άουσβιτς. «Μια άλλη κραυγή, μια γυναικεία κραυγή, τους ξέσκισε αυτή τη φορά τις σάρκες(…)Το παιδί της, ένα τρίχρονο αγοράκι, είχε πεθάνει στην αγκαλιά της. Από την δίψα, την πείνα, την έλλειψη αέρα(….)Πέθανε στην αγκαλιά της μάνας του. Και εκείνη το κρατούσε με τόσο τρυφεράδα. Και ήταν σα να το κρατούσαν όλοι μαζί»(σ.83). Διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα ήρθε στο νου μου η εικόνα από τη Γάζα, που δημοσιεύτηκε σε κάποια εφημερίδα. Μια παλαιστίνια μάνα κρατούσε στην αγκαλιά της το τετράχρονο παιδί της, θύμα των βομβαρδισμών της Γάζας από το κράτος του Ισραήλ. Θύμα της βίας που υποκινείται από γεωπολιτικά συμφέροντα. Και στις δυο περιπτώσεις και τα δυο παιδιά-θύματα απάνθρωπων συμπεριφορών είναι παιδιά όλων των λαών. Όλων μας. Όλων αυτών που δεν έχουν δηλητηριαστεί από φανατισμούς κάθε είδους, από συμφέρονται που αντιμετωπίζουν τις ανθρώπινες ζωές ως παράπλευρες απώλειες. Είναι θύματα μιας διαδικασίας δαιμονοποίησης αυτού που αποκαλείται ετερότητα. Του διαφορετικού δηλαδή που αναλαμβάνει του ρόλου οχήματος για γεωπολιτικές στρατηγικές.
  2. Τι συνέβη στη Θεσσαλονίκη;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα ανασύρει στην επιφάνεια το πολύ σοβαρό θέμα  των  σχέσεων Ελλήνων και Εβραίων αλλά και της ευθύνης της ίδιας  της ομάδας των Εβραίων. Με άλλα  λόγια , με μισόλογα παλιότερα, πιο έντονα τελευταία τίθεται το θέμα της ευθύνης των Ελλήνων για τη μη προστασία των Εβραίων από τους χριστιανούς συμπολίτες τους. Η κρυφή ενοχή αποκαλύπτεται με τη σιωπή, γράφει ο Άγγλος ποιητής  Τζον Ντράυντεν (John Dryden, 1631-1700).  Έχει απόλυτο δίκιο ο ποιητής και αυτή η επισήμανση αποτέλεσε το πεδίο για την ωρίμανση νέων μελετών , που επικεντρώθηκαν στο δίδυμο ‘λήθη και μνήμη’, ιδίως σε ό,τι αφορά το ολοκαύτωμα των Εβραίων-και όχι μόνο. Το αίμα ήταν πολύ , η ανθρωπιστική κρίση απίστευτη και η συνειδητοποίηση της διάστασης όσων συνέβησαν προκάλεσε αμηχανία, πόνο, οργή. Ωστόσο, τα συναισθήματα αυτά δεν κατέληξαν σ’ ένα δημόσιο διάλογο που θα συνεισέφερε στην κάθαρση των παθών και την περιθωριοποίηση των ενόχων.
Ο Ρόμπυ αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Αναφέρεται με τρυφερότητα και ευγνωμοσύνη στον κύριο Βεργόπουλο, τον φίλο του πατέρα του που του συμπαραστάθηκε από την πρώτη στιγμή. Κάνει υπαινιγμούς για τη δυνατότητα σωτηρίας των Εβραίων μέσω της στράτευσης στον ΕΛΑΣ. Ταυτόχρονα όμως, αποδίδει έμμεσα ευθύνες και σε μια ομάδα ανθρώπων που λεηλάτησαν το σπίτι του. Όταν επισκέφτηκε το σπίτι του «κοίταξε γύρω του και είδε με τρόμο ότι όλη η αυλή ήταν σκαμμένη(…)Οι τοίχοι σκαμμένοι και αυτοί. Το πάτωμα ξεχαρβαλωμένο, τα έπιπλα έλειπαν»(46). Αναμφίβολα η γενίκευση είναι μέγα λάθος. Πολλοί Έλληνες, επίσημοι(αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός) και απλοί άνθρωποι β’ήθησαν πολλούς Εβραίους συμπολίτες τους. Ωστόσο, η γενίκευση αυτών των περιπτώσεων συνιστά πολιτικό ατόπημα και στρέβλωση της λογικής. Υπήρχαν και εκείνοι οι Έλληνες που είτε στη χειρότερη περίπτωση κατέδωσαν Εβραίους προσβλέποντας στην ιδιοποίηση της περιουσίας τους-είναι οι μαυραγορίτες και οι κουκουλοφόροι της αντίστασης που έστειλαν πολλούς Έλληνες στα εκτελεστικά αποσπάσματα των κατακτητών-είτε στην πιο ήπια εκδοχή από φόβο ή εθνοτική εμπάθεια έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα όταν τους ζητήθηκε βοήθεια. Οφείλω να υπογραμμίσω, σ’ αυτό το σημείο, ότι η Πρέβεζα συγκαταλέγεται στις πόλεις εκείνες στις οποίες οι χριστιανοί φρόντισαν να βοηθήσουν τους συμπολίτες τους Εβραίους. Αντίθετα στα Γιάννενα, με αφορμή τα εκατόχρονα από την απελευθέρωσε , επανήλθαν οι ψίθυροι για την αδιάφορη στάση κάποιων χριστιανών κατοίκων απέναντι στους Εβραίους.
   Πέρα από τα προαναφερθέντα, ο Αντώνης Μόλχο, σε μια βιβλιοκρισία του βιβλίου της Οντέτ Βαρών, αναζητεί τις επιφυλάξεις που εκδήλωσαν οι χριστιανοί απέναντι στην περιπέτεια των Εβραίων, στον τρόπο που συγκροτήθηκε το νεοελληνικό κράτος.
«Θα αναζητούσα την αρχή του νήματος στην ιστορία της οργανικής σχέσης του ελληνικού έθνους με το ελληνικό κράτος. Αυτή η σχέση εξηγεί, νομίζω, την περιθωριοποίηση των Εβραίων όπως και των μελών άλλων μειονοτήτων, καθώς επίσης την πολύ δύσκολη και βραδεία ανάδυση της μνήμης του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά παρόμοια με άλλες χώρες της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της όπως το Ισραήλ, η Τουρκία και κάποια αραβικά κράτη, τα μέλη της κυρίαρχης εθνικής η θρησκευτικής ομάδας χαίρουν μιας προνομιούχας ιστορικής θέσης. Είναι ευκολότερο –στην πραγματικότητα είναι το πιθανότερο– οι υπόλοιποι  (Εβραίοι,, Μουσουλμάνοι, μέχρι πρότινος ακόμη και οι Καθολικοί) να αγνοηθούν όταν γίνεται λόγος για την ιστορία της Ελλάδας και της μοίρας της. Όπως και οι Παλαιστίνιοι ισραηλινοί υπήκοοι βρίσκονται στο περιθώριο της ισραηλινής κοινωνίας, έτσι και  οι Έλληνες Εβραίοι βρίσκονταν για πολύ καιρό στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας».  
  1. Γιατί λοιπόν αποσιωπήθηκε για μεγάλο διάστημα το ολοκαύτωμα;
Ο Μόλχο έθεσε το γενικό πλαίσιο. Το βιβλίο όμως εξειδικεύει την ευθύνες ανατέμνοντας την πολιτική ζωή στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1950 . Χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την περίπτωση του Μαξ Μέρτεν, Μέρντεχ για τους συγγραφείς, που υπέγραψε τη σύλληψη και μετακίνηση 50 χιλιάδων Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο Άουσβιτς. Χρωστάμε στον Ρόμπυ ότι υπήρξε ο άνθρωπος που αναγνώρισε τον Μέρτενς όταν επέστρεψε ως υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπουργείου Δικαιοσύνης της τότε Δυτικής Γερμανίας-για ποιο λόγο άραγε; Μήπως για να πάρει το θησαυρό των Εβραίων που είχε διαγουμίσει; Οι συγγραφείς εστιάζουν τη μυθιστορηματική τους ανάπλαση στη διάρθρωση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα αμέσως μετά τον Εμφύλιο. Πρόκειται για δομές και συμπεριφορές που  ήρθαν και πάλι  στην επιφάνεια με ένταση λόγω της κρίσης που βιώνει η χώρα μας, καθώς και της ατολμίας των συν-κυβερνώντων να ορθώσουν το πολιτικό τους ανάστημα απέναντι στους ολετήρες της ελληνικής κοινωνίας. Ο Μαξ Μέρτενς συλλαμβάνεται αλλά οι μαυραγορίτες και οι συνεργάτες των Γερμανών τρέμουν. Και τότε και τώρα ο αυταρχισμός του δυνατού απέναντι στον αδύναμο. Οι Εβραίοι ξεσηκώνονται, οι πολίτες διαμαρτύρονται και αγανακτούν, η αντιπολίτευση( Κ. Μητσοτάκης, Η. Τσιριμώκος, ΕΔΑ) καταδικάζει την ενδοτική στάση απέναντι στον ισχυρό βραχίονα της τότε Ευρώπης. Η κυβέρνηση, παρόλα αυτά, μεθοδεύει, δια μέσου της παραπομπής σε δίκη, την απαλλαγή της από μια φωνή που μπορεί να γίνει ενοχλητική, αν όχι να ενοχλήσει κορυφαίους συντηρητικούς πολιτικούς εκείνης της περιόδου για τη σχέση τους με τις δυνάμεις κατοχής. Τα κιτάπια της Γερμανικής Γκεστάπο και των Ες Ες είναι χρήσιμα και για την προσπάθεια της κοινοβουλευτικής Δυτικής Γερμανίας να προστατεύσει όσους υπηρετούν τα συμφέροντά της-όπως ο Μέρτενς-, ανεξάρτητα από το ναζιστικό τους παρελθόν. Το ίδιο συνέβη και 60 χρόνια με τον Χριστοφοράκο, που αφέθηκε να φύγει από την Ελλάδα.           Η δύναμη των αρχείων είναι τεράστια. Μπροστά τους λυγίζουν τη μέση πολλοί απ’ αυτούς που υψώνουν τη φωνή τους με σκοπό να παραπλανήσουν. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αδυνατούσε να αντισταθεί στις πιέσεις των Γερμανών, οι οποίοι εκβίαζαν επισείοντας τον κίνδυνο να χάσει η Ελλάδα την οικονομική βοήθεια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα. Η συγκυβέρνηση εμφανίζεται λεκτικώς γενναία στο εσωτερικό προσδοκώντας να παραπλανήσει κάποιους εύπιστους και ευσυγκίνητους. Σ       τα φόρα όμως τα ευρωπαϊκά ή στις συναντήσεις με την τρόικα η τάξη αποκαθίσταται. Η συγκυβέρνηση συνεχίζει την ίδια άτολμη στάση που είχε και η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή. Ο ομφάλιος λώρος της εξάρτησης από αδιαφανή οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα κρατάει σε χαμηλές πτήσεις την Ελλάδα. Χρειάζεται τόλμη. Σαν αυτό που επέδειξε ο γεννημένος στο Θεσπρωτικό συμπατριώτης μας Ανδρέας Τούσης, αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου , που δε δίστασε να παραπέμψει τον γερμανό μακελάρη, παρά την αντίδραση της πολιτικής εξουσίας και την πίεση που του άσκησε ο ίδιος ο Καραμανλής.

     Χρειαζόμαστε γενναίους λειτουργούς όπου κι αν ανήκουν. Χρειαζόμαστε τολμηρούς πολιτικούς , χωρίς δεσμεύσεις και εξαρτήσεις που να προχωρήσουν σε ρήξεις. Έτσι, το βιβλίο των Βαρσάνο-Μπαϊλη είναι μια ευκαιρία να ξαναδούμε την ελληνική ιστορία και να διαβάσουμε και το παρόν με καθαρό μυαλό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου