Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη*,Το ψευδο-δίλημμα «αρχαία ή νέα ελληνικά;»EFSYN,12.7.16


vivlia.jpg

Το ψευδο-δίλημμα «αρχαία ή νέα ελληνικά;»EUROKINISSI/ΣΤΕΛΙΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ
Oι προτάσεις για την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο, η μείωση, εντέλει, των ωρών διδασκαλίας τους ως απάντηση στο ευκαιριακά κατασκευασμένο ψευδο-δίλημμα «αρχαία ή νέα ελληνικά;» και οι δικαιολογημένες αντιδράσεις που προκάλεσαν λίγο έλειψε να επαναφέρουν στο προσκήνιο το γλωσσικό ζήτημα που ταλάνισε, για έναν και παραπάνω αιώνα, την ελληνική κοινωνία.
Τον 19ο αι., και για πολλές δεκαετίες του 20ού αι., το ζήτημα της γλώσσας που έθετε το δίλημμα «καθαρεύουσα ή δημοτική;» όφειλε να μένει άλυτο, αφού η διαιώνισή του επέτρεπε στην αστική τάξη, παρά τον ελλιπή ιστορικό αυτο-προσδιορισμό της, να παίζει ηγεμονικό ρόλο στο εσωτερικό της χώρας, χάρη στην ευχέρεια που είχε σε αττικισμό και καθαρεύουσα.
Η μητρική γλώσσα του λαού (συμπεριλαμβανομένων και των αστών) ονομάστηκε δημοτική κατ’ αντιδιαστολή με τη γλώσσα των μορφωμένων, τη λεγόμενη καθαρεύουσα.
Για ένα μεγάλο διάστημα, το γλωσσικό ζήτημα λειτούργησε ως πεδίο διεκδίκησης πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας.
Η διαίρεση της γλώσσας σε καθαρεύουσα και δημοτική, που η μια έπρεπε να αποκλείει την άλλη, συντηρώντας το χάσμα μεταξύ γραμματιζούμενων και μη, νομιμοποιούσε την ηγεμονία των αστών καθαρευουσιάνων. Κι όσο περισσότερο τη νομιμοποιούσε τόσο περισσότερη ιδεολογική καθαρολογία παρήγε ο κατεστημένος λόγος τους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι Φαναριώτες αντιτάχθηκαν στις γλωσσικές παρεμβάσεις του Κοραή και πολύ αργότερα, ο Ψυχάρης στον Μιστριώτη και τους αττικιστές, χωρίς να διασαφηνίζουν τι διέκρινε δημοτική και καθαρεύουσα ως προς τις ιστορικές προϋποθέσεις και τις ιδεολογικές διαφορές τους.
Κι ενώ με δυσκολία έπειθε και αυτούς ακόμη τους δημοτικιστές διανοούμενους με τις γλωσσικές υπεραπλουστεύσεις που επιδίωξε, ο ψυχαρισμός κατάφερε να επικρατήσει, χάρη στην πρόθεσή του να ντύσει γλωσσικά τον συντηρητισμό των ιθυνόντων με μια δημοτική κατασκευασμένη και ελεγχόμενη όσο και η καθαρεύουσα.
Αφ’ ης στιγμής η γενιά του ’30 αγκάλιασε τη δημοτική, το προβάδισμα δόθηκε στη φιλολογία και στην καλλιτεχνία που δεν απειλούσαν να κλονίσουν το στάτους κβο. Ο λόγος, όμως, λίγο-πολύ αποκόπηκε από την παράδοση του ελληνικού Διαφωτισμού, του οποίου οι φορείς, οι λεγόμενοι αττικιστές, είχαν δώσει το βάρος στις επιστήμες και στη φιλοσοφία, στη διάνοια, δηλαδή, και στο σκέπτεσθαι.
Πολύ νωρίτερα, από τα μέσα του 19ου αι., ο Σπ. Ζαμπέλιος θεώρησε το γλωσσικό ως πολιτικό ζήτημα, ενώ στις αρχές του 1900, ο Γ. Σκληρός το αντιμετώπισε ως μέρος του κοινωνικού ζητήματος που κρατούσε τον λαό αναλφάβητο και εξαθλιωμένο, για να ανοίξει, έτσι, τον δρόμο για την κοινωνική και ιστορική αυτοσυνειδησία του.
Αλλά ο σχιζοφρενικός τρόπος ύπαρξης της αστικής τάξης, ηγεμονικής στο εσωτερικό και εξαρτημένης στο εξωτερικό, δημιούργησε ένα καθεστώς αμφιλογίας, αμφισημίας και ασάφειας όσον αφορά ήθη και τρόπο ζωής, με επιπτώσεις στην κοινωνική και εθνική ταυτότητα.
Αυτή αντί να τείνει στην εμβάθυνση και στη θεσμική και πολιτισμική μορφοποίησή της, συντηρούσε με ψευδο-πολώσεις τη ρευστότητα που απαιτούνταν ώστε, αναλόγως των περιστάσεων, να συγκαλύπτει τις κοινωνικές-πολιτικές αντιθέσεις με την καλύπτρα άλλοτε της καθαρεύουσας και άλλοτε της δημοτικής.
Παρ’ όλα αυτά, με το πέρασμα των χρόνων, δόθηκε τέλος στη φενάκη που απέδιδε την ηγεμονία των αστών ιθυνόντων στη γλώσσα και όχι στη σχέση τους με το κεφάλαιο. Το 1964 και πάλι το 1979, αφήναμε οριστικά πίσω μας το δίλημμα «καθαρεύουσα ή δημοτική» σαν ένα από τα παράδοξα ή τις στρεβλώσεις που αναπαράγονται υπό την πίεση της μιας ή της άλλης πολιτικής σκοπιμότητας.
Βέβαια, λίγο μετά την απαξίωση της καθαρεύουσας και την καθοσίωση της δημοτικής, ακολούθησε η διά νόμου καθιέρωση του μονοτονικού, λίγα χρόνια μετά η μιντιακή βεβήλωση της γλώσσας και σε λιγότερο από δύο δεκαετίες, η αγλωσσία των SMS που αποτυπώνεται στα γραπτά των φοιτητικών εξετάσεων.
Τώρα, κι αφού ξοδεύτηκε ενέργεια πολλών δεκαετιών για τη διαιώνιση του γλωσσικού, δεν υπάρχουν περιθώρια αναζωπύρωσής του.
Αφού επί δεκαετίες δεκαετιών, αντιμετωπίστηκε σαν μια από τις εστίες πυρκαγιάς που έβαζαν οι εχθροί του δάσους, υπέρμαχοι άλλοτε της δημοτικής και άλλοτε της καθαρεύουσας, για να το κάψουν, η ίδια η Ιστορία, χωρίς αμαρτίες και λάθη, αναζήτησε τη λύση του στη δυναμική της ζωντανής γλώσσας έτσι όπως αποτυπώνεται στον γραπτό και προφορικό λόγο, κατεστημένο και μη, εδώ και πολλούς αιώνες.
Eίτε ως «νέα και αρχαία ελληνικά» είτε ως «δημοτική και καθαρεύουσα», η ελληνική γλώσσα, όπως κάθε άλλη, είναι ζωντανός οργανισμός που αναπτύσσεται σε συνάρτηση με την ιστορικότητα της συνείδησης και των εκδηλώσεών της που αποτυπώνει η Ιστορία του πολιτισμού.
Μία από τις κεφαλαιώδεις εκδηλώσεις του ελληνικού πολιτισμού είναι ο λόγος και η γλώσσα που διευκόλυνε την άρθρωσή του. Καμιά γλώσσα δεν επιδέχεται μονοσήμαντες νομοθετικές ρυθμίσεις των προβλημάτων της ούτε ασφαλώς νομοθετική κατάργηση της ιστορίας της.
Η Επιτροπή Διαλόγου δεν πρότεινε φυσικά τέτοιες ωμές επεμβάσεις. Αλλωστε, πόσες ακόμη μπορούν να γίνουν; Προτείνοντας όμως την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών από υποχρεωτικό μάθημα της Μέσης Εκπαίδευσης σημαδεύει την τύχη ενός λαού, που ειδοποιός διαφορά της ταυτότητάς του ήταν και παραμένουν η ελευθερία και η γλώσσα. Σ’ αυτά χρωστά ό,τι έχει και δεν έχει∙ τον πολιτισμό του.
*ομ. καθηγήτρια Φιλοσοφίας, συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου