Καπνός, οιμωγές, φωνές κι ένα σύγκρυο να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά. Να αλλάξω το θέμα, σκέφτηκα. Να αντικαταστήσω τα πανηγύρια με τις πυρκαγιές.
Βρισκόμουν ανάμεσα σε φωτιές. Καλοκαιριάτικες. Αυτές που καταστρέφουν ζωές και περιουσίες. Κι αυτές που πυρπολούν τα σώματα και τις ψυχές. Κατέληξα αρχικά στις δεύτερες, μόλο που οι πρώτες μπλέκονταν στη σκέψη μου την ώρα που έγραφα. Στα πανηγύρια του καλοκαιριού.
Ίσως από άμυνα στον πόνο που προκαλούν οι φλόγες της φωτιάς. Ίσως γιατί δεν μπορούσα να διανοηθώ την καταστροφή. Η γραφή, όμως, δεν ήταν εύκολη. Πετάριζε η σκέψη, μπερδεύονταν τα συναισθήματα. Από τον πόνο και την αγωνία για την εξέλιξη της πυρκαγιάς στα ξαναμμένα πρόσωπα των πανηγυριστών.
Ο νους και η καρδιά σε αντίφαση, μέσα από την οποία ξεπεταγόταν η ενοχή για τη χαρά. Για την προσμονή των πανηγυριών του καλοκαιριού. Χαρμολύπη, με άλλα λόγια.
Όσο πέρναγε η ώρα, οι αδηφάγες φλόγες κατασπάρασσαν κόπους δεκαετιών. Ένα αγκάθι στην ψυχή. Που όσο πέρναγε η ώρα γίνηκε πληγή αιμορραγούσα. Το δακτυλόγραφο που μένει μετέωρο. Δυσκολεύεται ν’ ακούσει το κλαρίνο του πανηγυριού.
Όσο περνάει η ώρα, η στάχτη και ο θάνατος απλώνονται. Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω. Μανάδες που τρέχουν αλαφιασμένες να γλυτώσουν τα παιδιά τους.
Οι φωτιές απλώθηκαν στην Ανατολική Αττική. Η οδύνη αποκτά τοπωνύμια. Το Μάτι, η Ραφήνα, ο Νέος Βουτζάς ξαφνικά μπαίνουν στην ειδησεογραφία κι από ονόματα αναψυχής γίνονται τόποι μαρτυρίου για δεκάδες συνανθρώπους μας. Απελπισία. Ανείπωτος πόνος.
Νιώθω τις λέξεις στον υπολογιστή να υγραίνονται από την αγωνία. Να μου μεταδίδουν την κρυάδα του ιδρώτα τους. Πώς να μιλήσεις για τους αποκλεισμένους. Για όλους εκείνους κι εκείνες που έβλεπαν καλπάζοντα τον θάνατο να πλησιάζει. Η ευτυχία τους και ψυχαγωγία να γίνεται μοιρολόι.
Και αναρωτιέμαι πώς μπορεί να ανιστορήσουν οι λέξεις την οδύνη. Την οσμή από τα αποκαΐδια του σπιτιού. Πώς να μιλήσεις για όσα χάνονταν.
Η απάντηση δόθηκε από όσους σώθηκαν. Τουλάχιστον ζούμε. Τι να πούμε για εκείνους που χάθηκαν. Και τότε έρχονται τα μαντάτα. Οι πρώτοι νεκροί. Θύματα που αυξάνονται. Ο κόμπος στο στομάχι να μεγαλώνει. Η σκέψη στην τελευταία ώρα.
Πώς να μιλήσουν όσοι ένιωσαν τον πύρινο θάνατο να τους καταπίνει.
Τώρα στον αποχωρισμό τρεις ποταμούς διαβαίνω, ο ένας χωρίζει τα αντρόγενα, κι’ ο άλλος χωρίζει αδέρφια, κι’ ο τρίτος ο φαρμακερός τη μάν’ απ’ τα παιδιά της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου