Οι γυναικείες μορφές των μεταναστριών συχνά ανακαλούν στη μνήμη μου οικείες μορφές γυναικών της παιδικής μου ηλικίας. Είναι η μάνα μου Κωνσταντίνα, οι θειάδες μου, οι φιλενάδες της μάνας μου -η θεία Καλλιόπη και η θεία Ολγα-, όλες εκείνες οι γυναίκες που γεννήθηκαν πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι ένιωθαν ότι η τεχνολογική εξέλιξη ήταν ένας σωματικός βιασμός, τις εξωθούσε να εγκαταλείψουν τα παλιά ενδυματολογικά μοντέλα, να μείνουν ζόρκες, κατά την έκφρασή τους. Τις θυμάμαι να διαβαίνουν το κατώφλι της εξώπορτας σχεδόν κάθε απόγευμα κι αν ο καιρός το επέτρεπε έπιναν τον καφέ τους στον ίσκιο της κουμπλιάς, διαφορετικά προτιμούσαν την κουζίνα και, αφού έπιναν τον καφέ, άκουγαν τη θεία Καλλιόπη να ερμηνεύει τα σημάδια του φλιτζανιού. Εκείνη την ώρα το σφιχτά δεμένο στο πρόσωπο φακιόλι χαλάρωνε, συχνά οι δύο άκρες του αναδίπλωναν στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις το φακιόλι δενόταν με επιμέλεια. Θυμάμαι τη μάνα μου να αφιερώνει μεγάλο μέρος του χρόνου για την προσωπική της φροντίδα στο να δέσει το φακιόλι, προπαντός όταν έπρεπε να πάει για ψώνια στο γειτονικό μπακάλικο, να ανταποδώσει την επίσκεψη των φιλενάδων της ή να κατεβεί στην πόλη για πιο μαζικά ψώνια. Το φακιόλι συνόδεψε τη μάνα μου και στο ξόδι της. Το ζήτησε και η ίδια σε ανύποπτο χρόνο αλλά και για μένα ήταν αδιανόητο να τη στείλω «γυμνή» στο τελευταίο της ταξίδι.
Κρυφοκοιτάζοντας τη μάνα μου όταν κουβέντιαζε με τις φιλενάδες της είχα την αίσθηση ότι το κεφάλι το δικό της -αλλά και των φιλενάδων της- έμοιαζε με φασκιωμένο κάδρο. Ξεχώριζαν τα ζωηρά μάτια, τα αεικίνητα, που ήξεραν να χειραγωγούν τα συναισθήματα. Πρόσωπα-καθρέφτες ενός πολιτισμού, που στη μεταπολεμική Ελλάδα μπήκε στο περιθώριο ως αναχρονιστικός. Η επιμονή της μάνας μου και άλλων τέτοιων γυναικών να μην απαλλαγούν από το φακιόλι τους απελευθερώνοντας το κεφάλι τους από τους καταναγκασμούς του παρελθόντος έμοιαζε μ’ έναν άνισο αγώνα ανάμεσα στον κόσμο που αποχωρούσε και στον καινούργιο που ερχόταν φουριόζος, αλαζόνας και εκδικητικός για το «ξεπερασμένο» που αντιστέκεται. Η μάνα μου και οι φιλενάδες της ήταν, με το φακιόλι τους, απομεινάρια(;) ενός κόσμου που έμοιαζε ακατανόητος.
Ξαναθυμήθηκα αυτά τ’ αγαπημένα πρόσωπα όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι φωτογραφίες γυναικών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Η επιστροφή των παλαιών εικόνων έγινε πιο έντονη τελευταία με τη νεαρή Dooa που έσωσε από βέβαιο πνιγμό τη μικρή Νάντια, οι γονείς της οποίας πνίγηκαν στα νερά της Μεσογείου προσπαθώντας να απαλλαγούν από τον εφιάλτη του πολέμου στη Συρία.
Η Dooa μού θύμισε οικείες μορφές. Τα φασκιωμένα κάδρα της γειτονιάς μου. Τις γυναίκες που η ζωή τους αναλώθηκε στην υπηρεσία των παιδιών τους. Η Doaa είχε καδράρει το πρόσωπό της στη μαντίλα της. Ορίζοντας τις λέξεις με τη στενή οπτική της εποχής μας κάποιος περισπούδαστος οπαδός του «σύγχρονου», δυτικού πολιτισμού θα την κατέτασσε στις πιστές μουσουλμάνες, που δεν κάνουν την προσωπική τους επανάσταση. Ισως, κάποιος άλλος να την κατηγορούσε ως φορέα ενός πολιτισμού και μιας θρησκευτικότητας που αντιμάχονται τα δυτικά πρότυπα. Ενδεχομένως, το φασκιωμένο κάδρο της Dooa να παρέσυρε κάποιους σε ταύτισή της με τους «καθυστερημένους» μουσουλμάνους, που δεν αναγνωρίζουν τα δικαιώματα της γυναίκας. Μπορεί για άλλους να είναι το σύμβολο μιας απειλής που απλώνεται πάνω από τη Μεσόγειο και την Ευρώπη. Η απειλή των μελαψών μουσουλμάνων που πολιορκούν τον «αμόλυντο» κόσμο της Δύσης.
Αν όμως έχει κάποιος την υπομονή να κοιτάξει για αρκετή ώρα τα μάτια της Dooa θα μπορέσει να δει στο βλέμμα της το παράπονο για τους ανθρώπους της Δύσης που τους ξεσπιτώνουν. Που τους σκοτώνουν. Που η απληστία τους τρέφεται από τα κορμιά όσων πνίγονται στη Μεσόγειο ή σκοτώνονται από τις βόμβες που ισοπεδώνουν τους οικισμούς.
…………………………………………………………………………….
* Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου