Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης (Α) και ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης (Δ).
Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ *
Πρωτοδιάβασα, ανυποψίαστος, τη δεκαετία του ογδόντα, τις «Πόλεις της κόκκινης νύχτας» και μου ήρθαν όλα ανάποδα στα όσα είχα διαβάσει και σπουδάσει στην Αγγλική Φιλολογία. Ενας ανυπάκουος, ιδιοφυής συγγραφέας, ιστορίες από τα βάθη μιας διευρυμένης φαντασίας και ενός εμποτισμένου με παραισθησιογόνα μυαλού, εκεί όπου φωλιάζει το ταλέντο, η παράνοια και η εκρηκτική έμπνευση. Αλλόκοτες αφηγήσεις που γοήτευαν αλλά δύσκολα αφομοιώνονταν στις δικές μου συγγραφικές πρακτικές.
Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ παρέμεινε ένας πειραματιστής, στην παράδοση του Τζόις. Ξεπήδησε από το πουθενά στα αμερικανικά γράμματα όπως ο Μέλβιλ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Εζρα Πάουντ – και ας μην έχουν σχέση όλοι αυτοί μεταξύ τους. Μισάνθρωπος, όπως ο Σελίν, απέρριψε οικογενειακές και παραδοσιακές αρετές, σπρώχνοντας τα όρια της γραφής στις εσχατιές της, αδιαφορώντας για τον κοινωνικό ή φιλολογικό αντίκτυπο. Μισούσε τον ρεαλισμό, ωστόσο στα γραπτά του ανιχνεύεται ο Κόνραντ, αλλά και άλλοι σημαδιακοί του εικοστού αιώνα όπως ο Μπέκετ και ο Ζενέ.
Σήμερα, όσο ποτέ, χρειαζόμαστε να ξαναδούμε την περίπτωση Μπάροουζ: τη στιγμή που η τεχνική «cut up» εφαρμόζεται από τον editor των εκδοτικών οίκων και ο συγγραφέας αποτελεί μέρος μια βουλιμικής εκδοτικής μηχανής. Πάντως, η επιρροή του Μπάροουζ στους νεότερους συγγραφείς ανιχνεύεται όλο και λιγότερο. Ενας που το πάλεψε στα δικά του μέτρα είναι ο αδικοχαμένος Ρομπέρτο Μπολάνιο, κάπου στο πρόσφατο «Ναρκόπολις» του Τζιτ Θάχιλ εντόπισα παρόμοιο υλικό, αλλά πόσο ρισκάρει κανείς γράφοντας εκ του ασφαλούς μέσα από εργαστήρια δημιουργικής γραφής; Ο ίδιος πίστευε ότι «είναι ανάγκη να ταξιδεύεις, δεν είναι ανάγκη να ζεις» και εφάρμοσε αυτή την ιδέα του περιφέροντας τις ιστορίες του σε ιδιαίτερες περιοχές του πλανήτη εξαντλώντας τα πνευματικά και σωματικά του αποθέματα.
Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ επέφερε ένα σχίσμα στην ορθοδοξία του λογοτεχνικού κανόνα. Είναι εύκολο να τον απορρίψουμε ως «δύσβατο» ή «αιρετικό», αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να τον ξαναβρούμε. Ξαναδιαβάζοντάς τον, όμως, κάτω από ένα σημερινό πρίσμα, θα δούμε ότι προφήτεψε την αποσύνθεση του δυτικού πολιτισμού και την επιβολή μιας χαοτικής παγκοσμιοποίησης.
Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ παρέμεινε ένας πειραματιστής, στην παράδοση του Τζόις. Ξεπήδησε από το πουθενά στα αμερικανικά γράμματα όπως ο Μέλβιλ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Εζρα Πάουντ – και ας μην έχουν σχέση όλοι αυτοί μεταξύ τους. Μισάνθρωπος, όπως ο Σελίν, απέρριψε οικογενειακές και παραδοσιακές αρετές, σπρώχνοντας τα όρια της γραφής στις εσχατιές της, αδιαφορώντας για τον κοινωνικό ή φιλολογικό αντίκτυπο. Μισούσε τον ρεαλισμό, ωστόσο στα γραπτά του ανιχνεύεται ο Κόνραντ, αλλά και άλλοι σημαδιακοί του εικοστού αιώνα όπως ο Μπέκετ και ο Ζενέ.
Σήμερα, όσο ποτέ, χρειαζόμαστε να ξαναδούμε την περίπτωση Μπάροουζ: τη στιγμή που η τεχνική «cut up» εφαρμόζεται από τον editor των εκδοτικών οίκων και ο συγγραφέας αποτελεί μέρος μια βουλιμικής εκδοτικής μηχανής. Πάντως, η επιρροή του Μπάροουζ στους νεότερους συγγραφείς ανιχνεύεται όλο και λιγότερο. Ενας που το πάλεψε στα δικά του μέτρα είναι ο αδικοχαμένος Ρομπέρτο Μπολάνιο, κάπου στο πρόσφατο «Ναρκόπολις» του Τζιτ Θάχιλ εντόπισα παρόμοιο υλικό, αλλά πόσο ρισκάρει κανείς γράφοντας εκ του ασφαλούς μέσα από εργαστήρια δημιουργικής γραφής; Ο ίδιος πίστευε ότι «είναι ανάγκη να ταξιδεύεις, δεν είναι ανάγκη να ζεις» και εφάρμοσε αυτή την ιδέα του περιφέροντας τις ιστορίες του σε ιδιαίτερες περιοχές του πλανήτη εξαντλώντας τα πνευματικά και σωματικά του αποθέματα.
Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ επέφερε ένα σχίσμα στην ορθοδοξία του λογοτεχνικού κανόνα. Είναι εύκολο να τον απορρίψουμε ως «δύσβατο» ή «αιρετικό», αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να τον ξαναβρούμε. Ξαναδιαβάζοντάς τον, όμως, κάτω από ένα σημερινό πρίσμα, θα δούμε ότι προφήτεψε την αποσύνθεση του δυτικού πολιτισμού και την επιβολή μιας χαοτικής παγκοσμιοποίησης.
* Το τελευταίο μυθιστόρημα του κ. Θεόδ. Γρηγοριάδη, «Το μυστικό της Ελλης», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο επανακυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Ο ναύτης».
Tου ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΖΑΜΙΩΤΗ*
Αμετάγνωστος, συναρπαστικός και ρηξικέλευθος, ο Μπάροουζ σηματοδοτεί με το έργο του κάτι εκτενέστερο από την εποχή του.
Ως γνήσιος ερευνητής του συμπαντικού εργαστηρίου, αυτός ο μύστης της γραφής διαισθάνεται περισσότερα απ’ όσα γνωρίζει και ίσως γι’ αυτό διατηρεί από την αρχή ώς το τέλος την εμπιστοσύνη του στον εμπειρισμό. Αποτελεί μία από απ’ αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις όπου πειραματιστής και πείραμα είναι ένα και το αυτό. Ενας λόγιος «επιστήμονας» που καθίσταται δοκιμαστικός σωλήνας, στο εσωτερικό του οποίου έμελλε να παραχθούν ενώσεις εκρηκτικές, απ’ αυτές που δύσκολα σχηματίζονται στον κόσμο της λογοτεχνίας. Ο στόχος του μοιάζει εξαρχής διττός: Εξερεύνηση των καταβολών της ανθρώπινης συνείδησης και προσέγγιση της αυτογνωσίας.
Και είναι αυτό το γνώρισμα του ανήσυχου πιονέρου, εκείνου που δεν σταματά ποτέ να πατά σε αχαρτογράφητες περιοχές για ένα πλήθος πεδίων της ανθρώπινης εμπειρίας, που τον καθιστά έναν από τους πλέον οραματικούς και επιδραστικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Αναπόφευκτα, στιγμές στιγμές μοιάζει να εξαντλεί τα όρια της αφηγηματικότητας, εγκαταλείπει με τρόπο εμφατικό την ασφάλεια της σειριακής αλληλουχίας, προκειμένου να φτάσει ένα βήμα μακρύτερα.
Συχνά έχει κανείς την εντύπωση πως στα γραπτά του προβάρει αυτό που λίγο αργότερα θα ονομαστεί θεωρία της Μαύρης Τρύπας. Του αρκεί μια φράση, δυο-τρεις λέξεις βαλμένες στη σειρά με τον δικό του προσωπικό τρόπο για να σχηματιστεί με ταχύτητα ιλιγγιώδη ένας ορίζοντας γεγονότων, μέσα στον οποίο πραγματικότητα και φαντασία, συνειδητό και ασύνειδο συναντώνται, σχηματίζοντας μια μοναδικότητα.
Ισως δεν είναι υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς πως στον θρυμματισμένο, αλλότροπο και σε αρκετές περιπτώσεις «εχθρικό» προς τον αναγνώστη λογοτεχνικό σύμπαν του Μπάροουζ κρύβεται το μέλλον του κόσμου. Οχι απαραίτητα με την έννοια αυτού που θα υπάρξει κάποτε, αλλά εκείνου που ήταν εδώ από πάντοτε· μια μυστική φέτα αυτούσιας πραγματικότητας, μια δέσμη οργιώδους δημιουργικότητας που, για λόγους ευπρέπειας, στενομυαλιάς ή αναγκαίας καταφυγής στην πρακτικότητα του συλλογικού γίγνεσθαι, κρύβεται σχεδόν εξορισμένη, στα διαλύματα παραφροσύνης ή έκλαμψης που ταράζουν κάθε ανθρώπινο νου. Ισως γι’ αυτό, το ενδιαφέρον για το έργο του ξεπερνά ακόμη και αυτή τη μανία για τον θυελλώδη βίο του.
Ως γνήσιος ερευνητής του συμπαντικού εργαστηρίου, αυτός ο μύστης της γραφής διαισθάνεται περισσότερα απ’ όσα γνωρίζει και ίσως γι’ αυτό διατηρεί από την αρχή ώς το τέλος την εμπιστοσύνη του στον εμπειρισμό. Αποτελεί μία από απ’ αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις όπου πειραματιστής και πείραμα είναι ένα και το αυτό. Ενας λόγιος «επιστήμονας» που καθίσταται δοκιμαστικός σωλήνας, στο εσωτερικό του οποίου έμελλε να παραχθούν ενώσεις εκρηκτικές, απ’ αυτές που δύσκολα σχηματίζονται στον κόσμο της λογοτεχνίας. Ο στόχος του μοιάζει εξαρχής διττός: Εξερεύνηση των καταβολών της ανθρώπινης συνείδησης και προσέγγιση της αυτογνωσίας.
Και είναι αυτό το γνώρισμα του ανήσυχου πιονέρου, εκείνου που δεν σταματά ποτέ να πατά σε αχαρτογράφητες περιοχές για ένα πλήθος πεδίων της ανθρώπινης εμπειρίας, που τον καθιστά έναν από τους πλέον οραματικούς και επιδραστικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Αναπόφευκτα, στιγμές στιγμές μοιάζει να εξαντλεί τα όρια της αφηγηματικότητας, εγκαταλείπει με τρόπο εμφατικό την ασφάλεια της σειριακής αλληλουχίας, προκειμένου να φτάσει ένα βήμα μακρύτερα.
Συχνά έχει κανείς την εντύπωση πως στα γραπτά του προβάρει αυτό που λίγο αργότερα θα ονομαστεί θεωρία της Μαύρης Τρύπας. Του αρκεί μια φράση, δυο-τρεις λέξεις βαλμένες στη σειρά με τον δικό του προσωπικό τρόπο για να σχηματιστεί με ταχύτητα ιλιγγιώδη ένας ορίζοντας γεγονότων, μέσα στον οποίο πραγματικότητα και φαντασία, συνειδητό και ασύνειδο συναντώνται, σχηματίζοντας μια μοναδικότητα.
Ισως δεν είναι υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς πως στον θρυμματισμένο, αλλότροπο και σε αρκετές περιπτώσεις «εχθρικό» προς τον αναγνώστη λογοτεχνικό σύμπαν του Μπάροουζ κρύβεται το μέλλον του κόσμου. Οχι απαραίτητα με την έννοια αυτού που θα υπάρξει κάποτε, αλλά εκείνου που ήταν εδώ από πάντοτε· μια μυστική φέτα αυτούσιας πραγματικότητας, μια δέσμη οργιώδους δημιουργικότητας που, για λόγους ευπρέπειας, στενομυαλιάς ή αναγκαίας καταφυγής στην πρακτικότητα του συλλογικού γίγνεσθαι, κρύβεται σχεδόν εξορισμένη, στα διαλύματα παραφροσύνης ή έκλαμψης που ταράζουν κάθε ανθρώπινο νου. Ισως γι’ αυτό, το ενδιαφέρον για το έργο του ξεπερνά ακόμη και αυτή τη μανία για τον θυελλώδη βίο του.
* Το τελευταίο μυθιστόρημα του κ. Κων. Τζαμιώτη, «Η πόλη και η σιωπή», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου